Είναι «για τον γάιδαρο καβάλα» ή «έγινε βούκινο»; Η σχέση των ανθρώπων με τη διαπόμπευση, και ο τρομακτικός εναγκαλισμός τους με την αυτοδικία. Το γιαούρτωμα που τιμωρείτο με τον νόμο 4000 και το cancel ως δημόσιος λιθοβολισμός.
Ο τρόπος με τον οποίο μια κοινωνία τιμωρεί τους παραβάτες των κανόνων της, μαρτυρά πολλά για την πάστα των ανθρώπων που την απαρτίζουν. Σήμερα, με την εξέλιξη της τεχνολογίας η διαπόμπευση έχει αλλάξει προσωπείο και έχει αποκτήσει μια επίφαση εκδημοκρατισμού και δικαιοσύνης. Το #cancel γίνεται η πέτρα του δημόσιου λιθοβολισμού στα χέρια του ψηφιακού όχλου. Έτσι, αντί να έχουμε ανθρώπους καλυμμένους με πίσσα και πούπουλα να περιφέρονται στους δρόμους, έχουμε τον δημόσιο διασυρμό τους μέσω τηλεόρασης, ιντερνέτ και social media, σε μια φασίζουσα επιβολή του πολιτικά ορθού λόγου.
Σε παλαιότερες κοινωνίες, η διαπόμπευση προηγείτο της όποιας ποινής ώστε να εκτονώνεται το δημόσιο αίσθημα και το πλήθος να εσωτερικεύει την επιβολή της τιμωρίας ως προσωπική ευθύνη. Παράλληλα, το Κράτος διοχέτευε όλη την λαϊκή οργή και επιθετικότητα στους διαπομπευόμενους, προστατεύοντας έτσι τις κυρίαρχες δυνάμεις που το απαρτίζουν, και έσπερνε τον φόβο στους πολίτες για τα επακόλουθα της όποιας παραβατικής συμπεριφοράς.
Αν και έχουμε συνδέσει την διαπόμπευση κυρίως με τον Μεσαίωνα, τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι είναι αρχαία πρακτική. Τον 6ο αι. π.Χ. στην Κάτω Ιταλία, οι λιποτάκτες κάθονταν στην Αγορά ντυμένοι με γυναικεία ρούχα, τακτική που υιοθέτησε και ο Ιουλιανός τον 4ο αι. μ.Χ. Σε κάποιες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας, επιδείκνυαν τις μοιχαλίδες στην Αγορά και μετά τις περιέφεραν επάνω σε γαϊδούρι. Οι πομπές με γάιδαρο συνηθίζονταν και στο Βυζάντιο, αλλά οι διαπομπευόμενοι κάθονταν ανάποδα στο ζώο. Όσο προχωρούσε η πομπή, ένας κρατικός υπάλληλος προπορευόταν και με κεράτινη σάλπιγγα, το λεγόμενο βούκινο, διαλαλούσε το έγκλημα ώστε να ακουστεί παντού. Έτσι έμειναν οι παροιμιώδεις φράσεις «για τον γάιδαρο καβάλα» και «έγινε βούκινο» όταν κάποιος ντροπιάζεται δημόσια.
Ωστόσο, η διαπόμπευση δεν ήταν απλά μια περιφορά. Όσο ο παραβάτης περιφερόταν, το πλήθος τον έβριζε, του πετούσε σάπια φρούτα, τον έλουζε με περιττώματα, του έσκιζε τα ρούχα και αυτή ήταν ίσως η πιο επιεικής μορφή λιντσαρίσματος. Τις περισσότερες φορές, η λαϊκή οργή είχε τραγική κατάληξη, όπως στην περίπτωση του Ανδρόνικου Κομνηνού, ο οποίος αφού αιματοκύλησε το Βυζάντιο, καθαιρέθηκε και διαπομπεύτηκε από τον λαό. Το εξαγριωμένο πλήθος τον έσερνε αλυσοδεμένο, τον λιθοβολούσε, μαδούσε τα μαλλιά και τα γένια του, τον τρυπούσε με αιχμηρά αντικείμενα, του πετούσε περιττώματα. Πριν ξεψυχήσει, του ξερίζωσαν τα γεννητικά όργανα και έκοψαν κομμάτια από το σώμα του.
Για την επιβολή αυτών των ποινών, είχαν εφευρεθεί φρικτοί τρόποι και εργαλεία όπως ο «κλοιός», μια ξύλινη κατασκευή με εσοχές όπου τοποθετούνταν τα άκρα και το κεφάλι του διαπομπευόμενου. Η κατασκευή ήταν τοποθετημένη σε δημόσιο χώρο και η τύχη του ακινητοποιημένου ανθρώπου εξαρτιόταν αποκλειστικά από τις διαθέσεις του πλήθους που τον περιτριγύριζε.
Στη σύγχρονη εποχή, συναντάμε τη διαπόμπευση με τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, από τους θυμωμένους Γάλλους. Τιμώρησαν τους συνεργάτες των Ναζί, κατά κύριο λόγο γυναίκες, που είχαν σχέσεις με Γερμανούς. Ο όχλος ξύρισε τα κεφάλια των γυναικών και τις έσερναν ημίγυμνες και ξυλοκοπημένες στους δρόμους, συχνά με τα μωρά τους αγκαλιά.
Στην Ελλάδα, η πιο πρόσφατη μορφή διαπόμπευσης με νόμο του κράτους, εφαρμόστηκε το 1958. Ο πασίγνωστος νόμος 4000, περί τεντιμποϊσμού, ψηφίστηκε και εφαρμόστηκε από την κυβέρνηση Καραμανλή και αφορούσε νεαρούς ταραχοποιούς, οι οποίοι σε μια έκφραση νεανικής οργής είτε εξύβριζαν είτε εκτόξευαν γιαούρτια αδιακρίτως. Μετά τη σύλληψή τους, τους ξύριζαν το κεφάλι, έσκιζαν τα ρεβέρ των παντελονιών και τους περιέφεραν στους δρόμους με μια αυτοσχέδια ταμπέλα κρεμασμένη στον λαιμό που έγραφε «Είμαι τεντιμπόης». Με εργαλείο αυτόν τον αντιδημοκρατικό νόμο, που καταργήθηκε το 1983, πολλοί άνθρωποι αδικήθηκαν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι ο Νίκος Κούρκουλος ο οποίος βρέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου όταν τον κατήγγειλε ως τεντιμπόη ένας αστυφύλακας με πρόσχημα ότι τον αγνόησε.
Οι καιροί άλλαξαν, οι άνθρωποι δεν κραδαίνουν πια πυρσούς και δικράνια για να διαπομπεύουν τους παραβάτες του ηθικού κώδικα, κρατάνε όμως πληκτρολόγιο και οθόνη αφής, και μοιράζουν αφορισμούς από τον καναπέ του σπιτιού τους.
Διαβάστε επίσης
Ακυρώστε την κουλτούρα της ακύρωσης