Σύγχρονες γλωσσολογικές έρευνες προσφέρουν νέες προσεγγίσεις στην ανίχνευση του ψεύδους, μέσα από τις λέξεις, τις προτάσεις και τον τόνο του ατόμου που ψεύδεται και αποκαλύπτουν την αλήθεια.
Ενδεχομένως να έχετε αποδεχτεί το ψέμα ως γεγονός της καθημερινής ζωής, όπως άλλωστε τείνει να είναι. Οι κοινωνικοί κανόνες επιβάλλουν απλά ψέματα στην καθημερινή συζήτηση (π.χ. η απάντησή σας στην κλασική ερώτηση «πώς είσαι;»), γνωστά και ως «λευκά» ψεύδη. Δεδομένου του πόσο διάχυτο είναι το ψέμα, θα περίμενε κανείς ότι είναι ένα σχετικά απλό φαινόμενο, ωστόσο, είναι στην πραγματικότητα μια γνωστικά απαιτητική εργασία που προκύπτει από εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης του εγκεφάλου. Παρακάτω, παρουσιάζεται μια νέα προσέγγιση όσον αφορά την ανίχνευση του ψεύδους.
Ένας τομέας που δώσει αρκετά αξιόπιστα αποτελέσματα για το θέμα είναι η χρήση της γλωσσολογίας για την ανάλυση της δομής και της μορφής των ψεμάτων. Ουσιαστικά η δημιουργία μιας ψεύτικης ιστορίας για ένα προσωπικό θέμα απαιτεί δουλειά και οδηγεί σε ένα διαφορετικό μοτίβο χρήσης της γλώσσας. Πιο απλά, όταν λέμε ψέματα, μιλάμε διαφορετικά από ότι μιλάμε συνήθως, και σε αυτό η επιστήμη της γλωσσολογίας έχει πολλά να πει.
Μοτίβο 1: Προσωδία
Στη γλωσσολογία, η προσωδία είναι ο ρυθμός, ο τόνος και ο επιτονισμός της ομιλίας. Η προσωδία μπορεί να αντικατοπτρίζει ποικίλα χαρακτηριστικά του ομιλητή ή του εκφωνήματος: Όταν ένα άτομο λέει ψέματα, τότε είναι πολύ πιθανό να κάνει τα εξής: σταματά πιο συχνά και για μεγαλύτερη διάρκεια ενώ μιλάει, κάτι που του δίνει περισσότερο χρόνο για να διατυπώσει και να επεξεργαστεί το ψέμα του. Ενδείξεις ψεύδους είναι η καθυστέρηση στις απαντήσεις, περισσότερα συντακτικά λάθη τύπου «μπέρδεψα τη γλώσσα μου» και ρυθμός πιο αργός από ό,τι συνήθως. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι ο τόνος της ομιλίας είναι έντονος όταν λέει ψέματα και συνεχίζει να αυξάνεται προοδευτικά μέχρι τα άκρα των φράσεων. Σε συνδυασμό με τα σημάδια της γλώσσας του σώματος, η προσωδία μπορεί να δώσει μια καλή ένδειξη για το εάν ένα άτομο λέει ψέματα. Ωστόσο, ένας ψεύτης μπορεί να εκπαιδεύσει τον εαυτό του να αποφύγει να παρουσιάσει αυτές τις ενδείξεις, ειδικά όταν λέει ένα καλά δοκιμασμένο ψέμα, που το έχει ξαναπεί.
Μοτίβο 2: Σημειολογία
Μια ανάλυση περιεχομένου των λέξεων και των φράσεων που χρησιμοποιεί κάποιος μπορεί να δώσει επίσης ενδείξεις ψέματος. Τέτοιες ενδείξεις είναι η χρήση λιγότερων αντωνυμιών σε πρώτο πρόσωπο (π.χ., εγώ, εγώ, μου), περισσότερων λέξεων που εκφράζουν αρνητικά συναισθήματα (π.χ. μίσος, θυμός, εχθρικότητα), και περισσότερα ρήματα που φανερώνουν κίνηση (π.χ., περπατώ, κινούμαι, πηγαίνω). Η μειωμένη χρήση των αντωνυμιών σε πρώτο πρόσωπο μπορεί να εξηγηθεί από την επιθυμία ενός ψεύτη να αποστασιοποιηθεί από το ψέμα του. Αυτή η έλλειψη αυτοαναφορικών αντωνυμιών χρησιμεύει στους ψεύτες στο να μην αισθάνονται ανέντιμοι με τον εαυτό τους. Επίσης, η χρήση συναισθηματικά αρνητικών λέξεων συνδέεται με την υποσυνείδητη (ή πιθανώς ακόμη και φανερή) ενοχή και άγχος που νιώθει ένα άτομο όταν λέει ψέματα. Τα ρήματα κίνησης επιτρέπουν απλούστερες επεξηγήσεις από τα πιο σύνθετα ρήματα που περιλαμβάνουν πρόθεση και εσωτερικές αξιολογήσεις. Χρησιμοποιώντας συχνότερα ρήματα κίνησης, οι ψεύτες απελευθερώνουν γνωστικούς πόρους για να κατασκευάσουν ένα πιστευτό ψέμα. Τέλος, η επαναλαμβανόμενη χρήση ίδιων λέξεων βοηθά έναν ψεύτη να διατηρήσει τη συνέχεια της ιστορίας του, οδηγώντας σε μείωση της λεξιλογικής ποικιλομορφίας της δήλωσής του. Κοινώς τον βοηθάει να μην μπερδεύεται.
Μοτίβο 3: Σύνταξη
Εκτός από την προσωδία και τη σημασιολογία, το ψέμα τείνει να εμφανίζεται σε μια αρκετά προβλέψιμη συντακτική δομή πρότασης. Η γλωσσική ανάλυση του ψέματος θεωρεί ότι τα περισσότερα ψέματα λέγονται μέσω δηλωτικών προτάσεων. Οι δηλωτικές προτάσεις είναι αυτά που εκφράζουν, εκδηλώνουν ή επικοινωνούν ιδέες, έννοιες, γεγονότα με θετικό ή αρνητικό τρόπο. Μια δηλωτική πρόταση είναι απλώς μια δήλωση που δίνει μια λεπτομέρεια ή ένα γεγονός και είναι ο συχνότερος τρόπος με τον οποίο διατυπώνονται τα ψέματα.