Μετά την πανδημία, η εργασία με βάση τα παραδοτέα έργα, η εξ’ αποστάσεως απασχόληση και τα ευέλικτα ωράρια απέκτησαν μια περίεργη έλξη για εργοδότες αλλά, δυστυχώς, και για αφελείς εργαζόμενους.
Πριν από πολλά χρόνια, σε ένα μικρό αλλά οδυνηρό διάλλειμα ανεργίας είχα αναζητήσει εργασία σε μια από τις ελληνικές εταιρείες οι οποίες κυκλοφορούν ογκώδεις, ετήσιους, επιχειρηματικούς οδηγούς κι επαγγελματικές εκδόσεις γεμάτες αριθμητικά στοιχεία, ποσοστά, διαγράμματα και κατ’ επίφαση δημοσιογραφικά άρθρα τα οποία στην πραγματικότητα ήταν πληρωμένα διαφημιστικά κείμενα. «Θα πληρωθείτε ανάλογα με τον όγκο της εργασίας που θα παραδώσετε. Έτσι θα έχετε την ευκαιρία να ρυθμίσετε εσείς το που και πόσο θα εργαστείτε αλλά το και πόσα θα κερδίσετε… », μου είπε συνωμοτικά ο υπεύθυνος της εταιρείας, επαγγελματίας δημοσιογράφος του επιχειρηματικού ρεπορτάζ ο ίδιος. Συμφώνησα σε μια τιμή ανά κάποιο όγκο επεξεργασμένου υλικού που θα παρέδιδα και ξεκίνησα. Λίγες ημέρες αργότερα διαπίστωσα ότι για να παραδώσω το υλικό που είχα δεσμευτεί να παραδώσω μέσα σε ένα μήνα, θα έπρεπε να δουλεύω ένα μήνα και βάλέ, μέρα – νύχτα, χωρίς να κάνω απολύτως τίποτα άλλο, αντί μιας αμοιβής που δεν αντιστοιχούσε ούτε σε έναν βασικό μισθό.
«Αρκεί να βγαίνει η δουλειά…»
Για αρκετούς νέους εργαζόμενους, η πληρωμή με βάση τον όγκο εργασίας που πρέπει να παραδοθεί και όχι με βάση τον χρόνο που ξοδεύουν με τη φυσική παρουσία τους σε ένα γραφείο, ακούγεται σαν ένας απλός τρόπος για να βελτιώσουν δραματικά την καθημερινότητά τους. Σε αυτό το μοντέλο εργασίας συνηγορούν πολλοί επαΐοντες, από τους ειδικούς στη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού μέχρι τους κορυφαίων των αμερικανικών σχολών ΜΒΑ, ενώ έχουν γραφτεί πολλά βιβλία για τη βέλτιστη διαχείριση του εργασιακού χρόνου. Σε ορισμένες επιχειρήσεις των ΗΠΑ, από αυτές που επαίρονται για την πρωτοποριακή αντίληψη των πραγμάτων, οι εργαζόμενοι κλήθηκαν οι ίδιοι να προτείνουν ωράρια και μορφές απασχόλησης («αρκεί να βγαίνει η δουλειά…» τους είπαν) ενώ η πανδημία του κορωνοϊού επέτεινε ακόμα περισσότερο αυτή την τάση που είναι ασφαλώς παλαιότερη.
Σε κάποιους από τους προβεβλημένους κλάδους της σύγχρονης οικονομίας, μεταξύ των οποίων ο χρηματοπιστωτικός κλάδος και οι τεχνολογικές επιχειρήσεις (αλλά και η διαφήμιση, οι δημόσιες σχέσεις κ.ά.), το φαινόμενο είναι αρκετά διαδεδομένο και τα προβλήματα πολλά: Υπερβολικά πολλές ώρες εργασίας, έλλειψη ύπνου, υποβάθμιση της ψυχικής υγείας, κατεστραμμένα Σαββατοκύριακα, φαγητό στο πόδι, κακή διατροφή, για να «να βγει η δουλειά».
Όπως υποστηρίζει ο Josh Gabert–Doyon σε άρθρο του στο αμερικανικό περιοδικό The Baffler, «Για όσους μοχθούν σε λιγότερο καλά αμειβόμενες μισθωτές εργασίες, η οργάνωση της εργάσιμης ημέρας γύρω από το έργο κι όχι το ωράριο είναι ένας τρόπος να αποφύγουν τις άχρηστες συσκέψεις και μιζέρια αυτών που ο αναρχικός ανθρωπολόγος David Graeber αποκαλούσε ‘bullshit jobs’».
Σε πολλές δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και σε ορισμένες θέσεις εργασίας στην ψηφιακή οικονομία, πολλοί προσποιούνται ότι εργάζονται όταν δεν υπάρχει δουλειά να γίνει. «Ένα από τα κύρια επιχειρήματα της τετραήμερης εργάσιμης εβδομάδας, η οποία έχει δοκιμαστεί στην Ισλανδία, την Ισπανία, τη Σκωτία και αλλού, βασίζεται στην ιδέα ότι η παραγωγικότητα των εργαζομένων θα παραμείνει η ίδια ακόμη και όταν η εργάσιμη εβδομάδα μειώνεται κατά 20%. Με άλλα λόγια, στην ιδέα ότι ο όγκος της δουλειάς και όχι ο χρόνος είναι η ουσία της εργασίας», γράφει ο Josh Gabert-Doyon.
Η «μικροεργασία»
Η δουλειά με το κομμάτι αντί μισθωτής εργασίας φαίνεται να υπόσχεται μια λύση ενάντια στο ανυπόφορο υπαλληλίκι ανοίγει όμως την πόρτα μιας σειράς άλλων προβλημάτων. Το βιβλίο «Work Without the Worker» που κυκλοφόρησε ο Phil Jones, το φθινόπωρο του 2021, μέσα στην πανδημία του κορωνοϊού, φέρνει στο επίκεντρο της έρευνας το φαινόμενο της μικροεργασίας (microwork), μια τάση που αντίθετα με τα όσα ευαγγελίζονται οι υπέρμαχοι των ευέλικτων μορφών εργασίας αποδεικνύεται πως μπορεί να είναι ένα βήμα προς τα πίσω για τους εργαζόμενους.
Με τον όρο «μικροεργασία» ο συγγραφέας αποκαλεί τις εργασίες που πραγματοποιούνται από εργαζόμενους σε ψηφιακές πλατφόρμες, κυρίως εργασίες ελέγχου των μονάδων τεχνητής νοημοσύνης και των πολύπλοκων αλγόριθμων. Εργασίες αόρατες στο ευρύ κοινό, που παραμένουν όμως αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής λειτουργίας της τεχνολογικής βιομηχανίας. «Στις πλατφόρμες microwork, οι εργαζόμενοι ολοκληρώνουν σύντομες, μονότονες εργασίες για όποιον εργοδότη τους ζητήσει -συνήθως οποιαδήποτε λειτουργία με την οποία θα δυσκολευόταν ένας υπολογιστής» σημειώνει ο Josh Gabert-Doyon. Στη Φινλανδία, για παράδειγμα, οι τρόφιμοι μιας φυλακής έχουν την ευκαιρία να εργάζονται σε ένα (μεταρρυθμιστικό όπως αποκαλείται) πρόγραμμα που προωθείται από μια εταιρεία πρόσληψης προσωπικού που επιδιώκει να αναβαθμίσει τις νεοσύστατες τεχνολογικές νεοφυείς επιχειρήσεις της χώρας παρέχοντάς τους ευέλικτο, φθηνά αμειβόμενο, εξ αποστάσεως και αφανές εργατικό δυναμικό.
Η ρομποτική διαχείριση εφοδιαστικών αλυσίδων και αποθηκών και τα συστήματα drone, τα chatbot, τα εργαλεία αναγνώρισης ομιλίας, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και η υγειονομική περίθαλψη βασίζονται σε εξειδικευμένες εταιρείες crowdsourcing. Τα αυτοοδηγούμενα αυτοκίνητα επίσης, τα οποία συγκαταλέγονται μεταξύ των κορυφαίων προϊόντων τεχνητής νοημοσύνης, είναι μια άλλη τεχνολογία που απαιτεί σημαντικές ποσότητες ανθρώπινης εργασίας με κλικ. Αυτό που ο Jeff Bezos περιγράφει κυνικά ως «humans–as–a–service» (άνθρωποι- [ ως μορφή] υπηρεσίας).
Η μικροεργασία φαντάζει απειλητική για κάποιους εργαζόμενους. Όπως σημειώνει ο Josh Gabert-Doyon, «Ενώ οι ρυθμίσεις για την κατ’ οίκον εργασία που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας απέδειξαν ότι η παραγωγικότητα μπορεί να παραμείνει σταθερή (ή ακόμη και να αυξηθεί) όταν οι εργαζόμενοι βρίσκονται μακριά από τον τόπο παραγωγής, η ίδια η παραγωγικότητα δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση μιας χειραφετητικής πολιτικής της εργασίας. Η τυραννία της εργασίας δεν διαφέρει από την τυραννία του ρολογιού».