Μια ιστορία που δείχνει επίσης πόσο ευρηματικά μπορούσε να κινηθεί ένας δημιουργός όπως ο Σαββόπουλος μέσα σε εποχές όπου η πολιτική έκφραση ήταν περιορισμένη και πώς ένα τραγούδι μπορεί να αποκτά πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ο εκλιπών πια Διονύσης Σαββόπουλος (1944 – 2025), που ήδη είχε αναδυθεί ως μια ανήσυχη και ελεύθερη φωνή του ελληνικού τραγουδιού, γράφει ένα κομμάτι που έμελλε να μείνει στην ιστορία για δύο λόγους: για την ποιητική του δύναμη, αλλά και για το μυστικό που κρύβει πίσω από τον τίτλο του και τους διφορούμενους στίχους του. Η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη», που κυκλοφόρησε το 1969 στο άλμπουμ Το Περιβόλι του Τρελού, δεν γράφτηκε στην πραγματικότητα για τον ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης αλλά για έναν άλλον επαναστάτη, πολύ πιο πρόσφατο: τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα.
Η έμπνευση ήρθε το 1968, όταν ο Σαββόπουλος βρισκόταν στο Παρίσι, μέσα στην ατμόσφαιρα των φοιτητικών εξεγέρσεων, ζώντας ως εξεγερμένος άνθρωπος και καλλιτέχνης. Μια αφίσα του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, με το γνώριμο βλέμμα και το πούρο, στάθηκε η αφορμή για να γεννηθεί ένα τραγούδι αφιερωμένο στο πάθος, στην ελευθερία και στην αντίσταση απέναντι στην εξουσία. Όταν όμως επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου τότε κυριαρχούσε το καθεστώς της Χούντας, έγινε σαφές ότι ένα τραγούδι με αναφορά στον Τσε δεν θα περνούσε ποτέ από τη λογοκρισία.
Η οθόνη βουλιάζει σαλεύει το πλήθος
εικόνες ξεχύνονται με μιας
πού πας παλικάρι ωραίο σαν μύθος
κι ολόισια στο θάνατο κολυμπάς
Και όλες οι αντένες μιας γης χτυπημένης
μεγάφωνα και ασύρματοι από παντού
γλυκά σε νανουρίζουν κι εσύ ανεβαίνεις
ψηλά στους βασιλιάδες τ’ ουρανού
Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ
Πού πας παλικάρι πομπές ξεκινούνε
κι οι σκλάβες σου ουρλιάζουν στο βωμό
ουρλιάζουν τα πλήθη καμπάνες ηχούνε
κι ο ύμνος σου τραντάζει το ναό
Ποιος στ’ αλήθεια είμαι εγώ και πού πάω
με χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
οι προβολείς με στραβώνουν και πάω
και γονατίζω και το αίμα σου φιλώ
Έτσι, με την οξυδέρκεια και το χιούμορ που τον χαρακτήριζαν, ο Σαββόπουλος αποφάσισε να «βαφτίσει» αλλιώς το τραγούδι του: «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη». Ο τίτλος λειτούργησε σαν ασπίδα, αφού η αναφορά σε έναν ήρωα της Επανάστασης του ’21 δύσκολα θα προκαλούσε αντιδράσεις στο «εθνοσωτήριο καθεστώς» της 21ης Απριλίου. Ο ίδιος είχε πει αργότερα πως πίστευε ότι ο Καραϊσκάκης δεν θα ενοχλείτο καθόλου να «δανείσει» το όνομά του για να προστατευτεί ένα τραγούδι εμπνευσμένο από έναν τέτοιο επαναστάτη.
Οι στίχοι -χωρίς να αναφέρουν πουθενά ούτε τον έναν ούτε τον άλλον- απέκτησαν έτσι μια διπλή ανάγνωση: για άλλους μιλούσαν για τον ηρωισμό του Καραϊσκάκη, και για άλλους για το ανυπότακτο πνεύμα του Γκεβάρα. Η ποίηση έγινε γέφυρα ανάμεσα σε δύο εποχές και δύο επαναστάσεις, ενώ η μουσική λειτουργούσε ως πράξη αντίστασης που κατάφερνε να «ξεγλιστρήσει» από τη λογοκρισία.
Έκτοτε, η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη» παραμένει ένα από τα πιο εμβληματικά τραγούδια του Σαββόπουλου, ένα κομμάτι που αποδεικνύει πως η τέχνη βρίσκει πάντα τον τρόπο να μιλά, ακόμη κι όταν δεν της το επιτρέπουν.
Δείτε ένα σπάνιο βίντεο, από το μακρινό 1986, όπου προφανώς ο μεγάλος τραγουδοποιός τρολάρει, επιλέγοντας ως σκηνικό του γυρίσματος την Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου.