Η νέα παραγωγή του Disney+ σε κάνει να δακρύζεις, να σκέφτεσαι και να αναλογίζεσαι.
Όχι, δεν πρόκειται για ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ. Αλλά για μια βιογραφική ταινία βασισμένη στην πιο υπέροχη αθλητική ιστορία των τελευταίων δεκαετιών. Ένα αφιέρωμα στον καλύτερο παίκτη του ΝΒΑ, μια συγκινητική ιστορία -φόρος τιμής για μια Ελλάδα που χάνεται σιγά – σιγά αλλά αντέχει κιόλας.
Ένα είναι το ηθικό δίδαγμα της ταινίας. Η οικογένεια. Η αφοσίωση στην οικογένεια και η δύναμη που εκπηγάζει από αυτήν. Στην Ελλάδα και τις δυτικές κοινωνίες γενικότερα, η οικογένεια είναι μόνο για να τεκνοποιεί. Μέχρις εκεί. Μετά, ο καθένας ακολουθεί τον δρόμο της μοναξιάς του. Αυτή η διάρρηξη του οικογενειακού ιστού θεωρείται «εξέλιξη», «εκμοντερισμός» της άκρως μιμητικής ελληνικής κοινωνίας. Και «ξεβλάχεμα», φυσικά.
Περίμενα ότι η ταινία θα ήταν μία κόπια – «αμερικανιά», που θα απευθύνονται στα 300 εκατομμύρια των Αμερικανών, παρά στον ελληνικό λαό των 10 εκατομμυρίων ψυχών. Περίμενα μια υπερπαραγωγή με περιπέτεια, ριψοκίνδυνες σκηνές, ηχητικά εφέ που καθηλώνουν τα αυτιά και το μυαλό και υπερβατικές σκηνές, πλαισιωμένες στην κουλτούρα του τίποτα στο σύγχρονο αμερικανικό σινεμά. Δεν είχα καμία εμπιστοσύνη στον Ιρανοαμερικανό σεναριογράφο Αράς Αμέλ, με τις δυο θεαματικές φλόμπες του, την «Γκρέις του Μονακό» με την Νικόλ Κίντμαν, ένα καθόλα αποτυχημένο σενάριο. Κυρίως, όμως, αυτό το σενάριο που προκάλεσε οργή, ήταν της ταινίας «A Private War», αυτοβιογραφία της δολοφονημένης στον πόλεμο της Συρίας, Αμερικανίδας δημοσιογράφου Μαρί Κόλμαν (την υποδύεται η Ρόζαμουντ Πάικ), όπου ο Αράς Αμέλ τη μετέτρεψε σε σόου, αντί να αναζητήσει τις αιτίες του πολέμου, που προκάλεσαν την δολοφονία της. Κι όχι μόνο ο Αμέλ, αλλά μήπως οι ταινίες «300», «Μεγαλέξανδρος» και «Τροία», είχαν καμία σχέση με τη μυθολογία;
Προφανώς η οικογένεια Αντετοκούνμπο είχε λόγο στην αφαίρεση κάθε υπερβολής από την ταινία, από σεβασμό προς την Ελλάδα. Διότι, ναι, τους ταλαιπώρησε το τέρας της αήττητης γραφειοκρατίας, αλλά έμαθε γράμματα στα παιδιά τους και δεν πήγαν οι μπάτσοι στην πόρτα τους, όπως έγινε στο πέρασμά τους από την Τουρκία. Το αναφέρει ο πατέρας Τσαρλς καθαρά ότι έχουν ευγνωμοσύνη στην Ελλάδα.
Η ταινία της οικογένειας Αντετοκούνμπο είναι βγαλμένη από το παλιό καλό ελληνικό σινεμά, τον πλημμυρισμένο συναισθήματα. Αυτό το συναίσθημα που εκλείπει σιγά – σιγά από την ελληνική κοινωνία και γίνονται όλα ύλη. Χρήμα και σόου. Ή σόου για το χρήμα, δηλαδή. «Ό,τι κάνουμε, το κάνουμε όλοι μαζί», το κεντρικό οικογενειακό μότο της ταινίας.
Ο θεατής είναι αδύνατον να μην αφήσει ένα δάκρυ να κυλήσει στο τέλος για την τραγωδία της μετανάστευσης, της πείνας, του φόβου, της αβεβαιότητας, αλλά και του χρώματος στο δέρμα της οικογένειας Αντετοκούνμπο που προκάλεσε αφορισμούς από τα σταγονίδια του Αδόλφου. Κι ακόμα, των επιτήδειων ατζέντηδων – λαμόγιων που όρμησαν σαν τις ύαινες, μόλις μυρίστηκαν το ταλέντο του Γιάννη και προσπάθησαν εκβιαστικά να του αποσπάσουν την υπογραφή, ειδάλλως θα τον κατήγγειλαν στην Αστυνομία.
Η ταινία θυμίζει λίγο τον «ήρωα» των παιδικών μας χρόνων Βασιλάκη Καϊλα του παλιού ενάρετου ελληνικού κινηματογράφου. Που ξεκινάει από λουστραδόρος και γίνεται διάσημος γιατρός, δικηγόρος κ.λπ. Ναι, καταλαβαίνω. Το συγχρονο trend θα την κατατάξει σ’ αυτή την κατηγορία της γραφικής, καθότι δεν έχει ούτε γυμνό, ούτε βρισίδι, ούτε «ψαγμένες συζητήσεις» βλακώδους υπαρξισμού, για το αν το μπικίνι της «επώνυμης» σταρλετίστας πρέπει να είναι μωβ ή πράσινο.
Η κανονική Ελλάδα οφείλει ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Όχι γιατί την δοξάζει στα γήπεδα του ΝΒΑ και ακούγεται στα πέρατα του κόσμου, ούτε γιατί μερικά πλάνα της ταινίας ενημερώνουν την υφήλιο για τις παραλίες και την Ακρόπολη, αλλά γιατί αναδύεται το οικογενειακό συμπαγές, αρετή που κράτησε ζωντανό τον ελληνικό λαό για αιώνες.
Επίσης, η ταινία είναι άκρως διδακτική για την γενιά του λυκείου, που έπαψε να ονειρεύεται. Που εύκολα τα παρατάει για να αφοσιωθεί στην αιχμαλωσία των social media. Που δεν ξέρει τι σημαίνει «δικαίωμα στην ουτοπία». Ο Γιάννης και ο Θανάσης πίστεψαν χωρίς να διαθέτουν τα αυτονόητα προνόμια, ένα πιάτο φαΐ, για παράδειγμα. Και πέτυχαν, γιατί ήταν όλοι μαζί, ενωμένοι και αγκαλιασμένοι. Αυτό αποτυπώνεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Εκτός ταινίας, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και τα αδέρφια του, δίδαξαν και κάτι πιο σημαντικό ακόμα: την ταπεινότητα. Η οποία επίσης καλλιεργήθηκε σε στερεότυπο από την οικογένεια. Όταν ο κάθε πνευματικά ανάπηρος αυτοπροσδιορίζεται ως «σταρ», το παίζει ακριβοθώρητος, επειδή είναι αναγνωρίσιμος ως σκουπιδιάρα τηλεπερσόνα, ο Γιάννης όταν έρχεται στην Ελλάδα, πάει και παίζει μπάσκετ στα Σεπόλια με τους πιτσιρικάδες, πάει στην συναυλία του Ρέμου στην Κύπρο μαζί με τον απλό κόσμο και δεν χαλάει χατίρι σε κανέναν. Όπως στην παλιά Ελλάδα. Είναι ένας Έλληνας παλαιάς κοπής.
Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Dayo Okeniyi, Yetide Badaki, Manish Dayal, Taylor Nichols, Ral Agada, Uche Agada, ενώ από τους Έλληνες ηθοποιούς διακρίνεται ο Χρήστος Λούλης. Η σκηνοθεσία της ταινίας έγινε από τον Akin Omotoso («Vaya»), με το σενάριο του Arash Amel και σε παραγωγή του Bernie Goldmann («300»). Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο και ο Douglas S. Jones αποτέλεσαν executive producers της ταινίας.
Διαβάστε επίσης
Γιάννης Αντετοκούνμπο: «Μόνο μέσα από τις δυσκολίες γίνεσαι καλύτερος»
Ακολουθήστε το zeitgeist.gr στο facebook για να ενημερώνεστε πρώτοι για τα νέα θέματα και να στηρίξετε την ποιοτική δημοσιογραφία, πατώντας like στο facebook banner που βλέπετε κάτω ή πάνω δεξιά.