Στα έγκατα του Χελμού βρίσκεται μια τεράστια σπηλιά που αλλάζει διαρκώς όψη, ένα σπάνιο δημιούργημα της Φύσης που έχει σμιλευτεί από το χρόνο, το νερό και τα γεωλογικά φαινόμενα.
Στην ορεινή Αχαΐα, στους πρόποδες του Χελμού, βρίσκεται το ανυπέρβλητης ομορφιάς σπήλαιο των Λιμνών. Το συνολικό μήκος του σπηλαίου είναι περίπου 2 χλμ. και το σχήμα του οφιοειδές, ένα απίστευτο δημιούργημα της Φύσης και του χρόνου, που ήταν γνωστό από την αρχαιότητα, καθώς σχετική αναφορά υπάρχει στα «Αρκαδικά» του Παυσανία, ως ιατρείο του μάντη Μελάμποδα.
Η ανεύρεσή του πραγματοποιήθηκε με μυθιστορηματικό τρόπο το 1964, ενώ οι πρώτες ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν επίσης το 1964 στον πρώτο θάλαμο της σπηλιάς, κάτι που έδειξε ότι είχε κατοικηθεί ήδη από τη Νεολιθική εποχή. Τα οστά από ελάφια, καμήλες και ιπποπόταμους που βρέθηκαν φανερώνουν ότι χρησίμευε ως πηγή νερού για τα ζώα στις περιόδους ανομβρίας. Ένα κάθετο φυσικό τοίχωμα ύψους 9 μέτρων εμπόδιζε τους επισκέπτες να διεισδύσουν περαιτέρω στη σπηλιά, που έκρυβε έναν μοναδικό φυσικό θησαυρό: Ο λόγος για τις 13 κλιμακωτές λίμνες, που σχηματίσθηκαν στην παλαιά κοίτη ενός υπόγειου ποταμού, που αποστράγγιζε το υπερκείμενο οροπέδιο του Απανώκαμπου, που κατά καιρούς πλημμύριζε.
Τα νερά της σπηλιάς προέρχονται από μια μικρή πηγή που γεμίζει σταδιακά τις δεκατρείς λίμνες, που χωρίζονται μεταξύ τους από φυσικά φράγματα. Οι λιθωματικές αυτές λεκάνες, που στη σπηλαιολογική ορολογία ονομάζονται «γκουρ», καλύπτονται από μεγάλους κρυστάλλους ασβεστίτη. Αυτοί ανανεώνονται κάθε χρόνο με την απόθεση νέων στρωμάτων ανθρακικού ασβεστίτη.
Εξερευνώντας το σπήλαιο
Οι αυξομειώσεις της στάθμης του νερού στις λίμνες δίνουν στο σπήλαιο διαφορετική όψη κάθε εποχή. Τον χειμώνα, που το σπήλαιο πλημμυρίζει, κυριαρχεί το βαθυγάλαζο χρώμα του νερού, ενώ το καλοκαίρι που τα νερά χαμηλώνουν αρχίζουν να εμφανίζονται οι κρύσταλλοι στα τοιχώματα των λιμνών, οι οποίοι αποκαλύπτονται εντελώς το φθινόπωρο, που για τη σπηλιά είναι η πιο στεγνή περίοδος. Ανάμεσα στην 8η και την 9η λίμνη κρέμονται από την οροφή μεγάλοι σταλακτίτες με πτυχές, που μοιάζουν φτιαγμένες από λευκό ύφασμα. Εδώ είναι και το στενότερο σημείο της σπηλιάς, αφού δύο ροόμορφοι λιθωματικοί σχηματισμοί αφήνουν μόνο ένα στενό πέρασμα μισού μέτρου ανάμεσά τους.
Στο επάνω τμήμα τους υπάρχουν υπέροχοι κρυστάλλινοι σχηματισμοί που αναπτύχθηκαν σε μικρές εσοχές. Τα νερά της 10ης λίμνης έχουν ανοικτό γαλάζιο χρώμα, που οφείλεται στη μορφολογία των κρυστάλλων του πυθμένα.
Σε γενικές γραμμές, σε κάθε λίμνη και σε κάθε εποχή το γαλάζιο χρώμα του νερού των λιμνών ποικίλλει. Η 13η λίμνη, που βρίσκεται 5 μέτρα χαμηλότερα από τη 12η, το φθινόπωρο στεγνώνει εντελώς, ενώ την άνοιξη που πλημμυρίζει τα νερά πνίγουν εντελώς το πέρασμα που οδηγεί στα βάθη της σπηλιάς και, εάν δεν θέλουμε να καταδυθούμε, πρέπει να περάσουμε από ένα στενό άνοιγμα, που με δυσκολία επιτρέπει να περάσει το σώμα.
Μετά τη 13η λίμνη η μορφολογία της σπηλιάς αλλάζει. Μεγάλοι ογκόλιθοι καλύπτουν το δάπεδο και ο λιθωματικός διάκοσμος απουσιάζει εντελώς. Η πρόσβαση δυσκολεύει και για να προχωρήσουμε πρέπει να σκαρφαλώσουμε επάνω σε κάθε ογκόλιθο και να ξανακατέβουμε, αφού έχουμε προχωρήσει για λίγα μόνο μέτρα. Ωστόσο αξίζει τον κόπο, αφού όταν φθάσουμε κοντά στο τέλος του σπηλαίου, ένα μοναδικό θέαμα παρουσιάζεται μπροστά μας: τα τελευταία 100 μέτρα, που είναι ανηφορικά, καλύπτονται από κατάλευκες λιθωματικές λεκάνες γεμάτες με νερό. Έχουν σχηματιστεί επάνω σε μια κατολίσθηση η οποία έχει κλείσει σε αυτό το σημείο το σπήλαιο. Η συνέχεια της σπηλιάς είναι προφανής, αφού από μία οπή στο τελευταίο σημείο έρχεται αέρας, όμως η πρόσβαση είναι αδύνατη.
Το σπήλαιο των Λιμνών, που παλαιότερα ονομαζόταν Τρουπίσιο, βρίσκεται σε υψόμετρο 827 μέτρων, απέχει 17 χιλιόμετρα από τα Καλάβρυτα και 9 από την Κλειτορία. Έχει αξιοποιηθεί τουριστικά με τη διάνοιξη γαλαρίας και την κατασκευή διαδρόμων στις πρώτες λίμνες. Πληροφορίες για να οργανώσετε την επίσκεψή σας μπορείτε να βρείτε εδώ.