Ο μαφιόζος του Παλέρμο, ο Κακογιάννης, ο Ζωγράφος, η Μελίνα, η Ιταλία, η δημοσιογραφία, οι γυναίκες. Μια θυελλώδης ζωή και μια ακόμη πιο συναρπαστική καριέρα για τον καλό συγγραφέα που έχει αφήσει το στίγμα του στα ελληνικά γράμματα.
Είμαστε στη δεκαετία του ‘70, όταν ο Χρήστος Σιάφκος αφήνει το σπίτι του στη Δάφνη για να σπουδάσει δημοσιογραφία στο Παλέρμο της Σικελίας. Η παραμονή του στην Ιταλία, σε μία εποχή που διακατέχεται από κοινωνικά κινήματα, οξύνει την κλίση του προς τις τέχνες, ενώ η αγάπη του προς τη λογοτεχνία απογειώνεται όταν έρθει στα χέρια του το Islands in the stream του Χέμινγουεϊ σε ιταλική μετάφραση, έργο που, όπως λέει, θα τον ακολουθεί στη μετέπειτα συγγραφική πορεία του.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ασχολείται με μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων, ενώ παράλληλα ξεκινάει την πορεία του σε περιοδικά κι εφημερίδες, όπως το Αθηνόραμα, το Έθνος, τον Ελεύθερο Τύπο και την Ελευθεροτυπία, αλλά και σε τηλεοπτικές εκπομπές, όπως το διαχρονικό Μονόγραμμα της ΕΡΤ, πάντα στο αντικείμενο του Πολιτισμού. Κάπου στο 1999 κάνει την εμφάνισή του στον κόσμο της λογοτεχνίας με το βιβλίο «Ένας χωρισμός». Θα ακολουθήσουν κι άλλα έργα μεταξύ των οποίων δοκίμια, μυθιστορήματα, διηγήματα, οι βιογραφίες των Τάσου Ζωγράφου και Μιχάλη Κακογιάννη, και φυσικά μεταφράσεις, με πιο πρόσφατες δουλειές τη μετάφραση για την «Αυτοπροσωπογραφία» του Μίλο Μανάρα και τα διηγήματα «Γιατί και οι έρωτες μου φάγανε τα χρόνια», αμφότερες από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Γιατί και οι έρωτες μού φάγανε τα χρόνια», τίτλος εμπνευσμένος από τον στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου, ο Χρήστος Σιάφκος διηγήθηκε ιστορίες από τους μεγάλους του έρωτες, όπως την Ιταλία, τη γυναίκα, τη συγγραφή και τη δημοσιογραφία.
Η δημοσιογραφία πώς προέκυψε;
«Από νωρίς αποφάσισα να γίνω δημοσιογράφος. Έκανα μαθήματα ιταλικών και στα δεκαεννιά μου έφυγα για το τη σχολή δημοσιογραφίας του Παλέρμο».
Μιλάμε για μια περιοχή που το όνομά της συνδέεται με τη μαφία.
«Είχα στενό φίλο που ο πατέρας του ήταν capo mafia. Έχω βιώσει αυτό που βλέπετε στις ταινίες, το μπαίνω στο τεράστιο υποστατικό με τους σαράντα ‘’σκύλους’’ απέξω, φιλάμε το χέρι του μπαμπά και τρώμε στην τραπεζαρία όπου στον τοίχο κρέμονται δίκαννα και λουπάρες. Επίσημα, διατηρούσε άλογα και βόδια σε βουνά. Μου έκανε εντύπωση ο τεράστιος σεβασμός που είχαν προς τον πατέρα της οικογένειας. Στο φαγητό, σέρβιραν πάντα εκείνον πρώτο. Είχε το ύφος του ανθρώπου που είχε μάθει σε όλη του τη ζωή να τον σέβονται». Ο γιος του, ο Μίμο, είχε πάντα παρέα του τρεις ‘’συμφοιτητές’’ που στην ουσία ήταν σωματοφύλακές του. Ο Μίμο, περιέργως πώς, ξεκίνησε ως νεοφασίστας, για να στραφεί τελικά στην αριστερά».
Πώς ήταν η Ιταλία τότε;
«Η Ιταλία, για εμένα, ήταν σχολή, δουλειά, πολιτική και γυναίκες. Γυναίκες και πολιτική πήγαιναν μαζί. Φουντώνει το κίνημα των εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων που σταδιακά μπήκαν στη βουλή. Παράλληλα, φουντώνει και το γυναικείο κίνημα και γίνεται η πρώτη διαδήλωση γυναικών. Εμείς είμαστε πρώτη φορά στα πεζοδρόμια με φωτογραφικές μηχανές και παρακολουθούμε τις γυναίκες να διαδηλώνουν. Δεν ξέρουν τι καημός θα ανοιγόταν με αυτό, διότι με το σύνθημα ‘’Οι σύντροφοι είναι φασίστες’’ αρχίζει η κριτική και η αυτοκριτική, διαλύονται οι οργανώσεις και απελευθερώνεται πλήρως ο έρωτας. Κοιμάσαι με μια γυναίκα τη νύχτα, ξυπνάς με άλλη το πρωί. Εμείς όμως μπερδευόμαστε με όλες αυτές τις αλλαγές».
Τι δεν θα ξεχάσετε με τίποτα από εκείνη την περίοδο;
«Το τελευταίο από τα πέντε χρόνια, όταν έμενα στη βίλα ενός φίλου, στο Μοντέλο (σ.σ. η παραλία του Παλέρμο). Ήταν η πιο γλυκιά περίοδος. Ξεκινούσαμε τη μέρα μας ψαρεύοντας με τη βάρκα, καταλήγαμε παίζοντας παιχνίδια στη θάλασσα όλη μέρα και το βράδυ μαγειρεύαμε. Κάτω από την κουζίνα υπήρχε κελάρι με κρεμασμένο προσούτο και κρασιά. Όση ώρα μαγειρεύαμε, κατεβαίναμε, κόβαμε φέτες προσούτο και πίναμε κρασί. Απομακρύνθηκα από αυτές τις απολαύσεις μόνο για τρεις μέρες -και το θεωρώ καμπή στη ζωή μου- όταν βρήκα τυχαία το «Islands in the stream» του Χέμινγουεϊ, μεταφρασμένο στα ιταλικά. Ήταν καθοριστικό για μένα να βλέπω πώς μετουσιώνεται η καθημερινότητα ενός ανθρώπου σε λογοτεχνικό κείμενο. Έτσι γράφονται τα μεγάλα βιβλία».
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, τι κάνετε;
«Στην Ελλάδα, ξεκινάω μεταφράζοντας Ντάριο Φο, ενώ παράλληλα ξεκινάω να δουλεύω σε περιοδικά και εφημερίδες, όπως Αδέσμευτο, Έθνος, Ελεύθερο Τύπο, Ελευθεροτυπία, πάντα στο πολιτιστικό ρεπορτάζ. Από το Έθνος, δεν θα ξεχάσω τις βραδινές συζητήσεις που είχα με τον Χορν. Η επικοινωνία μας συνεχίστηκε και όταν μετακόμισα στον Ελεύθερο Τύπο. Μπορώ να πω ότι εκείνο το διάστημα είχα καβαλήσει το καλάμι. Το ξεκαβάλησα οριστικά όταν έφυγα από την εφημερίδα. Παρεμπιπτόντως, όταν έφυγα, οι μόνοι που με πήραν για να δουν τι κάνω, ήταν η Μάρθα Καραγιάννη και ο Γιώργος Μαρίνος».
Μιλάμε για εποχές με έντονη κομματικοποίηση. Είχατε παρεμβάσεις στη δουλειά σας;
«Γενικά, όχι. Έθετα κι εγώ τους όρους μου. Π.χ., στον Ελεύθερο Τύπο είπα ότι δεν πειράζω την Αριστερά, αδιαφορώ για το ΠΑΣΟΚ, δεν γράφω ύμνους για τη Δεξιά και δεν πειράζω τη Μελίνα».
Έχετε γράψει τις βιογραφίες δύο πολύ σπουδαίων δημιουργών, του Τάσου Ζωγράφου και του Μιχάλη Κακογιάννη. Τι θυμάστε από αυτούς τους ανθρώπους; Ας ξεκινήσουμε με τον Τάσο Ζωγράφο.
«Με μια λέξη, ο Τάσος Ζωγράφος ήταν “αλήθεια”. Στο πρόσωπό του συνέκλιναν δύο πράγματα, η ιστορία της αντίστασης και η Τέχνη. Μια μέρα, είχαμε τραπέζι στο σπίτι του Τάσου, με αφορμή τον θάνατο ενός φίλου μας, του εικαστικού Αντώνη Ταβάνη. Παρατήρησα ότι το αριστερό χέρι του Τάσου ήταν στρεβλό. “Τι έχει το χέρι σου;” ρώτησα. “Εγγλέζικος όλμος”, είπε. Στα Δεκεμβριανά ήταν βοηθός πολυβολητή στο τάγμα του Γκύζη. Στόχευαν τη Σχολή Ευελπίδων, αλλά σκοτώθηκε ο πολυβολητής. Πήρε ο Τάσος το πυροβόλο, αλλά επάνω στη μάχη τραυματίστηκε.
Όσο για τη δουλειά του, έκανε τέχνη χωρίς να έχει τα απαραίτητα υλικά. Απλά, έπρεπε να τα δημιουργεί. Θυμάμαι μια σκηνή από ταινία με τον Ξανθόπουλο. Ο ηθοποιός υποδυόταν έναν βουτηχτή και έπρεπε να μπει σε ένα μεγάλο καζάνι για να φανεί ότι βουτάει, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Έτσι, ο Ζωγράφος έστησε σκηνικό βάζοντας εμπρός του ένα ενυδρείο με ψαράκια και ρίχνοντας στο πάτωμα του κτηρίου λίγη άμμο. Παρόλα αυτά, σε αυτή την ταινία αποκαλύφθηκε το κόλπο γιατί η άμμος δεν μετακινήθηκε, ενώ κανονικά υποτίθεται ότι ανακατεύεται και ανασηκώνεται όταν την πατάει ο βουτηχτής.
Για τη βιογραφία του ξεκινήσαμε να δουλεύουμε στο Πήλιο για δυο εβδομάδες και συνεχίσαμε στην Αθήνα. Περάσαμε ωραία. Πίναμε τσίπουρα και τρώγαμε μεζέδες. Πήρα κιλά από εκείνη τη δουλειά».
Με τον Κακογιάννη;
«Με τον Κακογιάννη δεν μπορούσαμε να λειτουργήσουμε έτσι γιατί ήταν σε προχωρημένη ηλικία και έπρεπε να κερδίσω την εμπιστοσύνη του. Προερχόταν από μεγαλοαστική οικογένεια και ζούσε σε αριστοκρατικό περιβάλλον. Θυμάμαι ότι τα σκεύη ήταν ασημικά και πορσελάνινα, ενώ οι οικιακές βοηθοί τα γυάλιζαν κάθε εβδομάδα. Δεν ξέρω πώς κέρδισα την εμπιστοσύνη του. Ίσως από τον τρόπο που επικοινωνούσαμε. Πάντως, ξεκινήσαμε μιλώντας στον πληθυντικό και καταλήξαμε στο ‘’Μιχάλης’’ και ‘’Χρήστος’’. Θυμάμαι πολλά πράγματα, όπως τα αστεία του και τις υπέροχες τηγανιτές πατάτες με πιροσκί που έφτιαχναν οι Λευκορωσίδες βοηθοί του. Επίσης, θυμάμαι έντονα ένα Σάββατο μεσημέρι που μου τηλεφώνησε. Συμπωματικά, βρισκόμουν κοντά στο σπίτι του και με προσκάλεσε για φαγητό. Το μενού είχε φρέσκια τσιπούρα. ‘’Κρασί για τον καλεσμένο μας’’ είπε στην βοηθό του. Παρόλο που είχαν ψάρι, έφεραν ένα μπουκάλι κόκκινο Chateau Mouton Rothschild. Η οικιακή βοηθός πήγε να σερβίρει πρώτα εκείνον. Όμως ο Κακογιάννης ήταν απόλυτος, “Πρώτα ο καλεσμένος μας”. Για εκείνον, η διαδικασία του φαγητού είχε μια ιεροτελεστία απόδοσης τιμής στον φιλοξενούμενο. Ήταν κάτι έμφυτο, το οποίο πήγαζε από τη μεγαλοαστική καταγωγή του».
Τι σας έλεγε για τον Ζορμπά;
«Μιλώντας για τον Ζορμπά, πρέπει να σας πω ότι ο Κουίν δεν πίστευε στην ταινία. Είχε ταλαιπωρήσει και εκνευρίσει πολύ τον Κακογιάννη. Μάλιστα, στο τέλος, στη σκηνή του χορού, τα πόδια που φαίνονται να χορεύουν δεν είναι του Κουίν, αλλά του Τάκη Εμμανουήλ. Πιάνει λοιπόν ο Κακογιάννης τον Κουίν και συμφωνούν να αγοράσει τα ποσοστά του για 20.000 δολάρια! Έτσι, βρέθηκε ο Κακογιάννης να έχει 19% στον Ζορμπά!».
Σημαντικό κομμάτι της πορείας σας ήταν και το πέρασμα από την εκπομπή «Μονόγραμμα» των Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη. Τι σας έχει μείνει αξέχαστο από εκεί; «Δεν θα ξεχάσω τα δάκρυα του Χρόνη Αηδονίδη που είχα το θράσος να τον βάλω σε αυτοκριτική ρωτώντας τον τι δεν έκανε καλά στη ζωή του. Είπε ότι αντί να ασχοληθεί κατά βάση με το τραγούδι, για λόγους βιοπορισμού εργάστηκε σαν λογιστής σε νοσοκομείο. Εγώ ήμουν δίπλα στην κάμερα. Ο συνεντευξιαζόμενος κοιτάζει τα δικά μου μάτια, αλλά φαίνεται ότι κοιτάζει τον φακό. Είναι και η Ηρώ Σγουράκη μαζί μας που όμως, κάποια στιγμή, τη χάνω από το οπτικό μου πεδίο. Στη διακοπή, τη βρίσκω σε ένα άλλο δωμάτιο να κλαίει. Είχε συγκινηθεί. Της φάνηκε πολύ επιθετική η ερώτησή μου και παράλληλα άκουσε τον άνθρωπο απέναντί μας να απολογείται για όσα δεν έκανε. Το Μονόγραμμα του Καρακατσάνη έγινε πολύ νωρίς το πρωί, στην Παιανία, για να αποφύγουμε τον ήχο των τζιτζικιών. Ο Θύμιος ήταν μπροστά στον φακό, κι όλοι οι υπόλοιποι πίσω μου. Κάποια στιγμή, εμφανίστηκε ο σκύλος του κι άρχισε να πίνει τον νεσκαφέ που είχε δίπλα του ο Θύμιος. Αντιλαμβάνεσαι τι αγώνα δώσαμε για να μη γελάσουμε. Με τον Θύμιο Καρακατσάνη κάναμε πολλή παρέα. Έμενε στην Παιανία όπου είχε ένα μποστάνι υπερπαραγωγή. Έβγαζε τέσσερα καφάσια τομάτες ημερησίως, αγγούρια, καρπούζια κ.λπ. Επίσης, είχε και δικό του αμπέλι.
Ένα από τα πιο συγκλονιστικά Μονογράμματα ήταν της Ελένης Χατζηαργύρη. Σπουδαία ηθοποιός και πολύ δουλεμένη σε κινηματογράφο, θέατρο και τηλεόραση. Διαβλέποντας τι θα συνέβαινε, είπα στον εικονολήπτη ότι θα μετρούσα αντίστροφα, αλλά να μην ξεκινήσει αμέσως γύρισμα. Θα του έκανα σχετικό νόημα. Η Χατζηαργύρη, επί πέντε λεπτά, προσπαθούσε να μου μιλήσει και έτρεμε ολόκληρη από τρακ. Από όσο έχω καταλάβει, όλοι οι μεγάλοι ηθοποιοί δεν βγαίνουν στη σκηνή χωρίς τρακ».
Τα δύο τελευταία έργα σας που εκδόθηκαν πρόσφατα από τις εκδόσεις ΚΨΜ, είναι η μετάφραση της «Αυτοπροσωπογραφίας» του Μίλο Μανάρα και τα διηγήματα «Γιατί και οι έρωτες μού φάγανε τα χρόνια». Πώς νοιώθετε που μεταφράζετε τη ζωή του Μανάρα και τι περιλαμβάνουν τα διηγήματα;
«Όταν ο Βασίλης Γραμέλλης των εκδόσεων ΚΨΜ μού είπε ότι είχε τη βιογραφία του Μανάρα, του απάντησα πολύ ωμά, ‘’αυτό το μεταφράζω εγώ”. Εξάλλου, γνωρίζομαι με τον Μανάρα λόγω μιας συνέντευξης που του έκανα παλιότερα για την Ελευθεροτυπία. Ο Μανάρα, στην αρχή της καριέρας του, για να βγάζει μεροκάματο, σχεδίαζε τα πορνοκόμικς των φαντάρων, τύπου Ζάκουλα. Αυτά τα μετέφραζα εγώ στα ελληνικά, μη γνωρίζοντας ότι πίσω από αυτά ήταν ο Μανάρα. Φυσικά, ούτε εκείνος υπέγραφε τα δικά του, ούτε κι εγώ τις μεταφράσεις. Μόνο όταν ασχολήθηκα με τη μετάφραση της βιογραφίας του έμαθα ότι ήταν δικά του αυτά τα κόμικς. Για μένα, είναι σημαντική φυσιογνωμία ο Μανάρα και χαίρομαι που πήρα αυτή τη δουλειά. Η βιογραφία του ήταν στρωτή, ασχέτως αν οι μεταφράσεις συνήθως έχουν τα προβλήματά τους. Δεν ήταν δύσκολη δουλειά. Και ευτυχώς, σύμφωνα με κριτικές, ήμουν αόρατος, όπως πρέπει να είναι ένας μεταφραστής. Δηλαδή να προβάλλουμε την ταυτότητα του συγγραφέα όσο καλύτερα μπορούμε».
Όσο για ‘’Τους έρωτες που μου φάγανε τα χρόνια’’, πρόκειται για ιστορίες που κατά καιρούς έχω χωρέσει στη σύντομη και σφιχτή έκταση ενός διηγήματος. Κοινός παρονομαστής αυτών των ιστοριών είναι ο έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις του, από εκείνον που νοιώθεις αντικρίζοντας μια γυναίκα που σε σημαδεύει για το υπόλοιπο του βίου σου μέχρι τον έρωτα που σου προκαλούν μυρωδιές οι οποίες σου θυμίζουν λεπτομέρειες από το οικογενειακό τραπέζι των παιδικών σου χρόνων. Ο τίτλος που προέρχεται από στίχο της Λίνας Νικολακοπούλου, αναφέρεται στην αντίφαση του έρωτα που από τη μία σε απογειώνει και από την άλλη σε ρίχνει στα πατώματα».
Ακολουθήστε το zeitgeist.gr στο facebook για να ενημερώνεστε πρώτοι για τα νέα θέματα και να στηρίξετε την ποιοτική δημοσιογραφία, πατώντας like στο facebook banner που βλέπετε κάτω ή πάνω δεξιά.