Αναζητώντας το πέρασμα για να διαφύγει από τα αδιέξοδα, με στόχο να διατηρήσει αλώβητη την πατρίδα του, ο ιστορικός ηγέτης του ΚΚΣΕ οδήγησε μια χώρα στη διάλυση κι έναν κόσμο σε μια νέα εποχή.
Στα τέλη του 1984 ο Μίμης Ανδρουλάκης, στέλεχος του ΚΚΕ και δεξί χέρι του Χαρίλαου Φλωράκη, μετέπειτα βουλευτής του Συνασπισμού και του ΠΑΣΟΚ, κυκλοφόρησε το βιβλίο «ΕΣΣΔ: Ο σοσιαλισμός στο κατώφλι του 2000». Ως νεαρό μέλος της ΚΝΕ έπρεπε να το διαβάσω και, πράγματι, το διάβασα.
Ο Ανδρουλάκης είχε σταλθεί με έξοδα του ΚΚΕ πολυήμερο ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση, είχε μιλήσει με δεκάδες μεσαία, ανώτερα κι ανώτατα στελέχη του ΚΚΣΕ, είχε επισκεφτεί νεολαιίστικες οργανώσεις, πανεπιστήμια και ινστιτούτα, εργασιακούς χώρους και βιομηχανικές εγκαταστάσεις και, παρά το γεγονός ότι είχε έρθει σε επαφή και είχε καταγράψει μάλιστα τα προβλήματα του σχεδόν 70χρονου τότε καθεστώτος, κατέληγε με την ισχυρή πεποίθηση ότι, ο «σοσιαλισμός» θα καταφέρει να ξεπεράσει τις αδυναμίες του, θα επιδιορθώσει τις αστοχίες του και θα βαδίσει με επιτυχία προς τον 21ο αιώνα.
Ευτυχώς ο Μιχαήλ Γκορμπατσώφ δεν πίστευε στη δύναμη του καθεστώτος να αλλάξει. Δεν περίμενε ότι μια άκαμπτη γραφειοκρατία θα έδινε τη θέση της σε κάτι νέο χωρίς να υποστεί δραματικές αλλαγές στη μορφή, την ιδεολογία και τη λειτουργία της. Δεν πίστευε στην ικανότητα του «σοσιαλισμού» να βρει τα περάσματα για τη νέα εποχή, τα περάσματα που μόνο ο Μίμης Ανδρουλάκης είχε καταφέρει να ξετρυπώσει στο βιβλίο που δεν υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια στη βιβλιοθήκη μου.
Πέντε χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου και τέσσερα χρόνια μετά τη εκλογή του Γκορμπατσώφ στη θέση του (τελευταίου) Γενικού Γραμματέα του ΚΚΣΕ, το 1989 δηλαδή, η υπόθεση σοσιαλισμός είχε τελειώσει στη Σοβιετική Ένωση με κύριο υπεύθυνο τον αποθανόντα ηγέτη. Το πουλόβερ που ξηλωνόταν επί δεκαετίες (ίσως από το 1917, οπωσδήποτε μετά το 1925) είχε γίνει ένα άχρηστο, ρυπαρό κουβάρι που κανείς δεν ενδιαφερόταν να ξεμπερδέψει. Κι εγώ είχα κουνήσει (κόκκινο) μαντήλι, εγκαταλείποντας για πάντα την ΚΝΕ και το Φεστιβάλ του Οδηγητή όπου έψηνα σουβλάκια και πούλαγα μπίρες.
Μπορεί ο Γκορμπατσώφ να μη βρήκε τα περάσματα που θα οδηγούσαν τη χώρα του στον 20ο αιώνα αλώβητη κι ενιαία όπως ήλπιζε, ο ίδιος όμως, με τη στάση του και, κυρίως, με το τραγικό πολιτικό του τέλος το 1990, υπήρξε το αληθινό πέρασμα που συνεπήρε εκατομμύρια ανθρώπους κυρίως εκτός Σοβιετικής Ένωσης. Έκαψε το καθεστώς και κάηκε σε μια πιρουέτα δολοφονικής αυτοκτονίας.
Όλοι εκείνοι που τη διετία 1989 – 1990 λαμπύριζαν στη θέα των εξελίξεων (πτώση του τείχους στο Βερολίνο, δημοψηφίσματα και ανακηρύξεις ανεξαρτησίας από τις σοβιετικές δημοκρατίες, εκτέλεση Τσαουσέσκου, πραξικόπημα Σταλινικών, διάλυση της ΕΕΣΔ κ.ά.) αντιμετώπισαν τον Γκορμπατσώφ, τόσο ως εν ενεργεία Γενικό Γραμματέα όσο κι αργότερα ως πολίτη του (νέου) κόσμου, με μια δόση οριενταλισμού που πάντα κρύβεται στον τρόπο με τον οποίο οι δυτικοί βλέπουν και κρίνουν την αχανή αυτοκρατορία που κείτεται από τη μια ως την άλλη πλευρά των Ουραλίων.
Για όλους εμάς που κάποια στιγμή στη ζωή μας πιστέψαμε στη δυνατότητα οικοδόμησης μιας κοινωνίας που θα οδηγούσε στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεινά της μισθωτής εργασίας και την ταξική ισότητα, ο Γκορμπατσώφ αντιπροσώπευσε τη φούσκα που έσκασε στο πρόσωπό μας: η διάλυση της φούσκας που έπεσε στα πόδια μας ήταν μια στιγμιαία γιορτή, η αδρεναλίνη από τον εκκωφαντικό θόρυβό της ήταν μια μικρή, αστραπιαία απόλαυση.
Ο Γκορμπατσώφ πέθανε, ο Ανδρουλάκης ζει αλλά ούτε εγώ, ούτε ο σοσιαλισμός αισθανόμαστε καλά τώρα τελευταία…
Διαβάστε επίσης
Όταν ο Γκορμπατσόφ έτρωγε Pizza Hut