Από το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» στο «ακυρώνω άρα υπάρχω» και από τη συνέτιση στην ανθρωποφαγία η απόσταση, τελικώς, δεν ήταν και τόσο μεγάλη…
Η κουλτούρα της ακύρωσης είναι βγαλμένη από τα πιο ρηχά νερά της millennial ελαφρότητας και αλαζονείας. Με μια κίνηση που είναι θυμική ανθρώπου σε παράκρουση, λίγο εκδικητική, λίγο αψυχολόγητη, καθιστάς κάποιον persona non grata. Ρίχνεις άκυρο, που λένε, ή τον στέλνεις στα διαγραμμένα. Το να το υφίστασαι αποτελεί σοβαρή κρίση που πρέπει να διαχειριστείς άμεσα. Το να το κάνεις εσύ είναι απολαυστικά επιδερμικό, η χαρά της κραυγαλέας απόρριψης, το αγωνιστικό μποϊκοτάρισμα του παρελθόντος. Είπε μια σαχλαμάρα το χ, ψ δημόσιο πρόσωπο ή κάτι που δεν άρεσε σε κάποια κοινωνική ομάδα που και στόμα και μιλιά έχει; Cancel. Είπε κάτι σωστό κάποιος που συνηθίζει να λέει σαχλαμάρες; Ξανά cancel. Δεν είπε τίποτα; Πάλι cancel. Γιατί έτσι και γιατί μπορούμε. Το cancel μπορεί να αφορά ένα brand, μια εταιρεία, μια χώρα, μια ομάδα, έναν κωμικό, ένα πολιτικό, ένα μοντέλο, μια παρουσιάστρια, όλους. Μια τοξική μόδα, που όπως όλες οι μόδες που αγαπούν να κυριαρχούν, είναι ενοχλητική γιατί ισοπεδώνει.
Στο μεταξύ δεν πείθει κανένα άνθρωπο που θέλει να σκέφτεται λίγο πιο βαθειά. Γιατί στην πραγματικότητα όλη αυτή η αντιμετώπιση δεν είναι παρά η προκατάληψη του αστοιχείωτου. Μια αδούλευτη υπερβολή που αναπαριστά τον κόσμο απλουστευτικά, μονοδιάστατα, δηλαδή τεμπέλικα και επιφανειακά. Στον βυθό της, υπάρχουν μόνο αιτίες και αφορμές για να ακυρώσουμε τον επόμενο αποδιοπομπαίο τράγο που θα φορτωθεί όλες τις παθογένειες της κοινωνίας. Ουδείς τέλειος, άλλωστε. Σήμερα ακυρώνουμε εκείνους που είχαν ακυρώσει κάποιους άλλους στο παρελθόν και οι οποίοι και αυτοί θα ακυρώσουν κάποιους άλλους στο μέλλον. Διότι, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, όλοι αξίζουμε μιας ξεγυρισμένης ακύρωσης κάποια στιγμή. Θα έρθει και εμάς η σειρά μας. Αν όχι ύποπτο, όλο αυτό καταντάει τοξικό. Και καθόλου δημοκρατικό. Διότι πόσο δημοκρατικό είναι να καταδικάζεις κάποιον που δεν έχει δικαστεί ή πόσο πολιτισμένο είναι να κανιβαλίζεις την αποστροφή μια κουβέντας που δεν πήγε τόσο καλά. Το ότι είπε κάποιος μια ανοησία δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι σεξιστής ή ρατσιστής, όπως και το να κάνει ένας γιατρός μια λάθος διάγνωση δεν σημαίνει ότι έχει πάψει να είναι επιστήμονας. Πόσα καλά αντισταθμίζουν ένα κακό και πόση επιείκεια, κατανόηση, συγχώρεση μπορεί να χωρέσει ο (ψηφιακός) δυτικός πολιτισμός, που by the way μας επιτρέπει να ακυρώνουμε το οτιδήποτε και τον οποιοδήποτε εν ριπή οφθαλμού, με ένα κλικ και ένα hashtag;
Το πρόβλημα με την κουλτούρα της ακύρωσης δεν είναι μόνο ότι μπορούν να αδικηθούν για χάρη της κάποιοι αθώοι. Ούτε το ότι δημιουργεί ένα πολεμικό κλίμα στη δημόσια σφαίρα. Ούτε το ότι απορρίπτει τον τρόπο σκέψης μια ολόκληρης γενιάς αλλά και ούτε το ότι διαστρεβλώνει την πολιτική ορθότητα και ό,τι υγιές υπάρχει σε αυτή, μετατρέποντας τη σε δυνάστη. Είναι ότι δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για να διορθώσει τα κακώς κείμενα ούτε να εκπαιδεύσει συνειδήσεις. Η κακία, η διαστρέβλωση και το σαμποτάζ δεν οδήγησαν ποτέ σε καλυτέρευση των πραγμάτων ούτε έκαναν τον κόσμο καλύτερο, άλλωστε. Περισσότερο δημιούργησαν ένα πλαίσιο λιγότερων ελευθεριών, περισσότερων ανισοτήτων και προσπάθησαν να επιβάλουν αρρωστημένες αντιλήψεις και φίμωση ουσιαστικά. Αυτή τη φορά πάνω στο τι είναι ορθό να λέγεται και να γίνεται σε έναν εξ ορισμού περίπλοκο και πολυδιάστατο κόσμο που αλλάζει διαρκώς. Και που κάποιες φορές δεν έχει την ικανότητα να δείξει επιείκεια ή απλώς να πει «δεν συμφωνώ, αλλά μπορεί και να ‘χεις δίκιο».