Η νέα παραγωγή του Netflix είναι μια λεπτή και οξυδερκής ματιά στα ζοφερά χαρακώματα και στη φρίκη του πολέμου. Είναι ο πόλεμος, όπως πραγματικά ήταν / είναι και μία από τις καλύτερες πολεμικές ταινίες όλων των εποχών.
Η γερμανική αντιπολεμική ταινία «All Quiet on the Western Front» είναι εμπνευσμένη από το περίφημο αυτοβιογραφικό ιστορικό μυθιστόρημα του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ. Ο χαρισματικός συγγραφέας κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του το 1929 και λόγω αυτού εκδιώχθηκε και κυνηγήθηκε από τους φιλοπόλεμους Ναζί. Ο αφοπλιστικός του λόγος, η δημοσιογραφική του γραφή, οι ψυχολογικές νύξεις παράλληλα με μια βαθιά, υπαρξιστική ειρωνεία το ανέδειξαν σαν ένα από τα κλασικά έργα του 20ου αιώνα, το οποίο έχει μεταφραστεί σε 45 γλώσσες και έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα.
Η ταινία του Έντβαρντ Μπέργκερ θα διεκδικήσει φέτος το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας και είναι πιθανό να το πάρει, αν συνεκτιμήσουμε και τον πόλεμο της Ουκρανίας, ως ένα παράγοντα που θα επηρεάσει την Ακαδημία. Δεν το χρειάζεται, όμως. Και αυτό γιατί πρόκειται για μια ταινία που μπορεί άνετα θα συμπεριληφθεί στις άλλες μεγάλες πολεμικές ταινίες, παρότι αντιπολεμική. Εδώ βρίσκεται και η γοητεία της: Η πραγματικότητα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κινηματογραφημένη με τόλμη και εσωτερικό ρυθμό που κορυφώνεται προοδευτικά.
Ο πρωταγωνιστής Πολ Μπάουμερ (τον ερμηνεύει ο 27χρονος Αυστριακός Felix Kammerer), μια περσόνα του συγγραφέα επί της ουσίας, είναι ένας αφελής έφηβος, που λέει ψέματα για την ηλικία του για να καταταγεί στο στρατό και να υπερασπιστεί τη χώρα του. Αυτός και οι φίλοι του είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή, να καταλάβουν το γαλλικό έδαφος και θριαμβευτικά να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Δυστυχώς, όμως, ο πόλεμος δεν είναι παιχνίδι. Είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί. Η λεπτή και ειλικρινής έμφαση που δίνει στην προπαγάνδα ο γερμανός σκηνοθέτης, που ως τώρα έχει κάνει λίγες αλλά καλές ταινίες, σε αντίθεση με τις ζοφερές συνθήκες της ζωής στα χαρακώματα, είναι αναμενόμενη. Αυτό, όμως, που κάνει την ταινία ξεχωριστή είναι ότι απεικονίζει τον πόλεμο ως ένα ακόρεστο πεδίο θανάτου, γεμάτο επαναχρησιμοποιημένες στολές, επαναλαμβανόμενες καταστροφές και μέρες πείνας, εξάντλησης, γεμάτο κομμένα μέλη και τρύπες από σφαίρες. Ένα πεδίο όπου οι ψευδαισθήσεις του θάρρους και της ανδρείας γκρεμίζονται πολύ γρήγορα καθώς η πραγματικότητα της μάχης αρχίζει. Οι στρατιώτες δεν είναι παρά απλώς η πρώτη ύλη για την πολεμική μηχανή, μια μηχανή του κιμά. Η μινιμαλιστική παρτιτούρα μοιάζει με μια επίγεια κόλαση, η φωτογραφία είναι ψυχρή, οι ερμηνείες φαίνεται να ανήκουν σε πλάσματα που έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την ανθρωπιά τους. Ο Πολ βυθίζεται σε κρίσεις οργής και υστερίας, το πρόσωπό του καλύπτεται συνήθως με χώμα ή στάχτη που τον κάνει να φαίνεται τερατώδης ως συνέπεια του τόσο τρομερού πολέμου στον οποίο προσπαθεί να επιβιώσει.
Εξαιρετικοί δεύτεροι ρόλοι, αξέχαστη μουσική επένδυση και σκηνές μάχης που κόβουν την ανάσα, συγκροτούν μια ταινία που δεν αποτελεί απλώς τη γερμανική εκδοχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά μια κραυγή για την πιο μάταιη και αποκρουστική συνθήκη της ανθρώπινης κατάστασης. Μια κατάσταση όπου κάθε μέρα, κάποια στιγμή στο 1918 σκοτώνονταν καθημερινά περί τους 5000 ανθρώπους…
Ακολουθήστε το zeitgeist.gr στο facebook για να ενημερώνεστε πρώτοι για τα νέα θέματα και να στηρίξετε την ποιοτική δημοσιογραφία, πατώντας like στο facebook banner που βλέπετε κάτω ή πάνω δεξιά.