Η δύσκολη οικονομική κατάσταση και η ακρίβεια μας πιέζει όλους ή τουλάχιστον, τους περισσότερους. Εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν, αλλά η αλληλεγγύη είναι πάντα μία από αυτές.
Κυκλοφορεί κι ως ανέκδοτο. Παίρνει, λέει, ένας στο τηλέφωνο έναν φίλο του και ακολουθεί η εξής συνομιλία:
Έλα, όλα καλά;
«Χάλια»
Γιατί, τι έγινε; Που είσαι;
«Στο σούπερ μάρκετ»
Οι τιμές των προϊόντων του σούπερ μάρκετ θυμίζουν τις εποχές -επίπλαστης έστω- ευδαιμονίας του Χρηματιστηρίου. Κάθε ημέρα παίρνουν την ανιούσα και ο πελάτης, που πλέον θυμάται ακόμα και το κόστος του κάθε προϊόντος σε λεπτά εκτός από τα ευρώ, σοκάρεται κάθε φορά που πρόκειται να αγοράσει τα «απαραίτητα». Δηλαδή, για να τραφεί. Ακούει για πληθωρισμό, για τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά ουδόλως ενδιαφέρεται για τους λόγους τους ακρίβειας. Σκιάζεται όταν φτάνει στο ταμείο και τα ξεχνάει όλα. Για αυτό και τα μικρομεσαία νοικοκυριά ψάχνουν καθημερινά στο ίντερνετ, πριν βαδίσουν προς το σούπερ μάρκετ. Τι ψάχνουν; Τις προσφορές, βέβαια.
Αυτή είναι η μία Ελλάδα που μετράει και το ένα σεντ στο ξόδεμα. Υπάρχει και η άλλη Ελλάδα, ωστόσο. Που ουδόλως ενδιαφέρεται, γιατί περιλαμβάνει τους «έχοντες και κατέχοντες» τον παρά. Για αυτούς, η κύρια αναζήτηση της ημέρας δεν είναι το σούπερ μάρκετ, ο βιοπορισμός γενικότερα, αλλά η επιβεβαίωση του συνδρόμου της αφθονίας. Θα βγει κανονικά με πολλά χρήματα στην τσέπη, θα παραγγείλει για φαγητό για να επιβεβαιώσει το οικονομικό «εγώ» του με γεύμα ή δείπνο σε ονομαστό εστιατόριο και θα αράξει μετά, πνιγμένος στις αγωνίες του, αν θα βγει το καινούργιο κινητό τηλέφωνο των 2.000 ευρώ για να το αγοράσει.
Διάσημα εστιατόρια, με σεφ πολύ γνωστές τηλεπερσόνες, καθημερινά πετούν στα σκουπίδια τόνους φαγητού, το οποίο δεν άγγιξαν καν οι φραγκάτοι θαμώνες του, απλώς το είχαν παραγγείλει. Τόνους, όταν μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων ζει στα όρια ή κάτω από το όριο της φτώχειας. Μια μερίδα φάβα ή τυροσαλάτα από ένα φιγουράτο εστιατόριο, δεν μπορεί να έχει δεύτερη ευκαιρία πώλησης ή διάθεσης σε υποδεέστερες οικονομικά ομάδες του πληθυσμού. Έτσι επιτάσσει το δικό τους πρωτόκολλο. Ό,τι περισσεύει στο τραπέζι, πετιέται στους κάδους. Διότι γνωρίζουν ότι η πελατεία τους είναι εξασφαλισμένη, άρα δεν έχουν κανέναν λόγο να πουλήσουν και ό,τι περίσσεψε χωρίς καν να έρθει σε επαφή με το πιρούνι ή το κουτάλι.
Τουτέστιν, στην Ελλάδα δεν υπάρχει συλλογικός συνεκτικός δεσμός μεταξύ του λαού. Ήρθε ως απότοκο της διάλυσης της συλλογικής μνήμης του έθνους. Ουδείς ενδιαφέρεται για τον διπλανό του, αν δυστυχεί και φυσικά, ουδεμία σκέψη ότι θα μπορούσε να βοηθήσει. Ειδικά στην σημερινή εποχή της ακρίβειας, δεν υφίσταται ούτε το ανθρωπιστικό κριτήριο, που κράτησε ζωντανή αυτή την χώρα για 200 και πλέον χρόνια.
Η λέξη «αλληλεγγύη» έχει εξαφανιστεί από το λεξιλόγιο. Και φυσικά, το κράτος παρουσιάζεται ως ένα αδρανές υλικό που βάζει φόρους αλληλεγγύης, ακόμα και σε αυτούς που δεν έχουν να πληρώσουν τον λογαριασμό ρεύματος, προκειμένου να δώσει ένα κομμάτι ψωμί στους φτωχούς. Πέραν τούτου, ουδεμία άλλη μέριμνα. Κανένας μηχανισμός που θα μπορούσε να ανακουφίσει καθημερινά χιλιάδες πολίτες.
Το κάνει η Εκκλησία, σε μερικές περιοχές της Ελλάδας. Κάθε βράδυ οι ναοί σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, στέλνουν ανθρώπους στα σούπερ μάρκετ και μαζεύουν ό,τι δεν μπόρεσε να πουληθεί. Από τρόφιμα. Και μετά, τα μοιράζει σε όσους διαπιστωμένα έχουν πρόβλημα να αγοράσουν ακόμα και τα βασικά. Θεάρεστο το έργο της, το οποίο δεν προβάλλεται από πουθενά. Τυχαίο; Όχι, γιατί η εκκλησία είναι η προμετωπίδα της συλλογικής μνήμη του έθνους. Φυσικά, στην εκκλησία, οι άνθρωποι του μόχθου θα αφήσουν τρόφιμα για τους συνανθρώπους, προκειμένου να ετοιμαστούν τα γεύματα των απόρων. Στις φτωχογειτονιές, βέβαια.
Τους δυο τελευταίους μήνες δημιουργήθηκε μία ιστοσελίδα στο ίντερνετ, η «Bring it Back». Αξιόλογη προσπάθεια, ανθρωπιστικού χαρακτήρα. Είναι μια εφαρμογή, όπου ο κάθε χρήστης πληροφορείται, αργά το βράδυ, τι έχει περισσέψει από ταβέρνες, εστιατόρια κ.λπ. και τι ποια τιμές πωλούνται. Είναι φαγητά που θα είχαν πεταχτεί στον κάδο, αλλά μέσω αυτής της εφαρμογής, ανακουφίζουν κόσμο και κοσμάκη. Στο πελατολόγιο της συγκεκριμένης εφαρμογής, δεν περιλαμβάνονται, φυσικά τα ονομαστά και διάσημα εστιατόρια και ταβέρνες, παρά συνοικιακά μαγαζάκια. Σε ταπεινές περιοχές, που ζουν ταπεινοί άνθρωποι που εξακολουθούν να είναι άνθρωποι και συνάνθρωποι…