Ο Άλκης Φιτσόπουλος θυμάται ανέκδοτες ιστορίες με τον στρατηγό του ελληνικού ποδοσφαίρου, το βόλεϊ, τις ταβέρνες και ένα παιχνίδι στο οποίο προσπάθησε να τον μαρκάρει.
Κάπου προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν το συνειδητοποίησα, σοκαρίστηκα. Αντάλλασα πάσες ποδοσφαιρικές με τον Μίμη Δομάζο με μια μπάλα βόλεϊ, περιμένοντας να έρθουν και οι άλλοι συμπαίκτες για τη μεγάλη ομάδα της «Απογευματινής». Μου ήρθε αυθόρμητα: «Μίμη, έτσι και μ’ έβλεπαν οι χωριανοί μου να παίζω πασούλες μαζί σου, θα έβγαινα δήμαρχος». Ο καλοκάγαθος Μίμης χαμογέλασε. Δεν μίλησε. Δεν του άρεσε να τον εκθειάζουν γιατί δεν το άντεχε. Τόση ταπεινότητα κουβαλούσε επάνω του. Το κατάλαβα αργότερα, όταν κάναμε παρέα. Διότι η ομάδα βόλεϊ της «Απογευματινής» ήταν μία παρέα με αρχηγό των Φαίδωνα Κωνσταντουδάκη και παικταράδες, τον Δομάζο, τον Κουμπλή, τον Χωριανόπουλο και όλους του αθλητικού τμήματος. Κάθε Τρίτη βράδυ μετά τη δουλειά κατ’ ευθείαν στο κλειστό των Άνω Λιοσίων για έναν αγώνα βόλεϊ και μετά… παϊδάκια. Κάτι σαν to know us better ένα πράγμα. Καλαμπούρι, χαβαλέ, αλλά και σύσφιξη των μεταξύ μας σχέσεων. Και την Κυριακή πρωί, φυσικά, όπου γήπεδο βρίσκαμε ανοικτό. Και το καλοκαίρι, Σαρωνίδα, βέβαια. Εκεί που έγιναν τα μεγάλα ντέρμπι στην άμμο. Ο Δομάζος ήταν και στο βόλεϊ, ό,τι ακριβώς και στο ποδόσφαιρο. Μία ομάδα μόνος του. Κυριολεκτικά. Όποια ομάδα από την παρέα τον είχε συμπαίκτη, ήξερε εκ των προτέρων ότι όλοι οι υπόλοιποι συμπαίκτες του Μίμη, θα είχαν μηδαμινή συμμετοχή. Ο «στρατηγός» ήταν ο υποδοχέας του αντίπαλου σερβίς, ο πασαδόρος, αυτός που πετούσε την μπάλα πονηρά στο αντίπαλο τερέν και κέρδιζε πόντους. Κι όταν τα ματς γίνονταν στη Σαρωνίδα, απόλαυση. Εκτός από τα χέρια, απέκρουε με το γνωστό τακουνάκι – πατέντα δική του ή με ανάποδο ψαλίδι.
Εκτός γηπέδων ήταν ένας σεμνός άνθρωπος. Βγήκαμε δυο φορές παρέα με τον Φαίδωνα Κωνσταντουδάκη σε διάφορες ταβέρνες στη Σαρωνίδα με την σύζυγό του Ηώ και την Πόπη. Ο Μίμης πάντα ο ίδιος με όλους. Χαμογελαστός στη διαρκή αποθέωση «στρατηγάρα μας» κ.λπ. Όταν του πήγαινα την κουβέντα σε παίκτες που δεν έπρεπε να παίζουν στον Παναθηναϊκό, δεν κατηγόρησε ποτέ κανέναν. Κι όχι επειδή φοβότανε μήπως κι έγραφα κάτι, αλλά έτσι αισθανότανε. Πάντως, είχε και το παράπονό του από τον Παναθηναϊκό, που δεν τον χρησιμοποίησε ποτέ σε κάποια δουλειά. Κι όπως διάβασα κάπου, συνήθιζε να λέει, αλλά μόνο στους δικούς τους ανθρώπους, ότι πουλάει καφέδες στην πλατεία Βικτωρίας. Εκεί είχε τότε το καφέ. Κάτι είπε και για τη Βίκυ Μοσχολιού, υπό τύπον παραπόνου, όμως κι όχι με κάποια δόση μίσους, αλλά αυτό δεν έχει σημασία να το αναφέρω, γιατί έξω παραμονεύουν διάφορα ανθρωποφάγα λυκόρνια.
Κάποτε ήρθε η κουβέντα και για τον Νταν Γεωργιάδη, τον προπονητή της εθνικής το 1970. Για μια φανέλα έγινε η φασαρία. Ο φροντιστής της εθνικής ξέχασε να φέρει τη φανέλα στον Δομάζο, ο Νταν νόμιζε ότι το έκανε επίτηδες, τον έδιωξε. Τον κάλεσε ο τότε ΓΓΑ της Χούντας Ασλανίδης. Και χωρίς να τον ρωτήσει τι έγινε άρχισε να τον βρίζει. Τον έβρισε και ο Μίμης. Έτσι δεν έπαιξε εναντίον της Ρουμανίας με συνέπεια να αποκλειστεί η Εθνική από τα τελικά του Μουντιάλ 1970 στο Μεξικό.
Ένα ιδιαίτερο στοιχείο που διέκρινε τον Μίμη Δομάζο ήταν ο θαυμασμός και η παραδοχή για τους αντιπάλους του. Αυτός, ο καλύτερος όλων, αποκαλύπτονταν όταν μιλούσε για τον Μίμη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Σιδέρη, τον Γιώργο Κούδα, τον Χάιτα, τον Αλεξιάδη και τον Κώστα Παπαϊωάννου του Άρη. Σε κανέναν δεν έβρισκε κάτι μεμπτό για να τον κατατάξει στο αποκάτω σκαλί.
Μια φορά, είχε γίνει ένα φιλικό παιχνίδι ανάμεσα στο σωματείο των ποδοσφαιριστών, ΠΣΑΠ, και των δημοσιογράφων, ΠΣΑ,Τ στον Πύργο της Ηλείας. Για φιλανθρωπικό σκοπό. Είχα μπει αλλαγή και σε κάποια στιγμή και πήγα να μαρκάρω τον Δομάζο, με την ορμή του 30άρη, που έχει απέναντί του έναν 60άρη. Ο Μίμης μου έκανε μια προσποίηση, έπεσα κάτω χωρίς με αγγίξει. Ένοιωσα ντροπή και συνάμα ανείπωτη ηδονή. Για να κρατήσω αυτή την στιγμή στο μυαλό μου μέχρι θάνατο, ζήτησα αλλαγή. Δεν διακινδύνευα να τον μαρκάρω και να τον κόψω. Θα αλλοιωνόταν η στιγμή της προσποίησης.