Όχι μόνο ο χαρακτήρας του Benny αλλά και αυτός της Beth είναι ένας φόρος τιμής στον μεγαλύτερο και πιο αλλόκοτο σκακιστή της Ιστορίας, τον Μπόμπι Φίσερ. Αυτή είναι η ιστορία του.
Όποιος έχει παρακολουθήσει τη σειρά Queen’s Gambit, έχει σίγουρα προσέξει την πολύ σημαντική σχέση που αναπτύσσει η πρωταγωνίστρια Beth, με τον Benny Watts, ένα παιδί – θαύμα στον σκακιστικό κόσμο της εποχής. Και στους δύο χαρακτήρες, όμως, υπάρχουν ομοιότητες με τη μυθιστορηματική ζωή του μεγαλύτερου σκακιστή όλων των εποχών, του Bobby Fischer (1943 – 2008). Ο συγγραφέας του ομώνυμου έργου στον οποίο βασίστηκε η σειρά, Walter Tevis (1928 – 1984), έχει εμπνευστεί και έχει δώσει στοιχεία και στους δύο βασικούς ήρωες, από μια ιδιοφυΐα που δεν έμπαινε ούτε σε λογαριασμό ούτε σε καλούπια.Μια ζωή στο ρίσκο
Εβραϊκής καταγωγής με ρίζες στην Ανατολική Ευρώπη, γεννήθηκε στο Σικάγο παίρνοντας το επώνυμο του πρώτου συζύγου της μητέρας του και όχι του φυσικού του πατέρα, ενός Ούγγρου καθηγητή που λίγα χρόνια μετά τη γέννησή του εκδιώχθηκε από τις ΗΠΑ με την κατηγορία του φιλοκομμουνισμού. Μέσα στη Μέκκα του καπιταλισμού στην οποία ανδρώθηκε, το στίγμα του πάππου προς πάππου «κόκκινου» αντιφρονούντα τον ακολουθούσε πάντοτε. Το FBI παρακολουθούσε στενά τη μητέρα του και τους συγγενείς του για περισσότερα από 30 χρόνια, κάτι που ίσως δικαιολογεί την απέχθεια που εξέφραζε συχνά – πυκνά για τις ΗΠΑ, αν και πολιτογραφημένος Αμερικανός. Το 1992 παρακούει την Κυβέρνηση Κλίντον και σπάει το εμπάργκο στη Γιουγκοσλαβία. Αγωνίζεται σε τουρνουά με αντίπαλο τον, παλιό του γνώριμο, Σπάσκι και κερδίζει το έπαθλο των 3,5 εκατ. δολαρίων. Από τότε γίνεται φυγάς. Οι αμερικανικές αρχές τον καταδιώκουν παντού. Την ποινή του την ξέρει. Αν πέσει στα χέρια τους, θα πρέπει να περάσει δέκα χρόνια στη φυλακή και να καταβάλλει υπέρογκο χρηματικό πρόστιμο. Περνάει μερικά χρόνια στην Ουγγαρία και στις Φιλιππίνες, όπου μάλιστα παίρνει μέρος και σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Η 11η Σεπτεμβρίου 2001 τον βρίσκει στον «αέρα» όπου ούτε λίγο ούτε πολύ επιδοκιμάζει τα χτυπήματα των τρομοκρατών, λέγοντας το απίστευτο «καιρός ήταν κάποιος να συντρίψει τις ΗΠΑ». Στο μεταξύ οι φήμες οργιάζουν. Λένε ότι ο Φίσερ παίζει σκάκι ακόμη και μέσω internet, ενώ αρκετοί ισχυρίστηκαν ότι τον είχαν δει να παίζει ανεπίσημα σε διάφορες γωνιές του πλανήτη. Το 2004 συλλαμβάνεται σε ιαπωνικό αεροδρόμιο επειδή το διαβατήριό του είχε λήξει. Κρατείται για εννέα μήνες, ώσπου το 2005 η Ισλανδία του χορηγεί άσυλο και τον φιλοξενεί μέχρι τον απροσδόκητο θάνατό του, το 2008 από νεφρική ανεπάρκεια. Τα τελευταία του λόγια, σύμφωνα με έναν Ισλανδό φίλο του που παρέμεινε δίπλα του ως το τέλος, ήταν: «Τίποτε δεν ανακουφίζει περισσότερο τον πόνο, από το ανθρώπινο άγγιγμα». Ήταν και αυτό ένα δείγμα της υπερευαισθησίας του Φίσερ, που τον ανάγκαζε να μην είναι ένας «κανονικός» άνθρωπος, με πολύπλευρες επιπτώσεις στην καριέρα και τη ζωή του.
Η αναμέτρηση του αιώνα
Ο Φίσερ ήταν ο μοναδικός Αμερικανός που έσπασε την κυριαρχία των Σοβιετικών στο σκάκι, εν μέσω μάλιστα των πυκνών νεφών της ψυχροπολεμικής περιόδου. Ήταν το 1972, όταν κατέκτησε τον τίτλο του παγκόσμιου πρωταθλητή, νικώντας τον Μπορίς Σπάσκι στο Ρέικιαβικ της Ισλανδίας. Το ματς αυτό έμεινε στην ιστορία ως η αναμέτρηση του αιώνα. Ο αγώνας κράτησε τρεις μήνες, από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβριο. Ο Φίσερ έχασε τις δύο πρώτες παρτίδες παίζοντας αυτοκαταστροφικά και προβάλλοντας συνεχώς αντιρρήσεις για το κοινό, τις κάμερες και το χώρο διεξαγωγής. Τελικά, ο Σπάσκι υποχώρησε μπροστά στη δυστροπία του και ο αγώνας συνεχίστηκε σε ένα ήσυχο δωμάτιο. Τελικά, ο Φίσερ κέρδισε εννέα παρτίδες, έχασε μόνο μία, ενώ 11 έληξαν ισόπαλες. Έτσι έγινε πανηγυρικά ο 11ος Παγκόσμιος Πρωταθλητής στο σκάκι. Από εκείνη τη στιγμή, ο Μπόμπι όχι μόνο έγινε το συνώνυμο του σκακιού στις ΗΠΑ -αν και δεν μπόρεσε ποτέ να ταυτιστεί με αυτήν την χώρα-, αλλά έδωσε τέτοια ώθηση στο άθλημα που έκανε τον Σπάσκι να δηλώσει αργότερα: «Χάρις στον Φίσερ οι σκακιστές γίναμε πλούσιοι και διάσημοι». Η Αμερικανική Ομοσπονδία σκακιού είδε τα μέλη της να πολλαπλασιάζονται και περιοδικά όπως το Time ενέταξαν στην ύλη τους το σκάκι, όχι σαν το παραδοσιακό σκίτσο με τα πιόνια πλάι στο σταυρόλεξο και κάτω από τα ζώδια, αλλά σαν έναν συναρπαστικό σύμπαν στρατηγικής και ευφυΐας. Πλάι σε αυτά, ο Φίσερ αναπτέρωσε το γόητρο των Αμερικανών, σε μία περίοδο που η αντιπαράθεση με του Σοβιετικούς βρισκόταν στο κατακόρυφο. Ήταν η κίνηση ματ της ζωής του.
Όταν, λοιπόν, ο Walter Tevis γράφει τη νουβέλα του (γύρω στο 1982) τα γνωρίζει όλα αυτά (και πολλά ακόμη), όπως και τον θόρυβο που έχει προκαλέσει διεθνώς η απόσυρσή του το 1975 και ενώ βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του. Δεν κατέβηκε να υπερασπιστεί τον τίτλο του στη Μανίλα των Φιλιππίνων, προβάλλοντας διάφορες αιτιάσεις σχετικές με τη διαδικασία του αγώνα. Από την απομόνωση βγήκε προσωρινά το 1977 όπου κέρδισε τον υπολογιστή του ΜΙΤ και ένα σκακιστικό πρόγραμμα που είχε λανσαριστεί ως «άχαστο». Δεν έχασε ούτε μία παρτίδα. Από εκεί και πέρα το χάος: προσωπικό και επαγγελματικό. Χαμένος στις ιδιοτροπίες του, αλλά και τον μποέμ χαρακτήρα του δεν μπόρεσε ποτέ κανείς να δικαιολογήσει την απουσία του, δίχως να την αναγάγει στον ιδιόμορφο χαρακτήρα του που ανέκαθεν τον έβαζε σε περιπέτειες. Λέγεται ότι μέχρι τα τέλη του ’80 -και ώσπου να διαφύγει στη Γιουγκοσλαβία- ζούσε ως ρακοσυλλέκτης στις υποβαθμισμένες περιοχές του Λος Άντζελες και είχε συλληφθεί και από την αστυνομία. Η κατάθλιψη τον συντρόφευε σχεδόν πάντα, παρέα με μία μνήμη που δεν ξεχνούσε τίποτα. Μπορούσε να ανακαλέσει τις κινήσεις που είχαν γίνει στις παρτίδες και μπορούσε να αποστηθίσει ολόκληρες προτάσεις από γλώσσες που δεν γνώριζε. Είχε δείκτη ευφυΐας 180, αλλά κάποιοι τον χαρακτήριζαν μονοσήμαντα έξυπνο έως και ηλίθιο. Για την ψυχολογική του κατάσταση ειπώθηκαν πολλά, τίποτα όμως δεν συνηγορεί ότι είχε κάτι περισσότερο από ένα απλώς ιδιαίτερο ψυχισμό και ότι το σκάκι ήταν ταυτόχρονα ο παράγοντας που τον ισορροπούσε αλλά και τον αποσταθεροποιούσε.