Ο αγαπημένος ερμηνευτής μιλάει στο Zeitgeist για την άγνωστη ζωή του, σχολιάζει όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μας και συγκινεί με την αμεσότητά του.
Στη δισκογραφία μπήκε το 1996 με το «Αθώος ένοχος». Λίγο νωρίτερα είχε βγει ως promo single η Αλεξάνδρεια, με μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και στίχους του Άρη Δαβαράκη. Το μεγάλο μπαμ όμως γίνεται το 1997, όταν η Ευανθία Ρεμπούτσικα και η Ελένη Ζιώγα υπογράφουν τη δημιουργία ενός τραγουδιού που καταφέρνει να μετατρέψει μια καθημερινή συνήθεια σε κάτι συναισθηματικό, μέσω της οποίας κάποιος εξομολογείται έναν έρωτα. Το «Τσιγάρο», από το άλμπουμ «Μόνο ένα φιλί», παίζει ασταμάτητα στα ραδιόφωνα, ενώ από τότε η συγκεκριμένη συνήθεια απέκτησε άλλη μία κρυφή απενοχοποίηση στη συνείδηση εκείνων που δεν κατάφεραν να απαλλαγούν ποτέ από αυτή. Στο πέρασμα του χρόνου, φρόντιζε να έχει πάντα σταθερή παρουσία με εξαιρετικές συνεργασίες και κομμάτια που μένουν στην ψυχή εκτός από το αυτί, κινούμενος σε διάφορα μουσικά είδη. Πρόσφατα, τάραξε ξανά τα νερά με το κομμάτι «Κοίτα γύρω», καταγράφοντας με μια αφοπλιστική απλότητα όσα συμβαίνουν και μας προβληματίζουν, ιδιαίτερα στην τελευταία δύσκολη δεκαετία.Που γεννήθηκες και που μεγάλωσες;
Γεννήθηκα στη Δροσοπούλου, στην Κυψέλη, αλλά δεν είχαμε ποτέ δικό μας σπίτι, κι έτσι μεγάλωσα σε πολλές περιοχές. Μετακομίσαμε στους Αμπελοκήπους όπου πέρασα τα πρώτα μου παιδικά χρόνια μέχρι την Δ’ δημοτικού, όταν ανεβήκαμε στο Μαρούσι επειδή έπαθα μια πνευμονία και ο γιατρός συνέστησε τα βόρεια προάστια για να έχω καθαρό αέρα. Ε, μεγαλώνοντας μετακόμισα ξανά σε Κυψέλη και Αμπελοκήπους. Πάντως, τα χρόνια που θυμάμαι πιο έντονα είναι εκείνα στο Μαρούσι. Εκεί μεγάλωσα, ενηλικιώθηκα, πήγα φαντάρος.
Δηλώνεις δηλαδή Μαρουσιώτης;
Ναι! Στα 51 μου συνεχίζω να κάνω παρέα με τους συμμαθητές μου από το 2ο λύκειο Αμαρουσίου. Είμαστε μια δεμένη παρέα. Βγαίνουμε, έρχονται να με δουν όταν τραγουδάω, έχουμε ένα πολύ δυνατό δέσιμο, κάτι που ακούω σπάνια για άλλα σχολεία ή άλλες τάξεις.
Και από εκεί και πέρα;
Από το 2000 μένω στη Ραφήνα. Την ημέρα της μεγάλης φωτιάς του 2018 βρισκόμουν στα Φάρσαλα για συναυλία, αφού πρώτα είχα αφήσει την οικογένειά μου στην Κατερίνη. Παρακολουθούσα τις ειδήσεις από το κινητό. Την επομένη επέστρεψα και έτρεξα στις αρχές γιατί ζητούσαν εθελοντές που γνώριζαν την περιοχή, για να βοηθήσουν τους ανθρώπους που κατέγραφαν τις ζημιές. Αυτό που έζησα ήταν συγκλονιστικό. Είχαν λιώσει τα πάντα. Γι’ αυτό, παρόλο που ο δήμος προμήθευε με χάρτες τους ανθρώπους, δεν μπορούσαν να βρουν το δρόμο. Δεν υπήρχε καν άσφαλτος! Είχαν γίνει ένα με τα αυτοκίνητα! Είναι μια πολύ πικρή ιστορία, ενώ η όλη αντιμετώπιση από την πολιτική ηγεσία εκείνης της εποχής ήταν τραγική!
Η σχέση με τον πατέρα σου πώς ήταν;
Ο πατέρας μου ήταν ναυτικός. Ήταν ασυρματιστής, σαν τον Καββαδία. Είχαν αλλάξει και βάρδιες μεταξύ τους! Μάλιστα, ο Καββαδίας είχε τη συνήθεια, όταν άλλαζε βάρδια με άλλον ναυτικό, να του αφήνει κι ένα στιχάκι. Είχε αφήσει κι ένα του πατέρα μου. Όταν συνέβη αυτό ο Καββαδίας δεν ήταν αναγνωρισμένος. Ήταν ένας απλός ναυτικός που έγραφε ένα στιχάκι στους φίλους του. Άρα, δεν του έδιναν πολύ σημασία.
Άρα σου έλειπε ο πατέρας σου…
Δεν βίωσα τη σχέση «μπαμπάς – γιος», με εξαίρεση 2 – 3 χρόνια, όταν ήμουν 40 χρόνων, μέχρι που πέθανε. Για αυτό προσπαθώ να προσφέρω στα παιδιά μου αυτά που έλειψαν από μένα.
Πώς και δεν μπάρκαρες και εσύ;
Με τη θάλασσα δεν έχω πολύ καλή σχέση. Ο πατέρας μου, λόγω της μακρόχρονης εργασίας του στα πλοία του Ωνάση, είχε τη δυνατότητα να μου εξασφαλίσει πρόσβαση σε ναυτικές σχολές με υποτροφία. Μάλιστα, μπήκα για μία μέρα σε μια τέτοια σχολή, και την επόμενη πήδηξα τη μάνδρα και την κοπάνησα.
Τι άλλο θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια;
Ότι εργαζόμουν από 12 ετών. Ο πατέρας μου αποφάσισε, για εκπαιδευτικούς καθαρά λόγους, να με στέλνει σε διάφορους γνωστούς και φίλους για να δουλεύω τα καλοκαίρια, για μικρά διαστήματα, χωρίς να χάνω τις διακοπές μου. Δούλεψα σε συνεργείο αυτοκινήτων, σε οικοδομές, σε μαγαζί με ηλεκτρονικά είδη, τοποθετούσα κεραίες στα σπίτια. Μάλιστα, στο κομμάτι των ηλεκτρονικών, επειδή και ο πατέρας μου ήταν ηλεκτρονικός και καταπιανόταν με όλα αυτά όταν βρισκόταν στο σπίτι, με έβαζε να ασχολούμαι κι εγώ, με αποτέλεσμα να έχω μια τεράστια έφεση προς το αντικείμενο. Γενικά, έκανα πάρα πολλές δουλειές, μέχρι που ξεκίνησα να τραγουδάω. Μάλιστα, στο αρχικό διάστημα, κάπου στο ‘90, τα πρωινά δούλευα σε εταιρεία με έπιπλα. Από όλες τις δουλειές που έχω κάνει μου έχουν μείνει πράγματα. Στο σπίτι ασχολούμαι με τα πάντα! Από ηλεκτρολογικά και υδραυλικά μέχρι πλακάκια και ό,τι βάλει το μυαλό σου.
Το τραγούδι πώς μπήκε στη ζωή σου;
Υπήρχε πάντα. Συμμετείχα στις χορωδίες του σχολείου, ενώ αργότερα ήμουν στο πνευματικό κέντρο του δήμου Αμαρουσίου, στη χορωδία της σπουδαίας Τερψιχόρης Παπαστεφάνου. Έγραφα μουσική για παιδικό θέατρο, αλλά και ενηλίκων. Μάλιστα, σε μία παράσταση, στην «Αυλή των θαυμάτων», εκτός από το να γράψω τη μουσική, είχα θεατρικό ρόλο, ενώ από πίσω έπαιζα σόλο μπαγλαμά για να δημιουργώ ατμόσφαιρα. Το 1990 ξεκινάω να τραγουδάω επαγγελματικά στο Περιβόλι του Ουρανού. Εκεί με πήγε ο σολίστας του μπουζουκιού Χρήστος Κωνσταντίνου. Εκείνο το διάστημα, στο Περιβόλι έψαχναν έναν πιτσιρικά να παίζει με την κιθαρούλα του και να τραγουδάει, πριν ξεκινήσει το κυρίως πρόγραμμα. Πέρασα οντισιόν, με άκουσαν οι άνθρωποι, πάντα με την υποστήριξη του Χρήστου, και με πήραν. Μάλιστα, δεν με άφησαν μόνο στο πρώτο πρόγραμμα, αλλά με έβαλαν και στο κανονικό να τραγουδάω λαϊκά και να παίζω μπαγλαμά. Τότε τραγουδούσε ο Δημήτρης Κοντογιάννης, ένας από τους πιο σπουδαίους λαϊκούς τραγουδιστές και πολύ αυστηρός, με την καλή έννοια. Δηλαδή μου έκανε σημαντικές παρατηρήσεις που συνεχώς με βελτίωναν.
Αν θα έπρεπε να σε κατατάξει κάποιος σε ένα μουσικό είδος, ποιο θα ήταν αυτό;
Δεν έχω μια συγκεκριμένη ταυτότητα ως προς τα είδη που τραγουδάω. Δεν μπορείς να πεις ότι ο Κότσιρας τραγουδάει έντεχνο, λαϊκό, ποπ ή ροκ. Έχω πει από όλα αυτά τα είδη. Νοιώθω ότι έχω μέσα μου τη ροκ, την ψυχεδελική, την πανκ, την ντίσκο της εποχής μου, το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Όλα αυτά έγιναν ένα μείγμα και με βοήθησαν να αναπτύξω και την προσωπικότητά μου και την καλλιτεχνική μου υπόσταση. Πάντως, υπάρχουν άνθρωποι που με κατηγοριοποιούν κρατώντας πάντα συγκεκριμένα τραγούδια μου που τους αρέσουν. Νομίζω ότι, γενικώς, ο κόσμος κατηγοριοποιεί τους τραγουδιστές, με βάση αυτά που ο ίδιος προτιμάει.
Άρα ούτε τον χαρακτηρισμό «έντεχνος» αποδέχεσαι;
Δεν ανήκω στο βαρύ τραγούδι που πρέπει να το ακούς τρεις μέρες και να σκέφτεσαι για να το καταλάβεις. Δεν είμαι κουλτουριάρης. Αγαπώ την κουλτούρα και τους κουλτουριάρηδες, θέλω να τους κάνω παρέα γιατί μαθαίνω πράγματα από εκείνους, αλλά δεν έχω καταφέρει να είμαι έτσι. Είμαι λίγο πιο αλέγρος και αγαπώ τα πιο απλά πράγματα.
Πώς νιώθεις για το χρόνο που περνάει και ειδικά για τους φίλους που φεύγουν;
Με φοβίζει όλο αυτό. Βλέποντας ανθρώπους να φεύγουν νέοι, νοιώθεις μοναξιά. Ας πούμε, με τον Λαυρέντη είχαμε γίνει αδέλφια. Μοιραζόμασταν τα πάντα. Γνωριστήκαμε το 1999, στο μεγάλο κοντσέρτο των Τερμιτών στο Σ.Ε.Φ. Από τότε, ξανασυναντηθήκαμε το 2003, μαζί με το Θάνο Μικρούτσικο, να τραγουδάμε τον «Σταυρό του Νότου», όταν και ξεκίνησε η παρέα μας.
Ο Μήτσος ο Μητροπάνος ήταν ο κολλητός μας. Μιλούσαμε για μπάλα, ήταν φανατικός Ολυμπιακός και φανατικός ΚΚΕ. Σε όλα αυτά διαφωνούσαμε. Εγώ αγαπώ περισσότερο την ΑΕΚ, χωρίς να ξέρω πολλά από ποδόσφαιρο, ενώ μπορεί να συμφωνώ σε κάποια πράγματα με το ΚΚΕ, αλλά κι εκεί έχω αντιρρήσεις. Ε, γινόταν πανηγύρι με τον Μήτσο. Όλα αυτά σε κάνουν φίλο με τον άλλον.
Ο Θάνος Μικρούτσικος μπήκε στη ζωή μου σαν δεύτερος πατέρας. Είδε το πατρικό έλλειμμα που είχα και έπαιξε οικειοθελώς τον ρόλο του πατέρα γιατί κατάλαβε ότι το είχα ανάγκη. Ο Θάνος είχε μια πολύπλευρη επιρροή στη ζωή μας. Ήταν σπουδαίος δημιουργός, ήταν σπουδαίος αναλυτής. Ήταν καθοδηγητής πολλές φορές. Έβλεπε μια άλλη πλευρά των πολιτικών ή των κοινωνικών καταστάσεων. Είχε μια εκπληκτική σχέση με τη νεολαία και ήταν πολύ γενναιόδωρος. Επίσης, συνέχεια μας έδινε ερεθίσματα να ασχοληθούμε λίγο παραπάνω με την πολιτική! Ήταν τέτοια η προσωπικότητά του. Μάλιστα, όταν το 2010-11 έκανα μια υπέρβαση και βγήκα λίγο πιο μπροστά πολιτικά, κάτι που μετάνιωσα αργότερα, ο Θάνος μού εξήγησε ότι έπρεπε να πάρω τη θέση μου, αλλά όχι με αυτόν τον τρόπο που το έκανα. Με βοήθησε να καταλάβω ότι στην πολιτική, δεν είναι τα πράγματα άσπρο -μαύρο.
Τα κόμματα εκμεταλλεύονται τους καλλιτέχνες ή το ανάποδο;
Τα κόμματα εκμεταλλεύονται τους καλλιτέχνες γιατί η μουσική είναι κάτι που αγκαλιάζει τα πάντα, και ταυτοχρόνως εκμεταλλεύονται τη φιλοδοξία των καλλιτεχνών. Οι καλλιτέχνες έχουμε έναν ναρκισσισμό και μια ματαιοδοξία που μας κάνει να αισθανόμαστε ωραία με το να μας επιλέγει μια κομματική παράταξη, ότι δήθεν ψηλώνουμε. Δεν ισχύει. Κάθε κυβέρνηση, προεκλογικά τρέχει να πάρει δίπλα της τους καλλιτέχνες. Προεκλογικά, έρχονταν όλοι στο θέατρο όπου παίζαμε στην «Όμορφη πόλη» για να φωτογραφηθούμε αγκαλιά. Μόλις συνέβη αυτό με τον κορωνοϊό και τα lockdown, ξέχασαν την ύπαρξή μας. Πέρασαν μήνες για να θυμηθούν τους καλλιτέχνες, ενώ μετά έβρισκαν δικαιολογίες για να μη δοθούν οι αποζημιώσεις.
Το «Σπίτι με το Mega» και με τη Γιώτα Νέγκα πώς προέκυψε;
Με τη Γιώτα είμαστε φίλοι. Υπάρχει αλληλοθαυμασμός και μεγάλη αγάπη. Συναντηθήκαμε στην εκπομπή της Ελένης Βιτάλη και την ίδια στιγμή μάς έγινε η πρόταση να βγούμε σε μια εκπομπή μαζί. Δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη γιατί το περιβάλλον λειτουργίας αυτής της εκπομπής είναι ξεκάθαρα μουσικό. Δεν υπάρχει παρέμβαση στο ρεπερτόριο, τα γυρίσματα είναι εξαιρετικά. Κάναμε μια εκπομπή όπως τη θέλαμε. Επίσης, πληρώνουν τους μουσικούς μας κανονικά. Οι τηλεοπτικές εκπομπές είναι κάτι διαφορετικό από το διαδικτυακό streaming. Ειδικά όταν γίνονται με τις προϋποθέσεις υψηλού επιπέδου, όπως το «Σπίτι με το Mega», τα πράγματα είναι εξαιρετικά. Το διαδικτυακό είναι πολύ μοναχικό πράγμα. Όλοι μας όμως θα το έχουμε ως αποκούμπι, σε τέτοιες έκτακτες περιπτώσεις. Δεν νομίζω ότι θα ξεμπερδέψουμε με τον κορωνοϊό. Όπως ήρθε ο Covid 19, μπορεί να έρθει και ο Covid 20. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι έτσι. Θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Πάντως, θεωρώ ότι το διαδίκτυο δεν θα αντικαταστήσει ποτέ την πραγματικότητα και η εμπειρία του να τραγουδάμε όλοι μαζί σε μια συναυλία δεν μπορεί να αντικατασταθεί από το streaming.
«Κοίτα γύρω», κοινωνικό τραγούδι μετά από καιρό και τεράστια επιτυχία. Πώς την εξηγείς;
Θίγει κοινωνικά ζητήματα που δεν μπορείς να πολιτικοποιήσεις. Αυτό που έζησα από την ώρα που βγήκε στον αέρα, δεν το έχω ζήσει με κανένα άλλο τραγούδι. Καθημερινά, από όλο τον πλανήτη, παίρνω μηνύματα ότι «πρέπει να αλλάξουμε τον κόσμο», «ευχαριστούμε που αναφέρεσαι σε αυτά που ζούμε» κ.λπ. Αυτή τη στιγμή, έχω στο inbox μου γύρω στα 4000 τέτοια μηνύματα. Δεν μου έχει ξανατύχει. Σήμερα έλαβα μήνυμα από ένα Δημοτικό σχολείο, όπου τα παιδιά επέλεξαν αυτό το τραγούδι για να το αναλύσουν. Και σκέψου ότι είναι ένα τραγούδι χωρίς ίχνος επιθετικότητας, απλά καταγράφει τι συμβαίνει και προτείνει τη λύση του «όλοι μαζί». Κατά καιρούς, αυτό που λέω είναι ότι το δύσκολο δεν είναι να αλλάξουμε τον κόσμο. Το δύσκολο είναι να το κάνουμε «όλοι μαζί»!