Στις 17 Απριλίου 2011, φεύγοντας από τη ζωή στα 63, μια ολόκληρη γενιά έχασε ένα κομμάτι του εαυτού της. Tο πιο αθώο…
Ηαπώλεια ήταν οδυνηρή για όλους, πιο πολύ όμως για τη Generation X (όσοι έχουν γεννηθεί μεταξύ 1965 και 1980) που είχε μάθει να προσεγγίζει τη ζωή μέσα από τα τραγούδια του, αλλά και το παράδειγμα της ζωής του. Ερωτευόταν, χώριζε, διασκέδαζε, άλλάζε τον κόσμο και τον εαυτό της. Που είχε μάθει να ανανεώνει καλοκαιρινά ραντεβού σαν μια σταθερή τελετουργία που της έδινε ταυτότητα. Για τους Αθηναίους, κάθε φορά η ανακοίνωση μιας συναυλίας στο Λυκαβηττό ισοδυναμούσε με μια μικρή ηλεκτροπληξία. Η προσμονή γρήγορα μετατρεπόταν σε εμμονή. Δεν χόρταινες όσες φορές και να τον έβλεπες, κάθε νέα συναυλία προμήνυε ακόμη μεγαλύτερη χαρά, ακόμη περισσότερη συγκίνηση σε σχέση με την προηγούμενη. Όταν έπαιζε στο θέατρο Συκεών, στη Θεσσαλονίκη, γινόταν πραγματικό ολοκαύτωμα.Αυτοδίδακτος, χαρισματικός, πεισματάρης, είχε μια τρομερή αμεσότητα που σε κέρδιζε αμέσως, ενώ την ίδια στιγμή τηρούσε το μέτρο. Τότε ήταν της μόδας να ανεβαίνουν κάποιοι/ες στη σκηνή και να χορεύουν τσιφτετέλια. Τους άφηνε, αλλά με έναν τρόπο που εγγυόταν ότι όλο αυτό δεν θα γινόταν πίστα σκυλάδικου στην εθνική. Και ενώ ήταν λαϊκός τραγουδιστής, ήταν και άλλα πολλά, που τα υποστήριζε με όλο του το είναι. Το πανηγυριώτικο αλλά και ταγάρικο κλίμα των δίσκων «Εκδίκηση της Γυφτιάς» και «Τα Δήθεν», που έκανε μαζί με τον Μανώλη Ρασούλη και τον Νίκο Ξυδάκη στα τέλη της δεκαετίας του ’70 προκάλεσαν αίσθηση και ήταν ένα προμάντεμα για το τι θα επακολουθούσε. Το πώς ηχρογραφήθηκαν αυτοί οι δύο δίσκοι και το πώς πείστηκε ο Αιγυπτιώτης συντηρητής εικόνων τότε Ξυδάκης να γράψει λαϊκά σε στίχους ενός χίπη, το πώς κοιμόντουσαν στρωματσάδα στο σπίτι του Παπάζογλου όλοι μαζί και πολλά άλλα, θα μπορούσαν να είναι ιδανικό σενάριο για road movie.
Eίχε προηγηθεί η συνεργασία του με το τοτέμ της εποχής, τον Διονύση Σαββόπουλο, στους Αχαρνής, το 1977, όπου έκανε την πρώτη του δισκογραφική συμμετοχή. Λίγα χρόνια μετά, το 1984, -διότι αγαπούσε να κάνει τα πράγματα με τους δικούς του χρόνους, όταν ένιωθε έτοιμος-, μάζεψε ό,τι κομμάτια είχε φτιάξει από τις μουσικές του κατά καιρούς επιρροές -τα οποία ήταν πολύ διαφορετικά μεταξύ τους- και τα έβαλε στον πρώτο του προσωπικό δίσκο, το «Χαράτσι». «Ορισμένα τραγούδια ήθελαν μόνο μπουζούκι και ακουστικές κιθάρες, άλλα ήθελαν ηλεκτρική μπάντα. Ήταν όλοι οι μουσικοί τόποι από τους οποίους είχα περάσει και τους αγάπησα. Τους έβαλα να συνυπάρξουν. Για αυτό και το σημείωμα πίσω από το δίσκο έλεγε ότι η μουσική μας παιδεία είναι ένας κυκεώνας και η αγάπη πιο σημαντική από τη διαφορά. Εφόσον όλα αυτά τα πράγματα τα είχα χωνέψει και μπορούσα να τα εμφανίσω σαν ένα κράμα, τα εμφάνισα!». Από εκει και μετά, τα πράγματα ήρθαν μάλλον φυσιολογικά. Τέτοιο λαμπρό ταλέντο δεν μπορούσε να κρυφθεί.
Μια φυσική γέφυρα πολιτισμών
Ως καλλιτέχνης, έμοιαζε με τα γεφύρια που συναντάει ένας οδοιπόρος στις περιπλανήσεις του στους ορεινούς όγκους. Δεν ήταν μόνο ότι ένωνε ετερόκλητα στοιχεία ή ότι έφερνε σε επαφή μοντέρνα ρεύματα με λαϊκά, ανατολίτικους δρόμους με δυτικούς, soul με αμανέδες, αλλά και ότι ένωνε ανθρώπους που φαινομενικά δεν είχαν πολλά κοινά μεταξύ τους. Ίσως γιατί σαν μέγας μάστορας που ήταν ήξερε πώς να αμβλύνει τις γωνίες. Μεγάλωσε με ινδάλματα μηχανικούς, σιδηρουργούς, τεχνίτες, έμαθε τα ηλεκτρολογικά διαβάζοντας μόνος, έστησε ένα ολόκληρο στούντιο από το μηδέν, το περίφημο Αγροτικόν, ενώ προηγουμένως συνελήφθη ως ραδιοπειρατής. Από τα καλώδια, τα κατσαβίδια, τα ηχοληπτικά και τις ζεύξεις, κληρονόμησε και το παρατσούκλι «push pull», που υποδήλωνε μια βαθμίδα στον ενισχυτή. «Σπούδασα πολλά πράγματα με τον δύσκολο τρόπο. Με τον εύκολο, τίποτα. Τέλειωσα το Λύκειο και εκεί στοπ». Και δεν σταμάτησε ποτέ να μαθαίνει. Αργότερα έγινε καπετάνιος ιστιοπλοϊκού -ξανά πειρατής-, αλλά και πιλότος μονοθέσιου, ενώ από τα πρώτα χρόνια οργάνωνε ο ίδιος τις συναυλίες του, χωρίς μάνατζερ και δημόσιες σχέσεις. Στο εξώφυλλο ενός δίσκου είναι ο ίδιος που κολλάει τις αφίσες στον τοίχο -τα χέρια του έπιαναν!
Ως άνθρωπος ερχόταν από μια προηγούμενη εποχή. Από τη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη της καθαρής εξήγησης και της εγκάρδιας φιλικότητας που έκανε μπάνιο μπροστά στον Λευκό Πύργο, ψάρευε στα καθαρά νερά του Θερμαϊκού και έπινε ρετσίνα στις ταβέρνες της Άνω Πόλης. Αυτό, όμως, δεν τον εμπόδισε να καθορίσει μουσικά την εποχή του και να παρουσιάσει κάτι εντελώς νέο και πρωτοποριακό τις δεκαετίες της καταξίωσης: από το 1980 έως το 2000 περίπου. Αλλά και να καθορίσει την επόμενη εποχή, αυτή που βιώνουμε σήμερα. Ο Σωκράτης Μάλαμας, ο Ορφέας Περίδης, η Μελίνα Κανά, οι Χειμερινοί Κολυμβητές και πολλοί άλλοι, πέρασαν από το φυτώριο του Αγροτικόν, αξιώθηκαν της γενναιοδωρίας του και σχημάτισαν τους δικούς τους μουσικούς κήπους και κύκλους. Σε εκείνα τα ξεκινήματα το όνομα του στούντιο ήταν πιο αναγνωρίσιμο από των καλλιτεχνών. Ακόμη και οι Τρύπες ξεκίνησαν από εκεί. Ο πρώτος δίσκος του συγκροτήματος ηχογραφήθηκε τις τελευταίες ημέρες του Ιανουαρίου του 1985 στο Αγροτικόν, με μηχανικό ήχου τον Νίκο Παπάζογλου. Διάβαζες «Αγροτικόν» στο δίσκο και ήξερες ότι η σχολή της Θεσσαλονίκης θα διδάξει πάλι μουσική. Αγόραζες το δίσκο και μάθαινες το νέο αίμα.
Μια πιθανή θεωρία για το κόκκινο μαντήλι
Όσο και αν απέφευγε να το πει ξεκάθαρα δημόσια, το κόκκινο μαντήλι όπως και η denim on denim ενδυμασία του είχαν τους συμβολισμούς τους. Συνήθως, σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει μια αρχική έμπνευση που κτίζεται στην πορεία. Τα τζην, λοιπόν, ήταν «τα ρούχα της δουλειάς», όπως έλεγε. Ένας αληθινός working class hero, μέλος πολύτεκνης οικογένειας και γιος χασάπη. Ενώ το κόκκινο μαντήλι προφανώς λίγη σχέση είχε με τις δικαιολογίες που κατά καιρούς χρησιμοποιούσε στις σχετικές ερωτήσεις των δημοσιογράφων. (Για να μην τον τσιμπούν οι μέλισσες πάνω στη μηχανή, για να κρατάει το λαιμό του ζεστό όταν τραγουδούσε κ.λπ.). Προφανώς ένας τόσο ευφυής άνθρωπος γνώριζε ότι η κάθε του κίνηση είχε επιδραστικό χαρακτήρα στα εκατομμύρια κόσμου που τον ακολουθούσε. Και όταν φοράς διαρκώς ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό, όταν η νιότη σου έχει ανθίσει μέσα στα 60’s της αμφισβήτησης, ε, τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια για τον επονομαζόμενο και κεραμιδόγατο (άλλο παρατσούκλι του Νικόλα); Δεν θέλει πολύ μυαλό για να σκεφτεί κάποιος ότι το κόκκινο μαντήλι είχε σχέση με το pionerskiy galstuk, το μαντήλι της πρωτοπορίας που φορούσαν οι επαναστατημένοι άνθρωποι από την Κούβα μέχρι την Κίνα τη δεκαετία του ’60 και του ’70. Ασφαλώς, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα μπορούσε να είναι κομματικό πρόβατο, για αυτό και ποτέ δεν εκφράστηκε δημοσίως υπέρ κάποιου σχηματισμού. Ανένταχτος – μεμονωμένος, αλλά πάντα στην πλευρά του προοδευτικού κόσμου, φρόντιζε οι πολιτικές του νύξεις να κάνουν τον άλλο να σκεφτεί χωρίς συνθήματα. Φυσικά, το κόκκινο μαντήλι το οικειοποιήθηκε, το έκανε δικό του με τον τρόπο του. Αντί εκείνος να αιχμαλωτισθεί στους πολιτικούς συμβολισμούς του, το υπέταξε δίνοντάς του ένα καινούριο νόημα, που περιείχε την ελευθερία και αντισυμβατικότητα που χρειάζεται ένα αληθινά επαναστατικό σινιάλο για να παραμένει θαλερό. Το μαντήλι, μαζί με τα μακριά μαλλιά που δεν έκοψε ποτέ -όσα είχε τέλος πάντων- ήταν ένα ακατάπαυστο νεύμα για ζωή, κίνηση και δημιουργία. Ήταν το όργωμα της ηπειρωτικής χώρας με το βανάκι και το πούλμαν, οι ρεγκάτες στο Αιγαίο για συναυλίες στα νησιά της άγονης γραμμής, η ακόρεστη διάθεση για περιπέτεια και εξερεύνηση στη Μουσική, τη Γεωγραφία, τη Μηχανική.
Το νόημα της αυθεντικότητας
Τι είναι εκείνο που καθιστά έναν άνθρωπο -ιδιαίτερα έναν καλλιτέχνη- αυθεντικό; Ασφαλώς πολλά. Ίσως, πιο σημαντικό από όλα είναι η αντίστασή του στην αλλοτρίωση που προκαλεί η φθορά του χρόνου, οι τριβές των ανθρώπινων σχέσεων και οι ανάγκες της επιβίωσης. Αλλά δεν είναι τόσο η (ενσυνείδητη) αντίσταση σε όλα αυτά που κατέστησε τον Νικόλα αυθεντικό, όσο ότι το έκανε αυτό να φαίνεται απολύτως φυσικό. Η αυθόρμητη στάση ζωής που είχε υιοθετήσει απέναντι στα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης έμοιαζε στην καθημερινότητα σαν νερό που κυλάει. «Κάνω ακριβώς αυτό που αγαπώ…Δεν μπορώ να τραγουδήσω σε μαγαζιά, προτιμώ τις συναυλίες που γίνονται σε ουδέτερους χώρους…Παίρνουμε το ιστιοφόρο και πάμε στα νησιά και τραγουδάμε», αυτή ήταν η μονιμη επωδός του, πάντα με ένα πλατύ χαμόγελο. Ένα είδος επιστροφής στη φύση, στη θάλασσα, στην αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου, στην ποίηση της κάθε στιγμής.
Σε έναν μικρό απολογισμό ζωής πριν κάποια χρόνια, στην εκπομπή του στιχουργού Λευτέρη Παπαδόπουλου στην ΕΡΤ 3 το 2007, είχε πει ότι όλα του «ήρθαν πάρα πολύ πρίμα» και «ότι τα έκανε όλα όπως τα ήθελε». Και αυτό είναι ό,τι πιο αισιόδοξο έχει ακουστεί ποτέ για έναν κόσμο όπου η μαζικοποίηση, η φτήνια, ο υπερκαταναλωτισμός και η μιζέρια κυριαρχούν, συνθλίβουν και επιχειρούν να μεταλλάξουν κάθε τι που προσπαθεί να μείνει ατόφιο. Ο Νίκος Παπάζογλου έζησε όπως ήθελε, χωρίς να χρειαστεί να αλλάξει ρότα, χωρίς να βάλει νερό στο κρασί του, χωρίς να φαλτσάρει. Δυστυχώς μαζί του χάθηκε και το πιο γνήσιο κομμάτι του εαυτού μας, μιας και το δικό του τέλος ήταν και το τέρμα της νιότης μιας ολόκληρης γενιάς που μεγάλωσε μαζί του. Σε έκεινην άφησε κληρονομιά τις αυτοσχέδιες συνταγές του, στο «Όλα τ’ αλλάζει ο καιρός/όλα θα τα ρημάξει/μα οι κλέφτες που παραφυλάν του παίρνουνε Χαράτσι», στους Δραπέτες, ως αληθινός δραπέτης του χρόνου, άλλα και όπου ο καθένας μπορεί να τις ανακαλύψει.
«Σκόνη πάνω στους καθρέφτες
και του χρόνου οι δραπέτες
την ψυλλιαστήκανε.
Είπανε δεν είναι λάθος
τη ζωή να ζεις με πάθος
και γι’ αυτό σωθήκανε».