Στην Ελλάδα ο ένας αποκαλεί τον άλλον «λαμόγιο». Μπορεί και ο ίδιος να είναι «λαμόγιο», ωστόσο. Ένα είναι το σίγουρο. Ότι η λαμογιά είναι ζωντανή, ανελέητη και αξεπέραστη παθογένενεια της ελληνικής κοινωνίας στο πέρασμα των χρόνων.
Κι ας μην γεννήθηκε στην Ελλάδα η έννοια αυτή, αλλά στη Σικελία και μάλιστα, την εποχή του ιταλικού νεορεαλισμού. Τότε άνθισαν τα λαμόγια, όταν στην Ελλάδα οι αντίστοιχοι χαρακτηρισμοί ήταν «μπαταχτσήδες», «απατεώνες», «καιροσκόποι».
Τα ιταλικά λαμόγια θα μπορούσαν να είναι ενταγμένα σε σκηνή στην ταινία «Κλέφτες Ποδηλάτων» του Βιτόριο ντε Σίκα το 1946. Ή, «Η Γη Τρέμει» του Λουκίνο Βισκόντι το 1948. Η Ιταλία βγαίνει λαβωμένη από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την μπότα του Μουσολίνι. Η καθημαγμένη κοινωνία προσπαθεί να ανακάμψει οικονομικά. Ο τζόγος, που είναι αδέρφια δίδυμα με την ιταλική κοινωνία, είναι μια διέξοδος διαφυγής, αλλά και κέρδους.
Στη Σικελία στρώνονταν τα τραπέζια, όχι τσόχινα, αυτά μπήκαν αργότερα στο παιχνίδι. Οι Σισιλιάνοι, καθημερινοί άνθρωποι με σκισμένα παντελόνια και τρύπια παπούσια, ήταν έτοιμοι για το ρίσκο της χαρτοπαιξίας. Κάποιος θα κέρδιζε, κάποιος θα έχανε. Τις μεταμεσονύκτιες ώρες, οι κερδισμένοι ήθελαν να εγκαταλείψουν το παιχνίδι. Οι χαμένοι, να συνεχιστεί για να ρεφάρουν. Και τότε, άρχιζαν οι δικαιολογίες των κερδισμένων. «La Moglie, la moglie». Η γυναίκα μου, δηλαδή. Θα φωνάζει η γυναίκα μου. «Λα μόγλιε, λα μόγλιε», προέκυψε το λαμόγιο. Ότι και καλά, ήταν αξεπέραστο το εμπόδιο. Διότι άπαξ και σε εγκαλούσε η γυναίκα την εποχή εκείνη την εποχή, ο άνδρας είχε τρεις επιλογές. Η πρώτη, να τη δείρει. Αν το έκανε, ωστόσο, κινδύνευε σε δημόσια διαπόμπευση από τον ιερέα. Αν η γυναίκα το «κάρφωνε», ο θύτης δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει στην πόλη, είμαστε στην εποχή του αυστηρού καθολικισμού. Κι έπρεπε να συρθεί σε υποχρεωτική εξομολόγηση. Η δεύτερη, να προσποιηθεί ότι ζητάει συγγνώμη κι ότι έπαιζε χαρτιά για να βελτιώσει την οικονομική κατάσταση της οικογένειας. Η τρίτη επιλογή και η πλέον ανέξοδη, αλλά όχι πειστική, ήταν να πει ψέματα ότι συμμετείχε σε μυστική συνάντηση με μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο ήταν σε καθεστώς ημιπαρανομίας, έστω κι αν ο δικτάτορας Μουσολίνι εκτελέστηκε το 1945. Φασιστικά σταγονίδια υπήρχαν ακόμα, στην Αστυνομία, φυσικά και αλλού.
Και πάλι από την αρχή στον πυρετό του τζόγου και πάλι οι ίδιες δικαιολογίες με την «La moglie». Και τα χρόνια περνούσαν, στη Σικελία όπου το βιοτικό επίπεδο είναι μικρότερο των πολιτών του ιταλικού βορρά, μπορεί να συναντήσει κάποιος ακόμα και σήμερα τους «ήρωες» της σκληρής πραγματικότητας του Ντε Σίκα και του Βισκόντι και του Φελίνι και του Ροσελίνι. Ωστόσο, ως αληγορική έννοια το λαμόγιο, δεν υφίσταται στο ιταλικό λεξιλόγιο ούτε στα λεξικά. Στον σύγχρονο ιταλικό βορρά, δε, πιθανόν να μην γνωρίζουν καν ότι υπήρξε τέτοια εποχή στο νότο. Κατέφτασε, όμως στην Ελλάδα και εξελίχθηκε. Πήρε άλλη διάσταση πέρα από τα χαρτιά, έγινε ολόκληρη επιστήμη σε κάθε κοινωνική έκφανση.
Την εισαγωγή της λέξης λαμόγιο πιθανότατα να έφερε στην Ελλάδα ο Νίκος Τσιφόρος και την ενέταξε στην ελληνική κοινωνία, πάλι με τα χαρτιά και την τράπουλα. Με τον περίφημο «παππά» του παπατζή που έστηνε ένα τραπεζάκι σε κάθε γειτονιά της Αθήνας στην μεταπολεμική Ελλάδα και καλούσε τον κόσμο να ποντάρει. «Εδώ παππάς, εκεί παππάς, που είναι ο παππάς»; Το ελληνικό λαμόγιο, έτρεχε για να ποντάρει, κέρδιζε μετά από συνενόηση με τον παπατζή για να προσελκύσει κόσμο, να τον παρασύρει να παίξει και το κατάφερνε. Έχανε κιόλας μερικές φορές για να κρυφτεί το στημένο. Αυτόν χαρακτήρισε λαμόγιο ο Τσιφόρος. Όταν η Ελλάδα άρχισε να έχει λεφτά στην τσέπη, οι μισοί Έλληνες έβρισκαν πάντα τον «παππά» και θησαύριζαν στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Και μετά άκουσαν κι έναν υπουργό σε μια αποθέωση του πολιτικού αμοραλισμού να λέει στην Βουλή, «μαζί τα φάγαμε»…