Ο επιφανέστερος εκπρόσωπος του σκανδιναβικού νουάρ και μία από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές της σύγχρονης κουλτούρας Ο Τζο Νέσμπο στο Βασίλειο του εγκλήματος με τις αιματοβαμμένες, ψυχαναλυτικές και κοινωνιολογικών ιστορίες του, ως παιδί δεν έλεγε ποτέ πώς θέλει να γίνει συγγραφέας όταν μεγαλώσει.
Ηεπιτυχία του είναι και μια ένδειξη ότι η αναρρίχηση και η κατάβαση, η άνοδος και η πτώση, η επιτυχία από την αποτυχία, μπορεί να μην απέχουν παρά ελάχιστα μεταξύ τους. Πριν γίνει ο συγγραφέας των πλέον των 20 μυθιστορημάτων με άνω των 50 εκατομμυρίων πωλήσεων, αμφιταλαντεύθηκε πολλές φορές για το ποιον δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει στη ζωή. Μεγάλωσε στο Μόλντε, στη δυτική Νορβηγία. Στο σχολείο έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε σε ένα ποπ-ροκ συγκρότημα, αλλά τον περισσότερο καιρό έπαιζε ποδόσφαιρο. Παρότι οι γονείς του αγαπούσαν τα βιβλία, αυτός μικρή σχέση έχει με οποιοδήποτε σχολικό ανάγνωσμα. Στα 17 του έπαιζε στο εφηβικό της Μόλντε και πίστευε πως στο μέλλον θα αγωνιζόταν επαγγελματικά, αλλά όλα αυτά ανατράπηκαν όταν τραυματίστηκε διαλύοντας τους χιαστούς του στο γόνατο. Το σχολείο τελείωνε και με τους βαθμούς που είχε δεν διέθετε και πολλές επιλογές. Αποφάσισε, λοιπόν, να καταταγεί στο στρατό, ο οποίος κατά μία έννοια τον διαμόρφωσε, διότι εκεί στρώθηκε στο διάβασμα. Ο στρατός της σωτηρίας (του)«Επειδή στο στρατό άλλαξα τρόπο σκέψης, κατάφερα τελικά να πάρω το απολυτήριο του λυκείου με εξαιρετικούς βαθμούς που μου εξασφάλιζαν την εισαγωγή σε οποιαδήποτε πανεπιστημιακή σχολή επέλεγα. Γράφτηκα στη Σχολή Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Μπέργκεν. Με την ολοκλήρωση των σπουδών μου μετακόμισα στο Όσλο και άρχισα να δουλεύω σε χρηματιστηριακή» θυμάται ο Jo Nesbo. Το εν λόγω success story δεν τον έπεισε τελικώς. «Σε έναν χρόνο είχα καεί, μισούσα τη δουλειά μου. Αποφάσισα να κάνω διάλειμμα και ζήτησα μια εξάμηνη άδεια από όλους και από όλα. Πήρα το αεροπλάνο για Αυστραλία, όσο πιο μακριά μπορούσα δηλαδή. Το μόνο που είχα στις αποσκευές μου ήταν ένα λάπτοπ. Αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα για τα μόνα πράγματα που αξίζει να γράψει κάποιος, για τον έρωτα και τον φόνο. Εκείνες ήταν οι καλύτερες εβδομάδες της ζωής μου».
Κάπως έτσι ξεκινάει μια συναρπαστική διαδρομή όπου το αίμα, δεν είναι παρά ο ψυχαναλυτικός και κοινωνιολογικός καμβάς των «ιδανικών» -όπως συνηθίζουμε να λέμε στη Μεσόγειο- Σκανδιναβικών κοινωνιών. Μέσα από τα έργα του αναδύεται η σκοτεινή τους πλευρά, αλλά και μια υποδόρια κριτική απέναντι σε κάποια φαινόμενα που δεν συνάδουν με την αποστειρωμένη εικόνα που έχουν πολλοί στο μυαλό τους και που γνωρίζει προσωπικά. Μην ξεχνάμε, η Νορβηγία επισήμως τάχθηκε στο πλευρό των Ναζί, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ ένα μικρός αριθμός Νορβηγών εντάχθηκε στην αντίσταση. Μην ξεχνάμε επίσης ότι φασιστικά φαινόμενα, κατάθλιψη και αυτοκτονίες δεν είναι άγνωστα φαινόμενα σε αυτές τις, κατά άλλα, ανώτερες κοινωνίες. Η πένα του Nesbo τέμνει πολλά περισσότερα από το παρελθόν και δείχνει ότι οι αντιφάσεις και οι αμφιταλαντεύσεις είναι η κατεξοχήν συνθήκη του πιο επίκαιρου παρόντος, αλλά και ότι τίποτα δεν μπορεί να είναι όπως δείχνει. Πάρτε παράδειγμα τον Χάρι Χόλε, τον κεντρικό (αντι)ήρωα των περισσότερων μυθιστορημάτων του, που όσο περνάει ο καιρός μοιάζει περισσότερο με τους εγκληματίες που κυνηγά παρά με τους συναδέλφους του στην αστυνομία.
Στα βιβλία του αγαπάει να γράφει για κλειστούς οργανισμούς και κοινωνικούς φορείς όπως είναι η Αστυνομία λ.χ. για μικρές κοινωνίες μέσα στη μεγάλη δημόσια σφαίρα. Στο νέο του βιβλίο, το «Βασίλειο» των 700 σχεδόν μεγάλων σελίδων (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) αποφασίζει να μπει στα άδυτα της οικογένειας και να ανατέμνει τους δεσμούς αίματος που και στη Σκανδιναβία έχουν ακόμη ισχυρό συναισθηματικό πρόσημο. Χωρίς τον Χάρι Χόλε, αλλά με όλα αυτά που τον έκαναν διάσημο. Και μιας και μιλάμε για «Βασίλειο» και βασιλιάδες του νουάρ, ο πολύς James Ellroy –ο για πολλούς κορυφαίος του είδους- είχε δηλώσει πριν από μια δεκαετία για τον Νορβηγό -που ταξιδεύει κάθε χρόνο στην Κάλυμνο για το αγαπημένο του χόμπι, την αναρρίχηση στα βράχια της-, ότι αυτός είναι ο αμέσως επόμενος στην ιεραρχία, «που με καταδιώκει ανελέητα σαν λυσσασμένο πιτ μπουλ, αποφασισμένος να μου πάρει τα σκήπτρα, αφού πεθάνω βέβαια».