Ονειρευόμαστε αυτό που έχουμε ανάγκη ή αυτό που έχουμε ζήσει; Και που σταματάει, αλήθεια, το όνειρο;
Σάββατο βράδυ, κατά τις 8, χτυπάει τηλέφωνο. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούγεται η φωνή της. «Είσαι κάπου έξω;». «Όχι, βαρέθηκα να βγω. Έμεινα σπίτι». «Οκ, βάλε μια αλλαξιά σε μια τσάντα. Περνάω να σε πάρω». «Για πού;». «Δεν ξέρω. Όλο και κάπου θα μας βγάλει». Μόλις είχε ολοκληρώσει την υποχρέωσή της να παρευρεθεί στον γάμο της ξαδέλφης της. Άφησε τους γονείς της να πάνε στη δεξίωση, κι αφού ευχήθηκε στους νεόνυμφους, έφυγε γρήγορα τηλεφωνώντας του. Εκείνος, αμέσως μετά το τηλεφώνημα, έβαλε μια αλλαξιά σε μια τσάντα, ενώ σε ένα πλαστικό πιάτο έβαλε δύο κομμάτια από το γλυκό που ετοίμασε το ίδιο απόγευμα, μαζί με ένα κερί γενεθλίων. Με μια κίνηση του χεριού έλεγξε εξωτερικά την τσέπη του παντελονιού του, για να βεβαιωθεί ότι δεν ξέχασε το δώρο της, ένα λευκόχρυσο δαχτυλιδάκι με μικρές πέτρες ζιργκόν. Την επόμενη μέρα ήταν τα γενέθλιά της και θα της το έδινε την ώρα του πρωινού.
Σχεδόν, σε ένα τέταρτο βρισκόταν έξω από το σπίτι του κορνάροντας. «Κάτσε δίπλα» της είπε, «θα οδηγήσω εγώ». Ήξερε ότι εκείνη βαριόταν την οδήγηση και δεν έχανε ευκαιρία να παίρνει εκείνος το τιμόνι. Εκείνη δέχτηκε με χαρά. Ανασηκώθηκε στο κάθισμα και με μια κίνηση βρέθηκε στη θέση του συνοδηγού. Αμέσως έβγαλε τα παπούτσια και άπλωσε τα γεμάτα θηλυκότητα πόδια της στο ταμπλό του αυτοκινήτου, ανάβοντας τσιγάρο και κοιτάζοντάς τον.
Έβαλε μπρος, κι αφού της ανταπέδωσε τη ματιά, πάτησε γκάζι και ξεκίνησαν. Πήραν την Εθνική Οδό προς Λαμία, έχοντας αφεθεί ολοκληρωτικά στην αίσθηση ελευθερίας που τους έδινε η διαδρομή, μέσα στο σούρουπο. Ο ουρανός έπαιρνε ροδαλά χρώματα, και παρόλο που εκείνος αγαπούσε περισσότερο την ανατολή του ήλιου, δεν έχανε ευκαιρία να χαζεύει την ομορφιά στα διάφορα σημεία του ορίζοντα. Λίγο μετά τον Σείριο, στο αριστερό τους χέρι, συνάντησαν τις εγκαταστάσεις ενός εργοστασίου ζυμαρικών, οι οποίες έμοιαζαν σαν δύο μεγάλα καζάνια, σαν δυο μεγάλοι μύλοι. «Όταν ήμουν μικρή, νόμιζα ότι αυτά τα δύο ήταν γεμάτα με μακαρόνια» του είπε τη στιγμή που περνούσαν από αυτό το σημείο, και γέλασαν. Η ώρα κόντευε 9 το βράδυ όταν έμπαιναν στη Χαλκίδα. Το αποφάσισαν, θα έμεναν εκεί για το Σαββατοκύριακο. Όμως, μια σειρά από ιατρικά συνέδρια που γίνονταν στην περιοχή, δεν τους επέτρεψε να βρουν δωμάτιο για διανυκτέρευση. Γύρισαν όλα τα ξενοδοχεία της πόλης, ακόμα κι αυτά της ημιδιαμονής, αλλά τίποτα. Η ώρα περνούσε. Κόντευαν μεσάνυχτα, και ήταν ακόμα στον δρόμο. Όμως, δεν απογοητεύτηκαν. Αντιθέτως, μπήκαν στο αμάξι, και χωρίς άλλη σκέψη κατευθύνθηκαν προς την Ερέτρια, όπου υπολόγιζαν ότι όλο και κάποιο κατάλυμα θα βρισκόταν.
Η έλευση της νέας ημέρας τούς βρήκε λίγο μετά τη Χαλκίδα. Εκείνος, μόλις είδε ότι η ώρα ήταν 12:01, σταμάτησε αμέσως στην άκρη του δρόμου και βγήκε από το αμάξι. «Πού πας;» τον ρώτησε. «Θα δεις» της αποκρίθηκε. Με γρήγορες κινήσεις πήγε στο πίσω κάθισμα και άνοιξε τη τσάντα. Ξετύλιξε το πιάτο με το γλυκό και έβαλε επάνω το μικρό κερί. Το πήγε μπροστά της και άρχισε να λέει το τραγούδι των γενεθλίων. Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει έκπληκτη. «Τι κοιτάς; Σβήσ’ το. ‘Ετσι κάνουν στα γενέθλια», είπε πειράζοντάς την, ενώ την ίδια στιγμή έβγαζε από την τσέπη του το δώρο. Της το έδωσε, αλλά εκείνη πριν καν το ανοίξει, το άφησε στο ταμπλό του αυτοκινήτου και κρεμάστηκε από την αγκαλιά του.
Κόντευε ήδη 1:00 τα ξημερώματα, όταν κατάφεραν να βρουν δωμάτιο και αφού προσπάθησαν να τιθασεύσουν το πάθος του ενός για τον άλλον μέσα σε μια έντονη νύχτα, ξάπλωσαν για λίγες ώρες ύπνου. Ανοίγοντας τα μάτια της στο φως της ημέρας, τον βρήκε πλάι στο παράθυρο να χαζεύει την ανατολή του ήλιου καπνίζοντας. Τη στιγμή που προσπάθησε να του μιλήσει, ένοιωθε κάτι να της εμποδίζει το στόμα, ενώ ένας ενοχλητικός ήχος την αναστάτωσε. Ήταν το ξυπνητήρι που ήρθε να της θυμίσει ότι δεν ήταν Κυριακή, ούτε βρισκόταν σε εκδρομή. Ήταν Τετάρτη και έπρεπε να προλάβει την πρωινή τηλεδιάσκεψη με τους συναδέλφους του εξωτερικού. «Όχι, ρε γαμώτο μου. Όνειρο ήταν;» μονολόγησε. Απογοητεύτηκε, ώσπου η ματιά της έπεσε σε ένα από τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της. Το δαχτυλίδι βρισκόταν εκεί, να της θυμίζει ότι το όνειρο συνεχίζεται.