Οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι προσωπικές έριδες και οι κομματικές αντιδικίες που πλήγωσαν τη χώρα, από το 1821 ως το πραξικόπημα του 1909, μέσα από δύο καινούρια και πολύ αξιόλογα βιβλία.
Η ελληνική ιστορία είναι γεμάτη σελίδες εθνικής ανάτασης στις οποίες περιγράφονται συνήθως τα επιτεύγματά της στους τελευταίους δύο, δύσκολους, αιώνες. Υπάρχουν όμως και μαύρες σελίδες διχασμού, με έριδες που λίγο έλλειψε να ακυρώσουν την ίδια την ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Δύο πανεπιστημιακοί, σε πρόσφατα βιβλία τους, εξετάζουν δύο κομβικές στιγμές της ιστορίας μας όπου η εξοντωτική αντιπαράθεση σημάδεψε την πολιτική ζωή του τόπου. Τα διαβάσαμε και σας τα προτείνουμε ανεπιφύλακτα.
Η Επανάσταση του 1821
Στη μονογραφία του «Εσωτερικές έριδες και διενέξεις στα χρόνια του αγώνα», η οποία κυκλοφόρησε το 2020 από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, στη σειρά «200 Χρόνια από την Επανάσταση», ο Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας και προϊστάμενος του Ερευνητικού Κέντρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, υποστηρίζει ότι η Εθνεγερσία του 1821 ήδη από το ξεκίνημά της ήταν κατάστικτη από αντιπαραθέσεις κι επιμέρους στρατηγικές. Γράφει συγκεκριμένα ο Ι. Μιχαηλίδης: «Όλα δείχνουν πως η πορεία προς την εμφύλια σύρραξη ήταν εν πολλοίς αναπόδραστη, αφού στο καμίνι της Επανάστασης εκτονώθηκαν προνεωτερικές δυνάμεις που σιγόβραζαν για χρόνια και αναμείχθηκαν βιαστικά και πρόχειρα με νεωτερικά στοιχεία και αντιλήψεις».
Ο συγγραφέας παρουσιάζει τις διαφορετικές απόψεις που είχαν διατυπωθεί για το «πότε» και το «πώς» της Επανάστασης, το «πού» και με «ποιους», αλλά κυρίως τις διαφορετικές αντιλήψεις των πρωταγωνιστών για το «μετά». Ο αφορισμός του Αλέξανδρου Υψηλάντη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ τον Μάρτιο του 1821 και η σύγκρουση του Αλέξανδρου Υψηλάντη με τον μελλοντικό Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια που ήταν (κι αυτός) αρνητικός στην προοπτική μιας εξέγερσης, είναι οι πρώτες, οδυνηρές εκφάνσεις του διχασμού που αργότερα θα λάβει ενδημική μορφή στην καθημερινότητα της Επανάστασης. Ο συγγραφέας, μας θυμίζει ότι ο Δημήτριος Υψηλάντης που κατέφθασε στην απελευθερωμένη Ύδρα τον Ιούνιο του 1821 και περιόδευσε σε Σπέτσες, Άστρος, Βέρβαινα κ.ά. προκάλεσε αμέσως την αντιπάθεια των Πελοποννησίων προεστών και των Φαναριωτών (το «φαναριώτικο σκυλολόι» όπως το αποκαλούσαν ορισμένοι…) που είχαν κι αυτοί φτάσει στην απελευθερωμένη χώρα το πρώτο εξάμηνο το 1821 (Μαυροκορδάτος, Καρατζάς, Νέγρης κ.ά.). Ο πρώτος εμφύλιος ξέσπασε ανάμεσα σε προκρίτους της Πελοποννήσου κι αγωνιστές ταγμένους στο πλευρό του Δημήτρη Υψηλάντη, ενώ ο θάνατος του Λόρδου Μπάιρον, το 1824, υποβοήθησε τη διολίσθηση των αντιπαραθέσεων σε ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο.
Το 1825, ο εμφύλιος ανάμεσα σε Πελοποννησίους και Ρουμελιώτες οι οποίοι στήριζαν την κεντρική κυβέρνηση έθεσε σε κίνδυνο την Επανάσταση. Η κατάσταση χειροτέρεψε με τη σύλληψη των οπλαρχηγών της Πελοποννήσου και η απόβαση του Ιμπραήμ πασά στην Πελοπόννησο λίγο έλλειψε να διαλύσει ό,τι είχε επιτευχθεί μέχρι τότε. Ο Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονήθηκε το 1831, νέος γύρος εμφυλίου πολέμου ξέσπασε και η διαμάχη θα λήξει με την έλευση του Όθωνα στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1833. «Ήταν λογικό να αναμένει κανείς πως η εισδοχή των Ελλήνων στην εποχή της νεωτερικότητας του 19ου αιώνα θα συνοδευόταν από κραδασμούς, εντάσεις και οξύτητες», γράφει στο βιβλίο του ο Ι. Μιχαηλίδης.
Η Ανόρθωση του 1910
Ο Σωτήρης Ριζάς, διευθυντής ερευνών στο Κέντρο Έρευνας της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών, μας μεταφέρει οκτώ δεκαετίες αργότερα, για να εξετάσει μια συγκεκριμένη χρονιά, το 1909, το οποίο κατά τη γνώμη του «σηματοδοτεί μια από τις πιο σημαντικές χρονιές στη νεότερη ελληνική ιστορία και κυρίως έναν σταθμό, ένα γεγονός κομβικό για τη μετάβαση της Ελλάδας στον 20ο αιώνα».
Στο βιβλίο του «1909: Η μετάβαση της Ελλάδας στον 20ο αιώνα», από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο στη σειρά «Χρονιές Που Σημάδεψαν Τη Νεότερη Ελληνική Ιστορία», θα ασχοληθεί διεξοδικά με το πραξικόπημα του 1909, την «Επανάσταση» όπως αποκαλούσαν τη συγκεκριμένη στρατιωτική παρέμβαση (κι άλλες πριν και μετά από αυτή…) οι εμπνευστές της, με το πρόσχημα ότι δεν αποσκοπούσαν στον σφετερισμό της εξουσίας και τον περιορισμό των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών, «αλλά σε μια ευρύτατη κοινωνική και πολιτική αλλαγή προς όφελος μιας ευρείας κοινωνικής πλειοψηφίας, στον τερματισμό ενός φαύλου και αναποτελεσματικού καθεστώτος» όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας. Το πραξικόπημα του 1909 έβαλε τέλος σε μια συνταγματική ομαλότητα 45 ετών, έφερε στο προσκήνιο της χώρας ένα νέο κόμμα, το Κόμμα των Φιλελευθέρων κι ανέδειξε έναν νέο εθνικό ηγέτη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο συγγραφέας εξετάζει τις πολιτικές, στρατιωτικές και οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα και τα ζητήματα που πυροδοτούσαν εντάσεις: το σταφιδικό ζήτημα, η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, η απελευθέρωση της Μακεδονίας, η αναδιανομή της γης στη Θεσσαλία κ.ά. Η κοινωνική διαστρωμάτωση των πρωταγωνιστών του πραξικοπήματος του 1909, όσο και τα κίνητρά τους, παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες. Το μείγμα εκσυγχρονισμού του πολιτικού βίου και κοινωνικής κινητικότητας που ζητούσαν κατώτεροι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η χώρα στην εξωτερική πολιτική και την οικονομία, είχαν ως αποτέλεσμα πρώτα την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και, στη συνέχεια, τη στρατιωτική παρέμβαση. Το βράδυ της 15ης Αυγούστου 1909 μια ομάδα αξιωματικών που αποκαλούνταν «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» πραγματοποίησαν πραξικόπημα. Με ένα πολύ θολό κυβερνητικό πρόγραμμα στο οποίο συνυπήρχαν η πρόθεση για μεγαλύτερη φορολόγηση των υψηλών εισοδημάτων, η απομάκρυνση των πριγκίπων από τη διοίκηση του στρατού και η οικονομική ενίσχυση του στρατεύματος, εφόσον η Ελλάδα επιθυμούσε να διεκδικήσει την ικανοποίηση των εδαφικών διεκδικήσεών της, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος επέβαλε νέα κυβέρνηση (Κυριακούλης Μαυρομιχάλης) και υπέβαλε νομοσχέδια προς ψήφιση στη Βουλή. Τέσσερις μήνες αργότερα ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, που είχε ήδη αποδυναμωθεί πολιτικά και στρατιωτικά, κάλεσε τον Ελευθέριο Βενιζέλο να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο ανερχόμενος πολιτικός, το άστρο του οποίου έλαμπε στη Κρήτη ήδη από το 1905, αρνήθηκε προτείνοντας αυτοδιάλυση του Στρατιωτικού Συνδέσμου, διάλυση της Βουλής, προκήρυξη εκλογών και δημιουργία νέας εθνοσυνέλευσης.
Τους μήνες που ακολούθησαν, ο Ελευθέριος Βενιζέλος επιδίωξε να ανανεώσει εκ βάθρων το πολιτικό προσωπικό της χώρας και μέσω αυτού τις πολιτικές μεθόδους. Η περίοδος μέχρι τις εκλογές έμεινε στην ιστορία ως «Ανορθωτικός Αγών» και η Ελλάδα υπό πρωθυπουργό τον γηραιό για την εποχή Στέφανο Δραγούμη (68 ετών) θα διανύσει περίοδο ανασύνταξης του πολιτικού σκηνικού και μεταρρυθμιστικής πολιτικής η οποία, δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις έλαβε τη μορφή εκκαθάρισης πολιτικών ή προσωπικών διαφορών. Τον Σεπτέμβριο του 1910 ο (ήδη ανεξάρτητος) βουλευτής Βενιζέλος θα εκφωνήσει έναν πολύ σημαντικό λόγο στην πλατεία Συντάγματος, ο οποίος θεωρείται σήμερα η γενέθλια πράξη του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Αν και δεν τόλμησε, όπως ανέμεναν κάποιοι, να ζητήσει αβασίλευτη δημοκρατία, προτίμησε να αποκαλέσει τον εαυτό του σημαιοφόρο νέων πολιτικών ιδεών. Η σαρωτική νίκη του στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1910 σηματοδότησε τη μετάβαση από την ολιγαρχική στη μεταολιγαρχική φάση της ελληνικής πολιτικής. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ριζά, ο Βενιζέλος αξιοποίησε την στρατιωτική επέμβαση του 1909 και εισήγαγε την Ελλάδα στον 20ο αιώνα. «Η Ελλάδα κυβερνιόταν δραστήρια και αποτελεσματικά, η αίσθηση ότι τα πάντα εξαρτιόνταν από την πολιτική συναλλαγή περιορίστηκε» επισημαίνει ο Ριζάς, σπεύδει όμως να διευκρινίσει ότι η σύγκρουση Βενιζέλου και βασιλιά, η οποία θα ξεσπάσει αργότερα με αφορμή τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο, σύγκρουση που θα προκαλέσει έναν νέο διχασμό, είναι ο το γεγονός που «αποκάλυψε την ύπαρξη σχισμάτων μεταξύ του νέου πολιτικού κόσμου και της συντηρητικής μερίδας της ελληνικής πολιτικής η οποία είχε εξουδετερωθεί με τη στρατιωτική επέμβαση του 1909 και παραμεριστεί με την άνοδο του Βενιζέλου το 1910».