Σχόλια και εντυπώσεις από την πολυσυζητημένη παράσταση που παίζεται αυτήν την περίοδο στο νεότευκτο θέατρο Ark και από ό,τι φαίνεται θα παίζεται για καιρό ακόμη…
Η αποτρεπτέα άνοδος του Αρτούρο Ούι, όπως είναι μια ακριβέστερη μετάφραση, είναι ένα έργο του 1941 του Μπέρτολ Μπρεχτ (1898 – 1956), του Γερμανού θεατρικού συγγραφέα που σημάδεψε τον 20ο αιώνα και είχε το αμφιλεγόμενο προνόμιο να ζήσει μέσα στις ταραγμένες εποχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, του Μεσοπολέμου, του Αμερικανικού Κραχ και του Β’ Παγκοσμίου και να γράψει για αυτές, μέσα από το ανθρωπιστικό, αντιπολεμικό, πολιτικό και μαρξιστικό του πνεύμα. Διότι για τον Μπρεχτ, τίποτα δεν είναι αποκομμένο από την Πολιτική και δεν υπάρχει στιγμή της καθημερινότητας που να μη συνδέεται με αυτή.
Μέσα από αυτό πρίσμα εξιστορεί την άνοδο του Αρτούρο Ούι, ενός μαφιόζου της δεκαετίας του ’30 στο Σικάγο, που προσπαθεί να ελέγξει τα τραστ, να διαβρώσει την εξουσία και να ανέλθει στα ύπατα αξιώματα. Το έργο είναι μια σατιρική αλληγορία της ανόδου του Αδόλφου Χίτλερ και του Ναζιστικού Κόμματος στη Γερμανία πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και των οπορτουνιστικών τακτικών που ακολούθησε. Ο Αρτούρο ξεκινάει από τους υπονόμους, έρπει εκ του φυσικού του, εξασκεί την τέχνη της εξαπάτησης με τη βοήθεια ενός παρηκμασμένου θεατρικού ηθοποιού, επικαλείται τον λαό που αντιμετωπίζει ως όχλο, κραδαίνει λόγια βαρύγδουπα και κενά, τρομοκρατεί τους εργάτες, εξαγοράζει τα Media, δολοφονεί και καπηλεύεται σύμβολα, ιδέες και αξίες. Για να το πετύχει κάνει ό,τι και ο Χίτλερ. Ο δικτάτορας ήταν, ως γνωστόν, ο ηθικός αυτουργός του εμπρησμού του Ράιχσταγκ, ο κακοποιός θα κάνει στο έργο το ίδιο με τη μεγάλη αποθήκη της αποβάθρας προκειμένου να μπορέσει να πουλήσει προστασία. Βίοι παράλληλοι, δηλαδή, για ένα έργο που ισορροπεί ανάμεσα στον γνωστό καταγγελτικό λόγο του Μπρεχτ και στο σατιρικό πνεύμα, καθώς η απάθεια και η ανοχή που έδειξαν οι άνθρωποι στους ναζιστές όταν αυτοί ανέβαιναν, μοιάζει με το φόβο και την ανεκτικότητα που δείχνουν οι κοινωνίες στο οργανωμένο έγκλημα και στο φασισμό, κάτι που γνωρίζουμε πού οδηγεί, σε οποιαδήποτε εποχή, χώρα, ημισφαίριο.
Έχοντας να διαχειριστεί δημιουργικά αυτή τη διαχρονική αλλά και τόσο επίκαιρη συνθήκη, μέσα σε μια εποχή όπου οι ολοκληρωτικές πρακτικές βρίσκονται καθημερινά στην πρώτη σελίδα των ειδήσεων, στη χώρα μας και τη γειτονιά μας, ενώ το οργανωμένο έγκλημα αποκτάει, εμμέσως ή αμέσως, κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ή κυβερνάει στη σκιά, ο σκηνοθέτης Άρης Μπινιάρης υιοθετεί μια ολοκληρωμένη θεατρική «διάλεκτο», όπου η δύναμη, ο μπρουταλισμός, η ωμότητα και ο κυνισμός κυριαρχούν, για να δείξει πώς γίνονται αυτά τα πράγματα, τους λύκους που παραμονεύουν μέσα στις κρίσεις, τον έμφυτο τυχοδιωκτισμό του κεφαλαίου, τον ύπουλο ρόλο του μέσου ανθρώπου και την κατάρα του ελάχιστου κοινού πολλαπλάσιου.
Και το κάνει με έναν τρόπο απόλυτα μοντέρνο, που λειτουργεί. Με εξπρεσιονιστικές εικόνες και νουάρ ατμόσφαιρα, με μεταλλικούς ήχους και βιομηχανική αισθητική, με λαδωμένα γρανάζια και κόμιξ ήρωες που όσο ανατριχίλα προκαλεί η στυγνότητά τους τόσο γελοιωδώς γκροτέσκα είναι η υπόστασή τους. Διότι, όχι, ο Μπρεχτ δεν έβλεπε ηθικό έρεισμα σε κάθε εγκληματία που ξεκίναγε από το λούμπεν προλεταριάτο για να υπερβεί την τάξη του, να μετατραπεί σε εξουσιαστή και να πολεμήσει το σύστημα με τα ίδια μέσα, καθότι θύμα της κοινωνίας και του συστήματος, δήθεν.
Οι κακοποιοί καριέρας, όπως και οι ναζιστές, οι φασίστες, είναι στην πλειονότητά τους άνθρωποι διαταραγμένοι, κοινωνιοπαθείς, περιορισμένου μορφωτικού επιπέδου, ακαλλιέργητοι, ασυναίσθητοι και ανορίωτοι, με τρομερή όρεξη, όμως, για χρήμα, εξουσία, βία και επιβολή. Στοιχεία που στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή Γιώργου Χρυσοστόμου βρίσκουν τον ιδανικό εκφραστή τους. Ένας αρουραίος, ένα υποχθόνιο ον που ενώ συνήθιζε να περπατάει σκυφτά, ορθώνει σταδιακά ανάστημα, τρεφόμενος από το αίμα και την επιβολή, παίρνοντας μια άτυπη ρεβάνς μίσους και εξολοθρεύοντας όσους δεν υποτάσσονται στα σχέδιά του. Μια εμβληματική ερμηνεία για έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, όπως άψογες είναι οι ερμηνείες από το σύνολο του θιάσου, σε ρόλους σωματικά απαιτητικούς και εξαντλητικούς, όπου η κινησιολογία και το σωματικό θέατρο συνυπάρχουν με τη φορτισμένη και κατά στιγμές μανιακή εκφορά του λόγου.
Κανείς δεν υστέρησε, αξιομνημόνευτη, όμως, είναι η παρουσία του Γιάννη Αναστασάκη ως ένα έξοχο κακέκτυπο του Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, Πρόεδρου της Γερμανίας κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και ο οποίος παρέδωσε την εξουσία στον Χίτλερ.
Η μοναδική ένστασή μας έχει να κάνει με τον καταιγιστικό ρυθμό, τη fast forward παράδοση του έργου σε μόλις 90’ και τη χωρίς ανάσα επιθετικότητα της φόρμας. Στοιχεία που καθιστούν, πλέον, απόλυτα αναγνωρίσιμο το στυλ του Μπινιάρη, λειτουργούν όμως ενδεχομένως ασφυκτικά και πιεστικά για το περιεχόμενο, σε στιγμές που μια αποφόρτιση θα βοηθούσε να χωνευτεί καλύτερα το σπουδαίο κείμενο, να ενωθούν οι τελείες του πολυδαίδαλου παζλ και να εκπληρωθεί, εντέλει, ο σκοπός του Μπρεχτ.
Η ταυτότητα της παράστασης
Θέατρο ARK, Δροσοπούλου 197, Κυψέλη
Μετάφραση: Κ. Παλαιολόγος
Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης
Απόδοση κειμένου, δραματουργική επεξεργασία: Έλενα Τριανταφυλλοπούλου, Άρης Μπινιάρης
Μουσική σύνθεση: Αλέξανδρος Κτιστάκης
Σκηνικά- κοστούμια: Πάρις Μέξης
Σχεδιασμός κίνησης, χορογραφίες: Χαρά Κότσαλη
Σχεδιασμός φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου
Σχεδιασμός ήχου: Χάρης Κρεμμύδας
Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Παίζουν: Γιάννης Αναστασάκης, Μιχάλης Βαλάσογλου, Θανάσης Ισιδώρου, Άρης Κασαπίδης, Τάσος Κορκός, Κώστας Κορωναίος, Δαυίδ Μαλτέζε, Ερρίκος Μηλιάρης, Μαρία Παρασύρη, Αλεξία Σαπρανίδου, Φοίβος Συμεωνίδης, Γιώργος Χρυσοστόμου.
Διαβάστε επίσης
Το σύνδρομο της δικτατορίας και πώς αντιμετωπίζεται
Γιατί όλοι μιλάνε για την Pomona;
Το ψυχογράφημα του Μπέρνι Γκούντερ