Στη νέα ταινία του Άαρον Σόρκιν, η Νικόλ Κίντμαν προσθέτει μία ακόμη μεγάλη ερμηνεία στην καριέρα της και πείθει ότι η Λουσίλ Μπολ μας αφορά όλους, ακόμη και εκείνους που δεν μεγάλωσαν μαζί της…
Η νέα ταινία του Άαρον Σόρκιν είναι μια αποσπασματική βιογραφία για τη Λουσίλ Μπολ, της απόλυτης τηλεοπτικής σταρ της δεκαετίας του ’50 και του ‘60 στις ΗΠΑ, με δεκάδες εκατομμύρια τηλεθεατές να τρέχουν να στήνονται να παρακολουθήσουν το «I Love Lucy», μια στουντιακή κωμωδία καταστάσεων για όλη την οικογένεια. Η ταινία απογειώνεται από τη Νικόλ Κίντμαν που υποδύεται την Lucille Ball, και η οποία πατάει με το ένα πόδι απαλά πάνω στο ρόλο της, ενώ με το άλλο -πιο δυνατά- πάνω στους ρόλους που καλούνται να υποδυθούν οι γυναίκες στη ζωή τους, μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Η μόνη διαφορά τους με τη Λουσίλ, είναι ότι για εκείνη οι ρόλοι της ήταν η δουλειά της, αλλά και το μέσο να κατακτήσει το αμερικανικό όνειρο -ένα όνειρο που κάποια στιγμή εξελίχθηκε σε εφιάλτη-, ενώ για τις άλλες απλώς η επιβίωση. Ο λόγος για τη διαβολοβδομάδα της πρωταγωνίστριας μέσα από μια συμπυκνωμένη εικονοκλαστική διάσταση του χρόνου, στην οποία εστιάζει η ταινία, εντός της οποίας αναδύθηκαν φήμες για δήθεν σχέσεις της με το κομμουνιστικό κόμμα, η εγκυμοσύνη της, αλλά και οι κάκιστες σχέσεις της με τον σύζυγό της Ντέζι Αρνάζ (Χαβιέ Μπαρδέμ), τον Κουβανό καλλιτέχνη και μάνατζέρ της ουσιαστικά, συνθήκες που απειλούσαν ευθέως τη συνέχιση του show και της καριέρας της.
Η ταινία που προβάλλεται με ελληνικούς υποτίτλους στο Amazon Prime εστιάζει σε μία μόνο εβδομάδα από τη ζωή αυτού του τηλεοπτικού ειδώλου, που εξέφραζε την Αμερικάνα ευημερούσα μεσοαστή, που φροντίζει την οικογένειά της, αγαπάει την κατανάλωση και είναι τόσο αισιόδοξη όσο και αφελής και για αυτό αστεία. Αλλά και καταφερτζού και οργανωτική και ευτυχισμένη στο φινάλε, το αμερικανικό όνειρο της διπλανής πόρτας προσωποποιημένο, προσιτό σε όλους. Ο Σόρκιν φροντίζει να χαλάσει το παραμύθι, αποδομώντας αλλά και σεβόμενος το μύθο της Ball. Χωρίς δραματικές κορυφώσεις ξεδιπλώνει φαρδιά πλατιά την αλήθειά, σε σχέση με αυτήν που κατανάλωναν αφειδώς οι τηλεθεατές της εποχής, ενός show που προβλήθηκε και στην ελληνική τηλεόραση τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 και αγαπήθηκε εξίσου. Οι μεγαλύτεροι θα το θυμούνται. Εύλογα καθώς τη δεκαετία του ’60 η Λουσίλ Μπολ ήταν η πιο πλούσια και διάσημη γυναίκα στο χώρο του θεάματος στην Αμερική και διάσημη σε όλον τον κόσμο.
Η σκηνοθεσία είναι καταπληκτική, οι ατάκες αξέχαστες και το σενάριο του έτσι κι αλλιώς μετρ του είδους, καταιγιστικό. Όμως, είναι η παρουσία της Κίντμαν που δίνει υπόσταση και βάθος στο ρόλο, τους συμβολισμούς και στο γιατί η περίπτωση της Λουσίλ Μπολ μας αφορά σήμερα. Από το φαντασμαγορικό «Moulin Rouge» στις οσκαρικές «Ώρες» και από το θαρραλέο «Dogville» στο αμφιλεγόμενο «Birth» (Γέννηση), στη συγκινητική «Απώλεια» και στο ουμανιστικό «Lion», η συλλογή σπουδαίων ρόλων αποτελεί για την Κίντμαν αυτοσκοπό. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στην περίπτωση της ταινίας του Σόρκιν, ενός σκηνοθέτη που αγαπάει να καταπιάνεται με αληθινές ιστορίες που έχουν ευρύ κοινωνικό αντίκτυπο (Η δίκη των 7 του Σικάγου, Molly’s Game, The Social Network) και θίγουν πολιτικά ζητήματα, αλλά και τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλισμού. Έτσι εδώ, πέρα από την ιστορία της πιο πετυχημένης τηλεοπτικής εκπομπής στην ιστορία και της οικοδέσποινάς του Lucille Ball, αναδεικνύει τον τρόπο λειτουργίας της τηλεόρασης στις απαρχές της, τη δεκαετία του ’50, τη μάχη των φύλων, τον συντηρητισμό και την υποκρισία, αλλά και τη δύναμη της εικόνας, που με περισσό θράσος εξαπατά, ωραιοποιεί και δημιουργεί ή αναπαράγει σεξιστικά πρότυπα.
Μπροστά σε αυτές τις προκλήσεις, η Νικόλ Κίντμαν συνεχίζει να χαράσσει την ιδιοσυγκρασιακή καριέρα της με το ίδιο πείσμα που την ανέδειξε σε μια από τις σπουδαιότερες ηθοποιούς της γενιάς της. Επιμένει να εστιάζει αποκλειστικά στην υποκριτική, απορρίπτοντας τη χρυσόσκονη της διασημότητας και ακολουθώντας τον δικό της δρόμο. Όπως η ίδια λέει, «λατρεύω την ηθοποιία αλλά δεν μου αρέσει οτιδήποτε περιστρέφεται γύρω από αυτήν. Το ενδιαφέρον για τους celebrities, ο Τύπος, το ίντερνετ. Σιχαίνομαι όταν αυτό που είσαι στην πραγματικότητα μπερδεύεται με αυτό που θα ήθελαν οι άλλοι να είσαι. Επιστρέφω στο σινεμά μόνο όταν βρω κάτι που πραγματικά λέει κάτι για τη ζωή μου». Υπό το πρίσμα αυτό, το να υποδύεται τη Λουσίλ Μπολ αποδεικνύεται γεμάτο προκλήσεις. Από τη μία είναι η Λουσίλ με τον διαλυμένο γάμο αλλά και τις εκατέρωθεν κακοποιητικές συμπεριφορές μέσα σε μια θυελλώδη σχέση, κατά πώς λένε οι σύγχρονοι βιογράφοι της, που πρέπει να στηρίξει τη δημόσια, τηλεοπτική εικόνα της. Από την άλλη η Νικόλ με μια ζωή (και μια καριέρα) χωρισμένη στα δύο -στην προ και μετά Τομ Κρουζ εποχή. Η Κίντμαν δεν είχε να παλέψει αρχικά μόνο με την ομορφιά της που της στέρησε για χρόνια την αναγνώριση του ταλέντου της, αλλά και με ένα αδηφάγο Χόλιγουντ που προτιμούσε να την αντιμετωπίζει ως κυρία Κρουζ παρά με το όνομα της. Κάτι που συνέβη και με τη Λουσίλ, ειδικά ως προς το ταλέντο της. Μέχρι βέβαια που απέδειξε σε όλους ότι πίσω από το παγωμένο λευκό του δέρματος της κρυβόταν μια γυναίκα ικανή να πυροδοτήσει τη μεγάλη οθόνη με παθιασμένες στιγμές υψηλού υποκριτικού επιπέδου. «Είμαι άνθρωπος που κουβαλάει στο μέλλον οτιδήποτε του έχει συμβεί στο παρελθόν. Αρνούμαι να αφήσω τις κακές στιγμές που έχω ζήσει, να με κάνουν να νιώθω πίκρα. Έχοντας επιβιώσει από όλο αυτό που συνέβη, νιώθω πολύ πιο ήρεμη. Ταυτόχρονα νιώθω θλιμμένη. Νομίζω θα είμαι για πάντα θλιμμένη», έχει δηλώσει η Κίντμαν εκεί κάπου στο 2010. Αυτή τη θλίψη κουβαλάει σε όλη την ταινία, αποδίδοντας τις μεγάλες αντιφάσεις μιας γυναίκας (Λουσίλ Μπολ) που ενώ είχε τρία σπίτια (houses) και πλούτη, δεν είχε κανένα σπιτικό (home) και που δεν έπαιρνε πίσω την αγάπη που έδινε. Δείτε το!