Πώς ένας τεχνίτης κατάφερε να προκαλέσει σεισμό στη συντηρητική κοινωνία της δεκαετίας του ‘50, από την άνεση του φτωχικού και ετοιμόρροπου εργαστηρίου του, όπου δεν έκανε τίποτε άλλο πέρα από το να συζητάει και να σκέφτεται.
Το βενζινάδικο – γκαράζ αυτοκινήτων στην οδό Σαρρή 29 στου Ψυρρή υψώνεται με αυθάδεια, επιβάλλοντας την παράταιρη, για τα δεδομένα της γειτονιάς, μορφή του. Όποιος το έχτισε πιθανόν δεν ήξερε πως κάποτε, σε μιαν άκρη του οικόπεδου – φιλέτου γεννήθηκε μια ιδέα που οι διαστάσεις της πήραν μορφή κινήματος προκαλώντας αναστάτωση στη συντηρητική κοινωνία της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Ήταν αρχές της δεκαετίας του ‘50, μόνο λίγα χρόνια από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ακόμα πιο λίγα από την επίσημη λήξη του αιματηρού Εμφυλίου, όταν στριμωγμένη ανάμεσα σε δυο κτίρια στεκόταν -ένας Θεός ξέρει πώς- μια παράγκα που έμελλε να ταράξει τα νερά για τα καλά. Το στενό, ξύλινο παράπηγμα που ασφυκτιούσε ανάμεσα στα γειτονικά του, δεν ήταν παρά μια επαγγελματική στέγη, ένα ταπεινό εργαστήρι. Η ταμπέλα φαρδιά πλατιά, το έγραφε ξεκάθαρα: ΣΙΜΟΣ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ – ΚΑΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ / ΣΙΜΟΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ – ΣΚΗΝΕΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΧΗΝ.
Το παράπηγμα δεν ήταν μόνο επιχείρηση, αλλά και κατοικία του τεχνίτη Σίμου Τσαπνίδη και έτσι περνούσε εκεί ολόκληρη την ημέρα. Η τύχη τα έφερε έτσι, και κάποια στιγμή το 1950 γνώρισε τους φοιτητές Κυριάκο Χατζηγεωργίου και Φώτη Μπαλλή. Αυτή ήταν η αρχή για μια μοναδική φιλία και ακόμα πιο μοναδική ιστορία. Άρχισαν να συναντιούνται στο εργαστήρι της οδού Σαρρή όπου οι φιλοσοφικές τους συζητήσεις ανάμεσα σε εργαλεία, μουσαμάδες και ραπτομηχανές έπαιρναν φωτιά, προσελκύοντας συνεχώς και άλλους νέους.
Μέχρι το τέλος του 1952 ο κύκλος είναι σχετικά μικρός, όμως το σουρεαλιστικό πάρτι που οργάνωσαν στις 24 Ιανουαρίου του 1953, έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες εκτοξεύοντας τη φήμη της παράγκας. Ο ένας άρχισε να φέρνει τον άλλον και σύντομα, το εργαστήρι του Σίμου έγινε στέκι της αθηναϊκής νεολαίας. Οι θαμώνες άρχισαν να αποτυπώνουν τις σκέψεις τους στους ξύλινους τοίχους: «Η κατάστασις είναι κρίσιμος αλλά όχι απελπιστική». «Αν απελπιστείς, μην απελπίζεσαι». Η παράγκα έγινε ιδέα και η ιδέα απέκτησε ένα εμβληματικό όνομα: Ιπτάμενη Παράγκα. Ο ιδιοκτήτης γράφτηκε με χρυσά γράμματα στην Ιστορία: Σίμος ο Υπαρξιστής.
Τα πάρτυ, οι συγκεντρώσεις και οι εκδρομές τους έγιναν θρυλικές, αναστατώνοντας τους συντηρητικούς οι οποίοι θεωρούσαν ότι διέφθειρε τους νέους, προήγε τον έκλυτο βίο και έσπερνε την αμφισβήτηση κατά του πολιτικού συστήματος. Τελικά αποφασίστηκε να μπει τέλος στη δράση των Υπαρξιστών. Μετά την Πρωτοχρονιά του 1954, η Γενική Ασφάλεια έβαλε σε εφαρμογή σχέδιο αντιμετώπισης του «υπαρξιστικού κινδύνου» χρησιμοποιώντας την αλάνθαστη στρατηγική του Δούρειου Ίππου: αστυνομικοί υποδύθηκαν τους υπαρξιστές για να μπουν στην παράγκα με στόχο να ανακαλύψουν ενοχοποιητικά στοιχεία. Αυτό που βρήκαν ήταν νέα παιδιά να κάθονται στο πάτωμα και να καπνίζουν, πίνακες ζωγραφικής με γυμνά και ποιήματα για τον έρωτα.
Για τη μικρή συντροφιά των πρώτων Ελλήνων υπαρξιστών, ο Σίμος ήταν η πηγαία έκφραση της ελευθεριακής συνείδησης: αρνούνταν την υποταγή σε κοινωνικές νόρμες και εξαρτήσεις, έραβε στα ρούχα του πολύχρωμα μπαλώματα, δημιουργώντας θεατρικά, πολύχρωμα πάτσγουορκ κι έκανε το καλύβι του έναν ανοιχτό και φιλόξενο χώρο για ανέστιους καλλιτέχνες.
Στις 21 Ιανουαρίου 1954, η Γενική Ασφάλεια κάνει έφοδο συλλαμβάνοντας όλους τους παρευρισκόμενους με την κατηγορία της συμμετοχής σε όργια και η παράγκα κλείνει μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης. Στις 15 Ιουλίου του 1955, το δικαστήριο οριστικοποίησε το λουκέτο στο εργαστήρι του Σίμου, με το σκεπτικό ότι η λειτουργία του ήταν παράνομη, ανήθικη και αντίθετη προς τη δημόσια τάξη.
Από τότε έχουν περάσει 68 χρόνια και ένα χάσμα χωρίζει τις δύο εποχές, όμως η Ιπτάμενη Παράγκα εξακολουθεί να αντιστέκεται στη λήθη.