Οι δοκιμές του κοινωνικού ψυχολόγου Milgram έμειναν στην ιστορία όχι μόνο για τα αποτελέσματά τους αλλά και για την έντονη κριτική και αμφισβήτηση που δέχτηκε ο ερευνητής. Και δυστυχώς παραμένουν επίκαιρες.
Το ζήτημα που έχει απασχολήσει πολλές φορές τους ειδικούς, είναι η τρομακτική δύναμη που αποκτά ένας άνθρωπος με εξουσία αλλά και ποιοι είναι οι παράγοντες που οδηγούν άλλους ανθρώπους να υπακούν τυφλά σε οποιαδήποτε εντολή, αγνοώντας κάθε ηθικό κώδικα. Αν θέσουμε στον εαυτό μας το ερώτημα αν θα υπακούαμε τυφλά σε μια διαταγή/εντολή που θα ήταν αντίθετη με το σύστημα αξιών μας, σίγουρα όλοι θα υποστηρίξουμε με σθένος ότι δεν θα υποκύπταμε για κανένα λόγο.
Όμως όλα τα κοινωνικά και συμπεριφορικά πειράματα που έχουν μείνει στην ιστορία, αμφιλεγόμενα ή όχι, δείχνουν πόσο εύκολα υποκύπτουμε σε εντολές που δεχόμαστε από ένα άτομο που έχει κάποιας μορφής εξουσία, ειδικά, όταν σηματοδοτείται και οπτικά όπως για παράδειγμα αν φοράει στολή ή φέρει κάποιο διακριτικό.
Το πιο χαρακτηριστικό αλλά και αμφιλεγόμενο από αυτά τα πειράματα, πραγματοποιήθηκε το 1961, με σκοπό κυρίως να εξηγηθούν οι αγριότητες που σημειώνονται σε καιρό πολέμου. Με αφετηρία την ωμή βία σε ιδιαίτερες συνθήκες όπως ένα πόλεμος, ο Αμερικανός κοινωνικός ψυχολόγος, Stanley Milgram, το όνομα του οποίου πήρε το πείραμα, επιχείρησε να εξετάσει πώς αντιδρούν συνηθισμένοι άνθρωποι σε συνηθισμένες συνθήκες, υπό την καθοδήγηση ενός ατόμου με εξουσία. Άλλωστε, είχαν περάσει περίπου δύο δεκαετίες από τη δίκη της Νυρεμβέργης, κατά την οποία όλοι οι κατηγορούμενοι Γερμανοί ναζιστές υποστήριξαν στις απολογίες τους ότι απλώς ακολουθούσαν εντολές και μόλις λίγοι μήνες από τη δίκη του Adolf Eichmann στην Ιερουσαλήμ για εγκλήματα πολέμου, γεγονός που τον παρακίνησε να πειραματιστεί επάνω στο θέμα.
Τα αποτελέσματα του πειράματος δεν τιμούν το ανθρώπινο είδος. Έδειξαν ότι σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες υπάκουσαν τον άνθρωπο εξουσίας που έδινε τις εντολές, προκαλώντας σωματικό πόνο σε έναν άλλο άνθρωπο με ηλεκτροσόκ, αυξάνοντας κάθε φορά το επίπεδο έντασης ηλεκτρισμού. Οι δοκιμές του Milgram έμειναν στην ιστορία όχι μόνο για τα αποτελέσματά τους αλλά και για την έντονη κριτική και αμφισβήτηση που δέχτηκε ο ίδιος ο ερευνητής.
Ακόμα όμως και αν αμφισβητηθούν τα αποτελέσματα ενός τέτοιου πειράματος και υιοθετήσουμε την πιο ρομαντική εκδοχή του ανθρώπινου είδους, με ένα ακλόνητο σύστημα ηθικών αξιών να είναι αυτό που το ξεχωρίζει από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, η πραγματική ζωή συχνά, έρχεται να καταρρίψει την εξιδανίκευση.
Περίπου σαράντα χρόνια μετά το πείραμα του Milrgram, το 2004, το τηλέφωνο χτυπά σε ένα κατάστημα γρήγορου φαγητού σε κάποια πόλη του Κεντάκι των ΗΠΑ και η Σάντρα, η διευθύντρια του καταστήματος απαντά. Στην άλλη άκρη της γραμμής, ένας άνδρας δηλώνει αξιωματικός της αστυνομίας και ισχυρίζεται ότι ένα άτομο εντός του καταστήματος, είχε κλέψει χρήματα νωρίτερα την ίδια ημέρα. Δίνει την περιγραφή και η Σάντρα αναφέρει ότι ταιριάζει στη Μπέκι, μια άλλη υπάλληλο του καταστήματος. Ο άνδρας στο τηλέφωνο επιβεβαιώνει το όνομα και λέει στη Σάντρα να παραμείνει στη γραμμή όσο ο ίδιος βρίσκεται σε επαφή με τον περιφερειακό διευθυντή για να χειριστούν την υπόθεση.
Αυτό είναι το κομβικό σημείο, από όπου ξεκίνησε ένα ντόμινο εξελίξεων με τραγική φιγούρα το κορίτσι που στοχοποιήθηκε από μια άγνωστη φωνή στο τηλέφωνο, που δηλώνει πρόσωπο εξουσίας. Η Μπέκι, περιορίζεται στο γραφείο του εστιατορίου, όπου κατόπιν εντολής της «φωνής» την υποβάλουν σε σωματική έρευνα, τη γδύνουν και την αφήνουν να περιμένει γυμνή. Εκείνη υπακούει, αλλά εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι είναι αθώα. Κανείς δεν την πιστεύει, όμως πιστεύουν τη «φωνή» που δηλώνει αστυνομικός. Στην πορεία, το κορίτσι μένει μόνη με τον αρραβωνιαστικό της διευθύντριας για να την προσέχει και εκείνος, πάντα με την καθοδήγηση της «φωνής» κακοποιεί τη Μπέκι σεξουαλικά. Τα πάντα καταγράφονται από την κάμερα κλειστού κυκλώματος του καταστήματος.
Όλες αυτές τις ώρες που εξελίσσονται τα γεγονότα, μόνο ένας υπάλληλος αντέδρασε μόλις κατάλαβε τι συμβαίνει, ωστόσο ήταν ήδη αργά, η Μπέκι είχε ήδη κακοποιηθεί. Καλεί τον περιφερειακό διευθυντή, εκείνος δηλώνει άγνοια για οποιαδήποτε έρευνα και η αλήθεια αποκαλύπτεται. Δεν ήταν, παρά μια τηλεφωνική φάρσα, που αργότερα πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης.
Όμως, το ερώτημα γιατί όλοι, συμπεριλαμβανομένου και του θύματος, υπάκουσαν τυφλά στις εντολές του αγνώστου, παραμένει αναπάντητο.
* Η απίστευτη υπόθεση στο εστιατόριο του Κεντάκι έγινε ταινία το 2012, με τίτλο Compliance (Συμμόρφωση).