Η γιαγιά που πιάστηκε να κλέβει στο σούπερ μάρκετ είναι η σύγχρονη Αντόνια του «Δεν Πληρώνω, Δεν πληρώνω», του εμβληματικού Ντάριο Φο, ένα έργο που παρακολουθήσαμε πρόσφατα.
Στο Δημοτικό θέατρο Καλλιθέας αναβιώνουν οι θρυλικές εποχές της ελληνικής τηλεόρασης με το «Θέατρο της Δευτέρας». Την περασμένη εβδομάδα παίχτηκε η φαρσοκωμωδία του βραβευμένου με Όσκαρ, Ιταλού συγγραφέα Ντάριο Φο, «Δεν Πληρώνω, Δεν πληρώνω», που πρωτανέβηκε στην θεατρική σκηνή το 1974 κι εξακολουθεί να παίζεται σε όλο τον κόσμο. Ένα έργο τόσο επίκαιρο με τις τωρινές καταστάσεις έξαρσης της ανεργίας, της αύξησης των τιμών και των καθηλωμένων μισθών, της εκμετάλλευσης, της κερδοσκοπίας. Παράλληλα, είναι και μία ακύρωση της μεγαλοφυούς ιδέα του Φο, που στην σημερινή εποχή καταντάει ανέφικτη, άρα γραφική. Διότι αυτά που περιγράφει για την Ιταλία του ’70, έχουν έναν ρομαντισμό -ακόμη και η κλοπή τροφίμων από ένα σούπερ μάρκετ. Επί των ημερών μας, η «ηρωίδα» του Ντάριο Φο είναι η κυριούλα από το Ίλιον, που έκλεψε ένα κιλό κοτόπουλο και λίγη φέτα και παραλίγο να καταλήξει στη φυλακή, επειδή την «συνέλαβαν» οι κάμερες και το ηλεκτρονικό σύστημα ανίχνευσης κλοπιμαίων κατά την έξοδο από το σούπερ μάρκετ.
Εν συντομία, το έργο του Ντάριο Φο περιγράφει την ιστορία δυο φτωχικών οικογενειών στο Μιλάνο, που δεν βγάζουν τα προς το ζην. Σε ένα σούπερ μάρκετ οι γυναίκες διαμαρτυρήθηκαν στον υπεύθυνο για τις αυξήσεις των τιμών, αλλά ως συνήθως, δεν βρήκαν άκρη. Έτσι, αποφάσισαν στην αρχή να πληρώσουν όσο νόμιζαν. Μετά, να μην πληρώσουν καθόλου. Έβαλαν τα κλοπιμαία κάτω από τα φουστάνια τους κι εκείνη την ημέρα, η συνοικία του Μιλάνου γέμισε εγκύους, που κυοφορούσαν ρύζι, μανέστρα, γάλα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Όταν έφτασε στο σπίτι η Αντόνια (Μπέσυ Μάλφα), έκρυψε τα κλοπιμαία για να μην τα βρει ο νομοταγής σύζυγός της Τζιοβάνι (Γιώργος Σουξές). Διότι ο Τζιοβάνι, μπορεί να πεινούσε κι αυτός, αλλά ήταν αφοσιωμένος στο Δημοκρατικό Κόμμα. Ιδεολόγος. Κι ας πεινούσε. Τέλειος παραλληλισμός με την Ελλάδα εκείνης της εποχή, όπου μεγάλη μερίδα των Ελλήνων διατυμπάνιζε «η κορόνα του βασιλιά να υπάρχει στην Ελλάδα κι ας ψοφάμε από την πείνα». Αρκεί να υπήρχε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος, που με το δημοψήφισμα του 1974 ο λαός τον ξεφορτώθηκε. Η Αστυνομία κάνει έρευνες στο σπίτι του Τζιοβάνι και της Αντόνια, αυτή καταφεύγει σε διάφορα τεχνάσματα προκειμένου να ξεγελάσει τους αστυνομικούς κ.λπ. κ.λπ.
Ο Ντάριο Φο έφυγε από την ζωή το 2016. Αν έπρεπε να πλαισιώσει το «Δεν Πληρώνω, Δεν Πληρώνω» στην σύγχρονη πραγματικότητα, θα έπρεπε αυτή τη ρομαντική κωμωδία να τη μετατρέψει σε μια στραγγαλιστική για την ανθρώπινη υπόσταση τραγωδία. Η Αντόνια των καιρών μας είναι η 70χρονη γιαγιά από το Ίλιον, η οποία έκλεψε γιατί δεν είχε να φάει. Αν ζητούσε να μιλήσει με τον διευθυντή του σούπερ μάρκετ, δεν θα τον έβλεπε ποτέ, γιατί , ως γνωστόν, οι διευθυντές των επιχειρήσεων ζουν στον δικό τους κόσμο, τον περιχαρακωμένο από κυνισμό, χρήμα και αστυνομία. Η σύγχρονη Αντόνια θα είχε καταγραφεί στις κάμερες σούπερ μάρκετ την ώρα που έκρυβε στα φουστάνια της το τυρί και το κοτόπουλο. Η σύγχρονη Αντόνια, εκτός από το άγρυπνο μάτι του μεγάλου αδερφού, θα είχε να αντιμετωπίσει και την απονιά του σεκιουριτά, που κι αυτός πεινάει, αλλά προκειμένου να μη χάσει το μεροκάματο του τρόμου, θα την κρατούσε αιχμάλωτη, μέχρι να έρθει η Αστυνομία. Η σύγχρονη Αντόνια θα είχε να αντιμετωπίσει την αναλγησία του «υπευθύνου» του σούπερ μάρκετ, που θα δήλωνε «είναι πολιτική της επιχείρησης να κλείνει στην φυλακή τους κλέφτες», όπως στη δική μας περίπτωση. Η σύγχρονη Αντόνια θα είχε την υποστήριξη των social media, γιατί αυτός ο λαός εξακολουθεί να είναι συμπονετικός και πλήρης συναισθημάτων καθώς και την κατακραυγή της φίρμας του σούπερ μάρκετ. Και τότε, ο ceo, βλέποντας ότι μπορούσε το σούπερ μάρκετ να δυσφημιστεί για ένα κιλό κοτόπουλο και μισό κιλό φέτα, δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει πολύ για να μετατρέψει το κλίμα. Θα διοχέτευε την είδηση στον φιλικό Τύπο στον οποίο διαφημίζεται, ότι αποσύρει την μήνυση κατά της γιαγιούλας, σε μια ένδειξη φιλανθρωπίας και συμπόνιας.
Θα είχε ιδιαίτερη αξία να έγραφε σήμερα ο Ντάριο Φο για τη μετεξέλιξη των σχέσεων των κερδοσκόπων και των πελατών που πεινούν.