Μια ιστορική ματιά σε αθέατες πλευρές του Μυστηρίου της κάθαρσης και της θεραπείας της ψυχής, με αφορμή τον διάσημο πίνακα της φωτογραφίας.
Η βασική θεμελίωση της εξομολόγησης εντοπίζεται στο 16ο κεφάλαιο του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου, όπου ο Κύριος λέει στον Πέτρο (στίχος 19): «και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών και ο εάν δήσης επί της γης έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς και ο εάν λύσης επί της γης έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς». Δηλαδή, ότι συγχωρέσεις στη Γη (συμβολικά μαζί με εσένα και κάθε επίσκοπος ιερέας) θα θεωρείται συγχωρεμένο και στον ουρανό, ενώ ό,τι δεν συγχωρέσεις, θα είναι δεμένο. Αντίστοιχο χωρίο με ίδιο ακριβώς νόημα υπάρχει και στο 20ο κεφάλαιο του Κατά Ιωάννην. «ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Ενώ σπερματικές εικόνες του μυστηρίου ανευρίσκονται και στην Παλαιά διαθήκη.
Αρχικά, ο ενθουσιασμός που έφερε η νέα θρησκεία και η οργάνωση της ζωής σε μικρές εκκλησιαστικές κοινότητες κατέστησε την εξομολόγηση δημόσιο ζήτημα. Τα μικρά μεγέθη ευνοούσαν τη συλλογική διαχείριση των σφαλμάτων και τόνωναν το «μαζί», την ώρα που οι πιστοί εκμυστηρευόταν φωναχτά και συντετριμμένοι τις αμαρτίες τους και λάμβαναν «καμπάνες» στο κεφάλι τους, από τους επισκόπους και τους πρεσβυτέρους. Χρειάστηκαν να περάσουν περίπου 250 χρόνια έως ότου η εξομολόγηση να μετατραπεί σε μυστική και να αφορά μόνο τον πιστό και τον εξομολόγο ιερέα. Η συνήθεια αυτή αποκρυσταλλώνεται μετά το 350 μετά Χριστόν.
Οι αιτίες ήταν δύο: η ραγδαία αύξηση του ποιμνίου και οι ποινικώς κολάσιμες αμαρτίες: φονιάδες, ληστές, αλλά και μοιχαλίδες κινδύνευαν να θανατωθούν από την πολιτεία σε περίπτωση που το βαρύτατο αμάρτημα τους γινόταν δημοσίως γνωστό. Έτσι, οι ιερείς πρόσφεραν, ατύπως, προστασία, πέρα από συγχώρεση. Ωστόσο οι εν δήμω ομολογίες επιζούν ακόμη σε διάφορες προτεσταντικές παραφυάδες. Είναι εκείνη η στιγμή που ανεβαίνει στη σκηνή ο κατηχούμενος και απαριθμεί μυστικά, ψέματα και αμαρτίες όπως κάνει λόγου χάρη ως άλλος νεοφώτιστος ο προβοκάτορας Σάσα Μπάρον Κοέν σε μία σκηνή ανθολογίας του Borat. Πάντως εξομολόγηση χωρίς μετάνοια δεν υφίσταται, όπως επίσης σωτηρία χωρίς μετάνοια. Μολονότι η ουσία του μυστηρίου της συγχώρεσης προϋποθέτει μεταστροφή καρδιάς και νου, η φιλοσοφία αυτή έχει υποχωρήσει έναντι μιας λογιστικής προσέγγισης της αμαρτίας που δεν το είχε σε τίποτα κάποτε να εκδίδει ακόμη και συγχωροχάρτια έναντι αμοιβής: μία μαύρη σελίδα του Ρωμαιοκαθολικισμού. Το πνεύμα αυτό υπάρχει στα επιτίμια (δηλαδή στις τιμωρίες) των παπικών σε αντίθεση με την Ορθόδοξη Εκκλησία όπου τα επιτίμια είναι θέμα πνευματικού -άρα δεν είναι σταθερά- και θεωρούνται η θεραπευτική αγωγή του γιατρού για να σώσει τον άρρωστο και όχι για να ικανοποιηθεί η θεία δικαιοσύνη με μερικές εκατοντάδες ημερήσιες γονυκλισίες, που όπως και να το κάνουμε, δεν αρκούν για να νήψουν τα ανομήματα. Διότι αυτό ακριβώς είναι ο Φαρισαϊσμός.
Στη κεντρική φωτό, ο πίνακας του Giuseppe Molteni (1800 – 1867) απεικονίζει την εξομολόγηση ως μέρος της ιταλικής καθημερινότητας εντούτοις πάντα μέσω κιγκλιδώματος κατά το ρωμαιοκαθολικό πρότυπο ώστε και να διατηρείται η απόσταση μεταξύ ιερέα πιστού, αλλά και να μην προσωποποιούνται οι ποινές. Σαν να λέμε, δεν θα τη γλιτώσεις με μικρότερο επιτίμιο επειδή είσαι όμορφη, γνωστός ή διάσημος. Όλοι είναι ίσοι απέναντι στον εξομολόγο.
Διαβάστε επίσης
H πιο ισχυρή ένδειξη για την ύπαρξη του Θεού
Ο αόρατος κόσμος των αγγέλων