Τόσο οι τουρίστες όσο και οι ταξιδιώτες ταξιδεύουν από έναν τόπο στον άλλο. Όμως, υπάρχουν διαφορές. Παρότι όλοι οι τουρίστες είναι ταξιδιώτες -με την έννοια του ότι επιβιβάζονται σε ένα αεροπλάνο ή σε ένα πλοίο-, δεν είναι όλοι οι ταξιδιώτες τουρίστες.
Η διαφορά είναι ότι αντιλαμβάνονται διαφορετικά την έννοια του ταξιδιού. Κάτι που δεν ήταν πάντα έτσι και άλλαξε μέσα στα χρόνια. Μέχρι τη δεκαετία του ’90 οι περισσότεροι ήταν τουρίστες και αυτή ήταν η μόνη λέξη που γνώριζαν για να περιγράψουν κάποιον που φεύγει από τον τόπο του, για κάποιες μέρες, ώστε να επισκεφθεί έναν άλλο. Ήταν μια έννοια αδιαμφισβήτητα θετική, συνώνυμο του κοσμοπολιτισμού.
Από εκεί και μετά άρχισε να αναδύεται η έννοια του ταξιδιώτη και του ταξιδιού, ως μια συναρπαστική διαδικασία ανακάλυψης, ωρίμανσης, αυτογνωσίας. Κάπως έτσι περάσαμε από τους mainstream προορισμούς στους underground, τους εναλλακτικούς, τους οποίους ο ταξιδιώτης αναζητεί, προτιμάει, επιλέγει.
Ο τουρίστας δεν ενοχλείται όταν τον αποκαλούν έτσι. Επιλέγει μεγάλες πρωτεύουσες και κορυφαία αξιοθέατα. Προτιμάει να κινείται στο κέντρο, να κάνει μπάνιο στην κοσμική παραλία και να βγάλει όσες πιο πολλές φωτογραφίες μπορεί. Ώρες – ώρες μοιάζει να πάσχει από FOMO, αφού στη σκέψη ότι ενδέχεται να μην επισκεφθεί τα κορυφαία αξιοθέατα, αρχίζει να νιώθει στρες και λίγη ντροπή. Ανερυθρίαστα όμως επιλέγει για φαγητό την αλυσίδα fast food που υπάρχει στη χώρα του, χάνοντας την ευκαιρία να γευτεί κάτι τοπικό και πραγματικά αυθεντικό. Ένας τουρίστας τείνει να ταξιδεύει με μεγάλα γκρουπ ή σε ομάδες, θέλει μπούγιο. Αναλόγως της ηλικίας, το mood είναι άλλοτε «Παντρεμένοι με Παιδιά», άλλοτε «Hangover», με τους κολλητούς ή τις κολλητές. Σταθερό σημείο αναφοράς η ανάγκη για ξεφάντωμα, το «πάμε να το κάψουμε». Ο τουρίστας δεν συνδέεται με τους ντόπιους. Το θεωρεί χάσιμο χρόνου -η επίσκεψη του έχει ημερομηνία λήξης. Ο τουρίστας γνωρίζει τον Καβάφη από τα σχολικά βιβλία, την τηλεόραση ή ως ονόματα οδών και λεωφόρων.
Ο ταξιδιώτης ψάχνει για μέρη που δεν πάνε οι πολλοί. Κάπου που να μπορεί να περάσει απαρατήρητος. Προσπαθεί να μάθει που τρώνε οι ντόπιοι και δοκιμάζει φανατικά την τοπική κουζίνα. Δεν έχει ανάγκη να δει όλα τα αξιοθέατα, επιλέγει αυτά που αξίζουν, αφού πρώτα έχει κάνει την έρευνα του. Ψάχνει πράγματα που δεν υπάρχουν στους οδηγούς. Προμηθεύεται τοπικά προϊόντα και ας έχει στην πατρίδα του τα «ίδια». Θέλει να βιώσει τη χαρά του να κάνει μπάνιο σε μια (σχεδόν) μυστική παραλία. Δεν κάθεται στο ίδιο μέρος. Δεν τον ενοχλεί καθόλου να ταξιδεύει μόνος/μόνη. Ξέρει ότι ως solo traveler θα έχει πάντα μαζί τον εαυτό του. Αλλά και όταν ταξιδεύει με παρέα, αυτή δεν είναι πολυάριθμη. Ο ταξιδιώτης κάνει κεφάλι αλλά δεν μεθάει. Ξενυχτάει, αλλά όχι τόσο ώστε να διακινδυνεύσει το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας. Συνδέεται με τους ντόπιους και δημιουργεί φιλίες. Θέλει κάποια στιγμή να επιστρέψει. Βιώνει σε κάθε ταξίδι όχι μόνο την Ιθάκη, αλλά και την Πόλη. Ενώ εύχεται να είναι μακρύς ο δρόμος, ξέρει ότι η πόλη θα τον ακολουθεί πάντα…