Τα ζητήματα της αειφορίας και της βιωσιμότητας στη βιομηχανία της Μόδας είναι στη μόδα. Το ζήτημα είναι αν μπορούν όντως να εκφραστούν, καθώς είναι άλλο το «υποστηρίζω τη βιώσιμη Μόδα» και άλλο «την αγοράζω».
Εδώ και σχεδόν δυο δεκαετίες η ανάπτυξη της ελκυστικής, οικονομικής, προσιτής Μόδας εξελίχθηκε ραγδαία. Η άνοδος των social media, των influencers και του online shopping γέννησε μια καινούρια βιομηχανία, τη λεγόμενη fast fashion! Τα χαρακτηριστικά που σκιαγραφούν με ακριβή τρόπο το προφίλ του Fast Fashion είναι η αντιγραφή ή η δημιουργική προσαρμογή σχεδίων μεγάλων οίκων, η ταχύτητα λανσαρίσματος νέων κολεξιόν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα και η γρήγορη παραγωγή τους σε συνδυασμό με το χαμηλό κόστος διάθεσης. Έτσι, η ιδέα που έχει αναπτυχθεί από κολοσσούς fast fashion brands, ότι όλοι πλέον μπορούμε να ντυνόμαστε με την τελευταία λέξη της μόδας χωρίς να ξοδεύουμε μια περιουσία, ωθεί όλο και περισσότερους καταναλωτές να περάσουν το κατώφλι των εν λόγω καταστημάτων.Την ίδια στιγμή, η πανδημία, το εντατικό πνεύμα του καπιταλισμού, τα περιβαλλοντικά ζητήματα, αλλά και σκάνδαλα των εταιρειών fast fashion, κάνουν την ιδέα της βιώσιμης, ηθικής μόδας πιο ελκυστική. Παρατηρώντας την κοινωνία των καταναλωτών αυτήν την περίοδο, θα έλεγε κάποιος πως είναι χωρισμένη σε δυο στρατόπεδα σε σχέση με την ένδυση, την υπόδηση και τα αξεσουάρ. Σε εκείνους που είναι πρόθυμοι να αγοράσουν βιώσιμα προϊόντα και στους άλλους που προτιμούν την αγορά του fast fashion. Το βασικό ερώτημα είναι, πότε θα πάψουν οι καταναλωτές να αγοράζουν από fast fashion brands. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Mckinsey, τον Απρίλιο του 2020 σε 2.000 καταναλωτές του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γερμανίας βρέθηκε ότι το 67% θεώρει, ότι η χρήση βιώσιμων υλικών είναι ένας σημαντικό κριτήριο αγοράς στην τελική επιλογή τους.
Παράλληλα, τα σκάνδαλα γύρω από μεγάλες μάρκες έδωσαν την ευκαιρία στους καταναλωτές να στραφούν στην επιλογή μιας βιώσιμης μόδας. Πιο συγκεκριμένα, η γνωστή βρετανική εταιρεία ενδυμάτων Boohoo, κατηγορήθηκε ότι είχε υιοθετήσει την τακτική μιας σύγχρονης δουλείας, αφού έδινε μόλις 3,5 λίρες την ώρα στους εργαζομένους στο εργοστάσιό της στο Λέστερ. Πριν από αυτό το συμβάν, κατά τη διάρκεια της πανδημίας κατηγορήθηκε, επίσης, πως εξανάγκασε μέρος του προσωπικού της να εργαστεί, παρόλο που νοσούσε από Covid-19.
Αδιαμφισβήτητα, είναι αρκετά δύσκολο να σπάσει αυτός ο κύκλος κατανάλωσης κι αυτό, διότι τα εμπορικά brands που στηρίζουν την ταχεία μόδα λανσάρουν σε μικρότερες τιμές τα προϊόντα τους και ανανεώνουν τις κολεξιόν τους με γρηγορότερο ρυθμό, σε σχέση με τη βιώσιμη μόδα που είναι πιο ακριβή. Τα βιώσιμα ενδύματα κατασκευάζονται από υψηλότερης ποιότητας υφάσματα, γεγονός που ανεβάζει το κόστος παραγωγής και επομένως και αγοράς, κάτι που σίγουρα λειτουργεί αποτρεπτικά. Το κλειδί για να μπορέσουν τα brands να παρουσιάσουν βιώσιμα προϊόντα είναι να υπάρξει ζήτηση, η οποία θα επιτευχθεί με τη σύμπραξη τόσο των καταναλωτών όσο και των ίδιων των ηγετών της βιομηχανίας της Μόδας και αυτή είναι η πρόκληση. Το ιδανικό θα είναι οι καταναλωτές να επενδύσουν τα χρήματά τους σε brands που στηρίζουν τη βιωσιμότητα και να ενισχύσουν τις προσπάθειες για την προστασία του πλανήτη. Όλοι οι κρίκοι της βιομηχανίας θα πρέπει να συνεργαστούν και να δημιουργήσουν έναν ιδανικό κόσμο για μόδα που θα απευθύνεται σε όλους. Το ερώτημα, για το αν η πανδημία και τα σκάνδαλα στη βιομηχανία της μόδας θα γίνουν το έναυσμα που θα ωθήσουν τους καταναλωτές να αποχωρίσουν γρηγορότερα, μένει να απαντηθεί στο μέλλον.