Το απόλυτο debate του ελληνικού καλοκαιριού έχει νικήτριες και όχι, δεν είναι αυτές που νομίζετε.
Οι 10 καλύτερες ελληνικές παραλίες. «Οι 10 κορυφαίες παραλίες της Ελλάδας στις 50 καλύτερες του κόσμου». «Οι 10 καλύτερες ελληνικές παραλίες σύμφωνα με τους Instagramers» (τους αναγνώστες, τους ταξιδιωτικούς συντάκτες, τους οδηγούς διακοπών κ.ο.κ.). Στον αστερισμό του 10 συνήθως, αλλά και άλλων νούμερων κατά καιρούς: 5,6,8, 15, 20, ακόμη και 70 έχουμε δει και δικαίως, καθώς η χώρα μας είναι μοναδική στον κόσμο με τέτοια πληθώρα προορισμών (πάνω από 400 σύμφωνα με έναν πρόχειρο υπολογισμό) και με χιλιάδες παραλίες στην 14.000 χιλιομέτρων ακτογραμμή της, που χρειάζεσαι δυο ζωές για να τη γνωρίσεις. Μπορεί και τρεις, χωρίς καν να βάζουμε μέσα τις κρυφές παραλίες, τις αθέατες, τις απροσπέλαστες, τις σχεδόν ιδιωτικές. Εκείνες με τα γαλάζια, τα τιρκουάζ, τα σμαραγδένια νερά και τη χρυσή, τη λευκή, τη ροζ, την παχιά και την ψιλή άμμο, τα μεγάλα βότσαλα και τις κροκάλες, τα άγρια βράχια και τις λείες πλάκες.
Είναι τέτοια η ποικιλομορφία των ελληνικών παραλιών, τέτοια η συναρπαστική εναλλαγή τους από τόπο σε κόλπο, που ό,τι έχει γραφτεί και ειπωθεί για αυτές δικαιολογείται. Αυτό που δεν δικαιολογείται είναι η εμμονή -που αποβαίνει ψυχαναγκασμός για τους πολλούς- να αποθεώνεται και να ανεβαίνει στην κορυφή του (online) κόσμου παραλίες που είναι συναρπαστικές μόνο ως φωτογραφίες. Αυτή η καρτποσταλική λογική που έχει επικρατήσει στο ταξιδιωτικό σύμπαν και πριμοδοτεί την εικόνα από την ουσία με τέτοια επιφανειακότητα που θυμίζει λουόμενη που κολυμπάει χωρίς να βρέχει τα μαλλιά της ή κολυμβητή που κάνει βουτιές με κλειστά τα μάτια. Η επικράτηση της εικόνας σε όλη τη μοντέρνα κουλτούρα είναι δεδομένη, αλλά στο απόλυτο debate του ελληνικού καλοκαιριού, η εικόνα αυτή θα μπορούσε να είναι διαφορετική. Να είχε λίγο περισσότερο βάθος πεδίου και να απεικόνιζε νοητά την αίσθηση που σου μεταδίδει η παραλία. Το πώς σε κάνει να νιώθεις, όταν την περπατάς και όταν χαίρεσαι τα νερά της.
Διότι μια παραλία δεν είναι μονάχα μια εικόνα. Είναι ένα μωσαϊκό από δεκάδες κόκκους χαρακτηριστικών, συναισθημάτων και εμπειριών, κάθε ένας από τους οποίους έχει ειδικό βάρος στην αξιολόγηση μιας παραλίας πέρα από τα διαπιστευτήρια της γαλάζιας σημαίας και τo ενδιαφέρον φωτογραφικό κάδρο.
Είναι το πόσες φορές θα τη βρεις ακύμαντη σε ένα καλοκαίρι. Ποιος θέλει να κολυμπάει με τα θεόρατα κύματα και για πόσο; Ποιος δεν θέλει τη θάλασσα να ‘ναι σαν λίμνη, και ποιος μπορεί να στρώσει πετσέτα σε μια αμμουδιά που τη μαστιγώνει ο άνεμος των Κυκλάδων;
Είναι το πόσο ψιλή είναι τελικά η άμμος. Σαν πούδρα; Τόσο που όσο και αν την καθαρίσεις θα επιστρέφει πάντα μαζί σου στο δωμάτιο και θα κρύβεται στο λαβύρινθο του αυτιού και στην κόρη του ματιού; Ή χοντρή σαν βότσαλο που ενώ βυθίζεσαι απαλά μέσα της, βαδίζοντας, δεν μένει ούτε ίχνος βγαίνοντας;
Είναι η θερμοκρασία του νερού. Εντάξει ορισμένοι το προτιμούν ζεστό, αλλά με τις θερμοκρασίες που επικρατούν στη χώρα οι περισσότεροι θέλουν τα νερά δροσερά, για να σβήνουν την κάψα της ηλιοθεραπείας με μια γρήγορη βουτιά. Ψυχρολουσία το λέγαμε παλιά και είναι κάτι σαν ιεροτελεστία για τους μύστες.
Είναι η αίσθηση που αφήνει το έδαφος στο πέλμα σου. Πόσο «ειδυλλιακές» είναι οι παραλίες που δεν μπορείς να τις περπατήσεις ξυπόλητος; Και αν έχει βότσαλα, πόσο ενοχλητικά είναι αυτά; Μερικές φορές είναι καλύτερα από άμμο, σου δίνουν σταθερότητα και σου επιτρέπουν να περπατάς γρήγορα, χωρίς να βουλιάζεις. Άλλες φορές, πάλι, είναι σαν να βαδίζεις πάνω σε καρφιά.
Είναι η ευκολία της και η δυσκολία της. Είναι must να ανέβεις 300 σκαλοπάτια για να βρεθείς στο ιστορικό Ζάλογγο ή στο Παλαμήδι. Αλλά, όταν ανεβοκατεβαίνεις προς και από την καλύτερη παραλία των Επτανήσων με τα μπανιερά στην πλάτη, τα καρεκλάκια και την ομπρέλα επ’ ώμου, ε πιο πιθανό είναι να συναντήσεις τη δισκοπάθεια παρά τον επίγειο παράδεισο.
Είναι οι άνθρωποι που την επιλέγουν. Είναι αυτή η αύρα που δημιουργούν οι επισκέπτες της και που σε κάνει να χαλαρώνεις ή σε τσιτώνει επικίνδυνα. Που σε κάνει να αφήνεσαι ή να αμύνεσαι. Είναι η σχέση τους με το περιβάλλον. Είναι εκείνοι που δεν θέλουν να ξέρουν τις «γόπες» ούτε ως είδος ψαριού και οι άλλοι που τις θάβουν στην άμμο.
Είναι το πώς βαθαίνει. Εκνευριστικά αργά (περπατάς, περπατάς, περπατάς…) ή απότομα, όπου με δυο βήματα βρίσκεσαι πάνω από το χείλος της αβύσσου; Και ποιο είναι το ιδανικό βάθος σε μια παραλία; Η απάντηση είναι διαφορετική αν έχεις παιδιά. Για μένα, είναι τα 2 με 2μιση μέτρα σταθερά, για αρκετές δεκάδες μέτρα, κάτι που σου δίνει την αίσθηση ότι κολυμπάς σε φυσική πισίνα.
Μια παραλία είναι και πολλά ακόμη. Η πολυκοσμία ή η ερημιά της. Τα beach bars και οι τιμές που χρεώνουν. Η μουσική που παίζουν και η έντασή της. Το πόσο εύκολα ή δύσκολα μπορείς να βρεις πάρκινγκ, το πόσο ευρύχωρη ή στενή είναι. Αν έχει δέντρα και φυσική σκίαση ή αν είναι εντελώς φαλακρή. Είναι το χρώμα των νερών αλλά και η διαύγειά τους. Είναι το background της, οι γεωλογικοί σχηματισμοί και τα γύρω – γύρω από αυτήν: το γραφικό ταβερνάκι ή το ξωκλήσι στην άκρη της που θα ξαποστάσεις. Φυσικά, η καθαρότητα και η καθαριότητά της. Ασφαλώς, η αυθεντικότητά της και η Ιστορία της. Είναι όμως και ο βυθός της και τα ψάρια που θα σε συντροφεύσουν στις καταδύσεις σου. Είναι η ενέργεια του σημείου. Το πώς δύει ή ανατέλλει ο ήλιος στον ορίζοντά της.
Όλα αυτά είναι κρίσιμα αλλά και απαραίτητα στοιχεία για να αποκαλέσουμε μια παραλία ως «καλύτερη» ή «κορυφαία». Και τότε, οι παραλίες που είναι «πρώτες», ίσως υποχωρήσουν λίγο.
Γιατί, καλές οι φωτογραφίες που κόβουν την ανάσα, αλλά μια παραλία δεν είναι μονάχα η εικόνα της. Ούτε τα likes της ούτε τα βίντεο άνωθεν χάρις στα drones. Ούτε τα φωτοσοπορίσματα και τα φίλτρα. Είναι και ο εσωτερικός της κόσμος. Κάθε παραλία έχει συγκεκριμένη ταυτότητα, έχει χαρακτήρα ·αφήνει μια ιδιαίτερη αίσθηση σε εκείνους που την επισκέπτονται. Μερικές φορές αρνητική, όπως αυτή που περιγράφει ένας χρήστης του trip advisor για μία από τις παραλίες – τοτέμ του Ιονίου: «Εκατοντάδες εκδρομείς να συνωστίζονται σε λίγα τετραγωνικά και για ελάχιστο επιτρεπόμενο χρόνο. Καπετάνιοι να κορνάρουν και να φωνάζουν ώστε να βρούνε λίγα μέτρα να δέσουν. Ελάχιστος χώρος για κολύμπι καθώς αυτό γίνεται απαγορευτικό σε απόσταση άνω των πέντε μέτρων από την ακτή (το βάθος, τα καραβάκια, και ο αναπόφευκτος κυματισμός που προκαλούν δημιουργούν συνθήκες μη ασφαλείς). Βάλτε στην εξίσωση και την οσμή των καυσίμων συν τις αναπόφευκτες βρωμιές των μηχανών και αναλογιστείτε τι έζησα». Άλλες φορές, βέβαια, αναπάντεχα θετική, για παραλίες που δεν βρίσκονται σε περίοπτες θέσεις στις σχετικές λίστες ή παραμένουν εν πολλοίς άγνωστες στο ευρύ κοινό. Και που δεν τις συζητάμε και πολύ ή όταν το κάνουμε (καθώς ουδέν κρυπτόν από τον ελληνικό ήλιο), περνούν κάπως απαρατήρητες…