Εντυπώσεις και κριτικά σχόλια για την παράσταση του Ούλριχ Ράσε, που ανέβηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου(22 και 23 Ιουλίου).
Ως ένας θεσμός που αναζητάει την ανανέωση και εξερευνάει τις σύγχρονες καλλιτεχνικές τάσεις, το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου φιλοξένησε σε παγκόσμια πρεμιέρα πριν λίγες μέρες τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, υπό τις οδηγίες του Γερμανού Ούλριχ Ράσε, ενός σκηνοθέτη που επιδιώκει σταθερά την καινοτομία, ενώ παράλληλα ασχολείται με πάθος με το αρχαίο δράμα (Επτά επί Θήβας/Αντιγόνη – 2017, Πέρσες – 2018, Βάκχες, Ηλέκτρα – 2019, Οιδίποδας – 2020) μέσα από το πρίσμα του μεταμοντέρνου. Έτσι, και ο «Αγαμέμνονας» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, όπου μπροστά σε ένα διεθνές κοινό (με έντονη την παρουσία του γερμανόφωνου) ξετυλίχθηκε το πρώτο μέρος της μόνης εξ ολοκλήρου σωζόμενης αρχαίας τριλογίας, της Ορέστειας.
Η παράσταση (συμπαραγωγή του Residenztheater του Μονάχου με το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου) ήταν μια χορογραφία παιγμένη από εξαιρετικούς ηθοποιούς που επί δύο ώρες συγχρονίζουν ανάσες, λόγια και κινήσεις πάνω σε έναν περιστρεφόμενο δίσκο που δεν σταματάει σχεδόν ποτέ να στρέφεται. Νωχελικά αλλά απαρέγκλιτα, με τη φορά του ρολογιού, συμβολίζοντας τον φαύλο και ατελείωτο κύκλο της βίας, τους πολέμους και τα δεινά που αυτοί συνεπάγονται, το αναπόδραστο αυτό μαγκανοπήγαδο ολοκληρώνει το έργο του αδυσώπητα. Πάνω του καλούνται να βαδίσουν και να προχωρήσουν οι τραγικοί ήρωες, υπό τους ήχους της υποβλητικής, υπνωτιστικής και με έντονα ambient στοιχεία live μουσικής του Nico van Wersch, από ένα σύνολο κρουστών και τυμπάνων: επαναλαμβανόμενα μοτίβα, αργή, τονική και με στοιχεία που δένουν απόλυτα τόσο με το φυσικό περιβάλλον του αρχαίου θεάτρου όσο και με τη σκηνική δράση.
Εκεί, πάνω στην κινούμενη άμμο της ανθρώπινης μοίρας, ο Αγαμέμνων εμφανίζεται ως ένας άλλος άνθρωπος από ό,τι όταν έφευγε. Ηττημένος παρότι πορθητής της Τροίας, έχει απολέσει την υστεροφημία του, την αγάπη του λαού και όπου να ‘ναι θα χάσει και την ίδια του τη ζωή από τα χέρια της Κλυταιμνήστρας και του εραστή της, Αίγισθου. Εκδίκηση (για τη θυσία της κόρης του Ιφιγένειας) που θα επιφέρει την αντίδραση του μητροκτόνου Ορέστη. Πριν, όμως, από τον σωματικό του θάνατο έχει επέλθει και ο πνευματικός, όπως και για όλους όσους βρίσκονται πάνω στη σκηνή. Εκεί και ο χορός, μέσα από τον οποίο προκύπτουν οι ρόλοι και σε αυτόν επιστρέφουν, προχωρά τη δράση, πηγαίνοντας αντίθετα στο ρεύμα. Εκεί και η Κλυταιμνήστρα, που ακολουθεί τη μοναχική πορεία της, αποφασισμένη να ανοίξει έναν νέο κύκλο αίματος.
Το τέλος, με το ξεγύμνωμα -κυριολεκτικά και μεταφορικά– της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου επισφραγίζει μια παράσταση εξαιρετικά φιλόδοξη, που λειτουργεί και σε καμία περίπτωση δεν σοκάρει. Παρά τη δυσκολία της γερμανικής γλώσσας ως προς την ακουστική της -σε σχέση με τη χρήση της στο αρχαίο δράμα- και παρά την υπολογίσιμη διάρκεια μιας σκηνοθετικής μανιέρας που απαιτεί συνεχή εγρήγορση (δύο ώρες), η ματιά του Ράσε μένει αξέχαστη και μας εισαγάγει σε ένα άλλο επίπεδο σύγχρονης δραματουργίας. Ενδεχομένως, κάποιες παύσεις της μηχανοκίνητης σκηνικής κατασκευής να αποφόρτιζαν προσωρινά τη δράση και να έδιναν χρόνο στον θεατή να προσλάβει στην ολότητά του το υπαρξιακό βάθος, που ξεκινάει από τον πόλεμο για να φτάσει στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, των ενστίκτων, του ασυνειδήτου, αλλά και της έμφυτης ανελευθερίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, πρόκειται για μια παράσταση που συμπυκνώνει τη δουλειά του Ράσε, αλλά δείχνει και έναν δρόμο που μπορεί να εξερευνήσει η αρχαία τραγωδία τον 21ο αιώνα: αυτόν της ανανέωσης, με ευρήματα που θα ξεφεύγουν από τη αναγκαιότητα του εντυπωσιασμού και δεν θα μένουν στην επιφάνεια.