Η ιστορία για τον τεράστιο προπονητή που έφυγε άρον άρον από τον Ολυμπιακό όταν η Χούντα αποφάσισε να «καθαρίσει» τη χώρα από τους κομμουνιστές, ακόμη και στο ποδόσφαιρο.
Τ
ον Σεπτέμβριο του 1967 η Ελλάδα είχε μπει ήδη (από τον Απρίλιο) κάτω από τη μπότα της Χούντας, όταν στα χώματα του Πειραιά άρχισε να γράφεται μία πολιτική ιστορία με ποδοσφαιρικό περιεχόμενο κι αφορούσε σε έναν «κομονιστί» διάσημο προπονητή, τον Ούγγρο Μάρτον Μπούκοβι. Τρείς μήνες αργότερα, αρχές Δεκεμβρίου, η ιστορία πήρε τέλος. Ήταν «η νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι», από τον Ολυμπιακό, μέσα Δεκεμβρίου 1967 και αποτυπώθηκε με γόο στον τοίχο της ιστορίας του Πειραιά. «Πατέρα, μη φεύγεις, μη φεύγεις». Και τότε, ο τοίχος είχε τη δική του ιστορία… Παραδίπλα, ένα άλλο σύνθημα της χουντικής εποχής έγραφε «όξω η κομονιστέ»!
Κι ο προπονητής του Ολυμπιακού Μάρτον Μπούκοβι ήταν Ούγγρος. Άρα, κομμουνιστής. Έπρεπε να φύγει, γιατί ή παρουσία του και μόνο στον ιστορικό σύλλογο, «πρόσβαλε» τα «ιδεώδη» της χούντας. Τον έδιωξαν εκείνη τη νύχτα. Την ίδια νύχτα, που ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος αφού απέτυχε να ρίξει τη χούντα από την Καβάλα όπου είχε μεταβεί και έπαιρνε το αεροπλάνο για τη Ρώμη. «Η νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι», ωστόσο, επρόκειτο να γίνει ταινία, στο ρόλο του Μπούκοβι θα έπαιζε ο Γιώργος Κιμούλης και πρωταγωνιστικό ρόλο θα είχε ο Αλέξης Γεωργούλης. Η ιστορία θα στηριζόταν, φυσικά, στο βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου με τον ομώνυμο τίτλο (Πεδίο εκδοτική).
«Του Μπούκοβι την ομαδάρα, τη λένε Ολυμπιακάρα».
Ποτέ ένας ολόκληρος λαός δεν λάτρεψε τόσο έναν προπονητή όπως τον «θείο Μάρτον». Και ποτέ ένας άνθρωπος του ποδοσφαίρου δεν έγινε λάβαρο αντίστασης ενός ολόκληρου λαού κατά του καθεστώτος, που τον έδιωξε. Το σαρανταπεντάρι δισκάκι που είχε βγάλει ο Περπινιάδης με αυτό το στοίχο, είχε πουλήσει 300.000 κομμάτια!
Τι ήταν ο Μπούκοβι; Μια ποδοσφαιρική ιδιοφυία. Αρχές δεκαετίας του ΄50, το ποδόσφαιρο στις παραδουνάβιες χώρες ήταν σε πλήρη άνθηση και έβριθε καινοτομιών. Όλοι, μα, όλοι στον κόσμο εκείνη την εποχή έπαιζαν το σύστημα MW, «πατέρας» του οποίου ήταν ο Άγγλος Χέρμπερτ Τσάμπμαν. Ο Μπούκοβι μελετώντας την εξέλιξη του ποδοσφαίρου εφηύρε άλλο, καλύτερο. Το 4-2-4. Δύο χαφ και τέσσερις επιθετικοί. Κόλαση. Το είπε στον «σύντροφο» (κομμουνιστική χώρα η Ουγγαρία από το ’49) Γκούσταβ Σέμπες και με αυτό η πολυθρύλητη Ουγγαρία του Πούσκας η «Αρανίτσαπατ» που θα πει «Χρυσή ομάδα», σκόρπισε την υπερόπτισσα Αγγλία 6 – 3 μέσα στο Γουέμπλεϊ και την καταδιέλυσε, 7-1 στη Βουδαπέστη. Οι «αφελείς» Άγγλοι δεν το είχαν καταλάβει, ότι ο Σέμπες έφερνε πιο πίσω τον μαέστρο σέντερ φορ Χιντεγκούτι, ο Αγγλος λίμπερο τον ακολουθούσε, άνοιγε έτσι τεράστια «τρύπα» στην άμυνα και οι διεμβολιστές Μαγυάροι κατατρυπούσαν και πετύχαιναν τα γκολ. Αυτό το σύστημα κατέκλεψαν οι Βραζιλιάνοι και πήραν το Μουντιάλ της Σουηδίας το 1958.
Το 1965, ο Ολυμπιακός συμπλήρωνε εννέα χρόνια χωρίς πρωτάθλημα. Ντροπή αιώνια. Ο Μπούκοβι ήρθε και αμέσως πήρε δυο σερί πρωταθλήματα με Σιδέρη, Μποτίνο, Φρονιμίδη, Αγανιάν, Γιούτσο. Ο τελευταίος είχε έρθει κι αυτός από την Ουγγαρία την ίδια χρονιά με τον Μπούκοβι. Κι αυτός έγινε σύνθημα στον Πειραιά. «Έμπαινε Γιούτσο». Οι δυο τους ήταν ένα δώρο του κομμουνιστικού κόμματος της Ουγγαρίας προς τον Αρη Χρυσαφόπουλο, με τον οποίο υπέφεραν μαζί στο Νταχάου. «Διάλεξε ό,τι καλύτερο έχουμε», του είχε πει στην Βουδαπέστη, πριν από το παιχνίδι Φερεντσβάρος – Ολυμπιακού.
Ο Ολυμπιακός του Μπούκοβι, όπου έπαιζε, άφηνε πίσω του συντρίμμια. Ωραία μπάλα, πολλά γκολ, κούπες. Όμως, όταν τα τανκς βγήκαν στους δρόμους 21 Απριλίου του ’67, ο Μπούκοβι έπρεπε να φύγει, για να μη «μολύνει» τους Έλληνες με το «μικρόβιο του κομμουνισμού». Ο Ολυμπιακός έχασε τέσσερα σερί ματς και η «δοτή» διοίκηση πήρε την απόφαση. Να φύγει ο Μπούκοβι.
Στον Πειραιά σήμανε συναγερμός, καθότι το αλάθητο κριτήριο του κόσμου μάντεψε ότι η αποπομπή του Μαγυάρου ήταν στρατιωτική απόφαση κι όχι ποδοσφαιρική. Οι παίκτες του Ολυμπιακού τον ασπάζονταν στο Καραϊσκάκη με δάκρυα στα μάτια. Κι ίδιος προσπαθούσε να μην κλάψει. Αλλά έκλαψε. Στην Καστέλλα, όπου διέμενε ο Μπούκοβι στήθηκε συλλαλητήριο. Γράφει ο Διονύσης Χαριτόπουλος: «Απ’ των «Κυνηγών» ήρθε ο Τσοτσός που ταξιδεύει, ο Μαγουλάς, ο Μηνάς κι ο γαμπρός του, ο Σπίγγος, ο Μηνάς ο νταβατζής, οι Γεωργακαράκοι, ο Θοδωρής το Φάντασμα, ο Γιώργος ο Τσίου, που χάθηκε τζάμπα, ο Μαυροειδάκος, τα Δίδυμα κι όσοι απ’ το τάγμα των Τσιλιβαραίων ήτανε εκεί.
Ήρθανε απ’ του Τσέχα, του Μπαθρέλου και του Τσαπατσάρη… Ο Βαρίτης, οι Μελάδες, ο Πέτρος ο Κεφάλας, ο Μιχάλης, που τον κλάψανε όλα τα Μανιάτικα. Ήρθανε οι δυο χασάπηδες που κάνανε στην Κορέα, κάτι παιδιά απ’ την Αμφιάλη, που κατεβαίνανε για μπαρμπούτι, κι όσοι απ’ το τάγμα των Τσιλιβαραίων δεν είχανε σειρά για ύπνο.
Την άλλη μέρα έγραψε και το «Φως» τι έγινε εκεί :
Πως είχε σταματήσει η συγκοινωνία κάτω απ’ το ξενοδοχείο της Καστέλας, πως ανεμίζανε ασπροκόκκινες σημαίες και κασκόλ· ανάβανε στριμμένες εφημερίδες και κεριά, κι οι πιο μικροί, με δάκρυα στα μάτια, φωνάζανε:
− Πατέρα! Μη φεύγεις!
Πως, όταν βγήκε ο Μπούκοβι στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου να τους ησυχάσει με τον Λάντος δίπλα του, δάκρυσε κι αυτός και έκανε και τους μεγάλους να χτυπιούνται:
− Πατέρα! Μη φεύγεις!… Πατέρα μη!… Μη φεύγεις! …
Έγραψε για τις φωτιές που ανάψανε μετά. Τους τσαμπουκάδες που γίνανε· το ξύλο που έπεσε στους γύρω δρόμους. Τις σπασμένες τζαμαρίες, το διαλυμένο καφενείο…
Έγραψε μερικά το Φως.
…Αλλά τι να καταλάβουνε αυτοί που γράφουνε»!
Ο επίλογος γράφτηκε εκείνο το βράδυ στο Σταθμό Λαρίσης. Ο Μπούκοβι έφυγε μόνος. Μόνος που τον ξεπροβόδισε, ο Μπάμπης Δρόσος. Πριν πάρει το τρένο της επιστροφής δήλωσε «δεν πρόκειται να ξαναδουλέψω σε ομάδα». Και δεν ξαναδούλεψε. Έκλεισε τον Ολυμπιακό στην καρδιά του, έβαλε τον Πειραιά στο κέντρο του μυαλού του και δεν ξαναγάπησε ομάδα, όπως αυτή του λιμανιού. Πριν «φύγει» για πάντα, μοιράστηκε το παράπονό του στο Θόδωρο Σγουρδαίο. Όταν λέει, ο Ολυμπιακός νικούσε, όλοι κολλούσαν σαν βδέλλες πάνω του. Όταν έχανε, ήταν μόνος. Αυτός κι ο Ολυμπιακός…