Ένα από τα πιο επιδραστικά πνεύματα της σύγχρονης διανόησης φέρνουν στην Ελλάδα οι Εκδόσεις Αρμός. Διαβάστε ένα εκτενές απόσπασμα από το άρτι εκδοθέν βιβλίο του «Για Το Νόημα της Ζωής», το οποίο μας προτρέπει να κοιταχτούμε βαθιά μέσα μας και να ζήσουμε αυθεντικά.
ΟVito Mancuso είναι Ιταλός θεολόγος, καθηγητής σύγχρονης Θεολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου San Raffaele στο Μιλάνο από το 2004 έως το 2011. Από το 2013 έως το 2014 ήταν καθηγητής «Ιστορίας των θεολογικών δογμάτων» στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας, αλλά έχει ασχοληθεί εξίσου εντατικά με τη Φιλοσοφία. Ευρύτερα γνωστός άρχισε να γίνεται την τελευταία δεκαετία, μέσα από τα κείμενά του σε κορυφαίες ιταλικές εφημερίδες. Από το 2009 έως το 2017 συνεργάστηκε με την εφημερίδα La Repubblica, ενώ σήμερα γράφει στη La Stampa. Οι σκέψεις του έχουν μεγάλη αποδοχή από το κοινό, αν και συχνά αποτελούν αντικείμενο αντιπαραθέσεων λόγω απόψεων που δεν ευθυγραμμίζονται πάντα με τις εκκλησιαστικές αντιλήψεις, τόσο στον τομέα της ηθικής όσο και πάνω σε ζητήματα δογματικής.
Όταν ο ψυχίατρος – ψυχοθεραπευτής Σπύρος Μεταξάς είχε την ιδέα να προτείνει στον εκδότη Γιώργος Χατζηιακώβου (Εκδόσεις Αρμός) την έκδοση στην ελληνική γλώσσα του βιβλίου του Vito Mancuso «Για Το Νόημα της Ζωής», αυτοί που τον γνώριζαν ήσαν ελάχιστοι. Πιο σωστό, θα ήταν να πούμε ότι δεν είχαμε ιδέα όχι μόνο για την αξία και τη σημασία του εν λόγω βιβλίου, αλλά και για τη σπουδαιότητα του Mancuso ως ανθρώπου και συγγραφέα. Μετά από έρευνα, ο Χατζηιακώβου αντιλήφθηκε την εξαιρετική σημασία που θα είχε η μετάφραση του βιβλίου στην ελληνική γλώσσα και η επαφή του ελληνόφωνου κοινού με τη ζωογόνο ευαισθησία και σκέψη του Mancuso. Την μετάφραση ανέλαβε ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Παναγιώτης Υφαντής, που με εξαιρετικό τρόπο βοηθάει τον Έλληνα αναγνώστη να έρθει σε πλήρη επαφή με την σκέψη, το πνεύμα, τις γνώσεις και τον εκφραστικό πλούτο του Mancuso, όπως μπορείτε να διαπιστώσετε λίγο παρακάτω.
Μέσα από το βιβλίο, οι αναγνώστες καλούνται να σκεφτούν πάνω σε πολύ κρίσιμα ζητήματα της εποχής:
Γιατί εμείς σήμερα είμαστε ολοένα και λιγότερο πολίτες και ολοένα και περισσότερο άτομα; Ολοένα και λιγότερο ενταγμένοι σε ανθρώπινες-κοινωνικές σχέσεις και ολοένα και περισσότερο απομονωμένοι, παρά τις πολλαπλές εικονικές συνδέσεις;
Γιατί στερούμαστε ενός ιδεώδους ευρύτερου από το ιδιοτελές συμφέρον του καθενός;
Γιατί χρειαζόμαστε συνεχώς αντιπάλους για να ορίσουμε την ταυτότητά μας και γιατί συχνά γινόμαστε ακόμη και εχθροί του ίδιου του εαυτού μας σε ένα είδος μόνιμου εσωτερικού πολέμου;
Γιατί όλη αυτή η οδύνη; Πού θα μας οδηγήσει τόσος πόνος; Πώς θα ξαναβρούμε ορίζοντες νοήματος για να μετουσιώσουμε την αγωνία; Πώς θα ενεργοποιήσουμε νέους τρόπους κοινωνικής συνοχής;
Πού θα βρούμε το κουράγιο να ζήσουμε; Θα συνεχίσουμε να είμαστε άνθρωποι;
Απόσπασμα από το βιβλίο «Για Το Νόημα της Ζωής»:
Η ιστορία του Κομφούκιου για τις λέξεις, τα νοήματα και την ουσία των πραγμάτων
«Τώρα, όμως, ήρθε η στιγμή να μιλήσω πιο αναλυτικά για την πρώτη μου θέση, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει νόημα χωρίς συναίνεση, ότι δηλαδή το νόημα είναι μια προσωπική κατασκευή. Ξεκινώ με μια μεθοδολογική διευκρίνιση, με αφορμή ένα απόσπασμα από τα Ανάλεκτα του Κομφούκιου, ένα βιβλίο που συγκεντρώνει το σύνολο των πάνω από πεντακοσίων ρήσεων και ιστοριών που αφορούν τον κινέζο δάσκαλο. Μια μέρα ένας μαθητής ονόματι Ζίλου τον ρώτησε: ‘’Αν ο αφέντης του Βάι σάς εμπιστευόταν την κυβέρνηση, ποιο μέτρο θα παίρνατε πρώτο;’’. Το Βάι ήταν ένα από τα μικρά κρατίδια στα οποία ήταν χωρισμένη η Κίνα εκείνη την εποχή, και ο μαθητής ήθελε να μάθει ποιο διάταγμα θα θέσπιζε πρώτο ο Κομφούκιος αν αναλάμβανε την διακυβέρνηση. Πρόκειται για ένα ερώτημα που ο καθένας θα μπορούσε να θέσει στον εαυτό του: αν μου είχαν εμπιστευθεί την πολιτική εξουσία, ποιος θα ήταν ο πρώτος νόμος που θα ψήφιζα; Εγώ, ένα βράδυ τις προάλλες, είπα στα παιδιά μου ότι ως πρώτο νόμο θα ψήφιζα την κατάργηση των καθρεφτών. Πρώτο μέτρο: Καταργούνται οι καθρέφτες. Αρκετά κοιτάχτηκες. Πρέπει να αρχίσεις να κοιτάζεις· αν θέλεις να καταλάβεις ποιος είσαι, πρέπει να σταθείς να ακούσεις τους άλλους· πρέπει να καταλάβεις πώς είσαι κοιτάζοντας προσεκτικά τους πιο κοντινούς σου ανθρώπους και να ακούσεις τα λόγια τους, έτσι όπως οι άλλοι καταλαβαίνουν τον εαυτό τους κοιτάζοντας και ακούγοντας εσένα· συνεπώς, τέρμα οι καθρέφτες. Όμως από την αντίδραση των παιδιών μου κατάλαβα ότι η εξουσία μου θα κρατούσε πολύ λίγο. Αλλά πώς απάντησε ο Κομφούκιος;
Είπε ότι θα εισηγούνταν τη ‘’διόρθωση των ονομάτων’’, και η απάντησή του απογοήτευσε τον μαθητή τουλάχιστον όσο η κατάργηση των καθρεφτών απογοήτευσε τα παιδιά μου. Ο Ζίλου δεν δίστασε να το δηλώσει: ‘’Σε τι βάσανο θα έμπαινε ο δάσκαλος! Τι νόημα έχει μια τέτοια διόρθωση; Γιατί να γίνει κάποτε μια τέτοια διόρθωση;’’. Ο Κομφούκιος απάντησε: ‘’Πόσο στενόμυαλος είσαι! Ο ευγενής άνθρωπος αναστέλλει την κρίση του απέναντι σε αυτό που δεν καταλαβαίνει!’’. Με άλλα λόγια, αν δεν κατάλαβες αυτό που εννοώ, τουλάχιστον μην προβαίνεις σε κρίσεις. Έπειτα συνέχισε εξηγώντας το νόημα του πρώτου μέτρου που θα θέσπιζε: ‘’Αν τα ονόματα δεν συμφωνούν με τη σημασία τους, η ομιλία δεν θα έχει σχέση με την πραγματικότητα· αν η ομιλία δεν σχετίζεται με την πραγματικότητα, τότε αυτό που προκύπτει δεν θα είναι ένα πραγματικό επίτευγμα’’.
Ο Κομφούκιος είχε καταλάβει τρία πράγματα, στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους: 1) Τα πάντα εξαρτώνται από τον κυβερνήτη του νου· 2) ο νους κυβερνά τον εαυτό του εξετάζοντας προσεκτικά τη σχέση του με την πραγματικότητα· 3) η σχέση του νου με την πραγματικότητα συμβαίνει κυρίως μέσω της γλώσσας. Αποτέλεσμα: τα πάντα πρέπει να ξεκινούν από τον έλεγχο της γλώσσας που χρησιμοποιούμε. Τι είναι, στ’ αλήθεια, η γλώσσα; Είναι ένα είδος γέφυρας ανάμεσα σε ένα αντικείμενο ή σε μια κατάσταση που έχουμε μπροστά μας (ή ακόμη και μέσα μας, την οποία, παρ’ όλα αυτά, μπορούμε να αντικειμενοποιήσουμε), και σε έναν ήχο που βγαίνει από εμάς και το ονοματίζει, και ονοματίζοντάς το, το καθιστά ξεκάθαρο στον νου. Στην περίπτωση των φυσικών αντικειμένων, η σχέση ανάμεσα στα αντικείμενα και τις λέξεις είναι μάλλον απλή: λέμε ψωμί, λέμε κρασί και αυτές οι λέξεις εννοούν τα ίδια αντικείμενα, εξ ου και η παροιμία «το ψωμί ψωμί και το κρασί κρασί» (ή, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Αθηναίοι «τα σύκα σύκα, την σκάφην σκάφην»). Στην περίπτωση των νοητών αντικειμένων, αντιθέτως, η ομιλία μας γίνεται όχι σπάνια ασαφής, κι έτσι λέμε δικαιοσύνη, ασφάλεια, πολιτική, εχθρός, αγάπη, μίσος κ.λπ. και δεν εννοούμε πάντοτε το ίδιο πράγμα. Εξ ου και όταν ο δήμαρχος μιλά με έναν δημοτικό σύμβουλο ή ένας δημοτικός σύμβουλος με τον δήμαρχο, μπορεί να συμβεί ο ένας με την ίδια έννοια να κατανοεί ένα πράγμα και ο άλλος κάτι άλλο, οπότε η πολιτική ενέργεια που θα ακολουθήσει να μη λειτουργεί όπως θα έπρεπε. Ακριβώς αυτό που έλεγε ο Κομφούκιος στον Ζίλου: ‘’Αν τα ονόματα δεν συμφωνούν με τη σημασία τους, η ομιλία δεν θα έχει σχέση με την πραγματικότητα· αν η ομιλία δεν σχετίζεται με την πραγματικότητα, τότε αυτό που προκύπτει δεν θα είναι ένα πραγματικό επίτευγμα’’. Πιστεύω ότι αυτό συμβαίνει στους περισσότερους από εμάς, γιατί το πρόβλημα δεν αφορά μόνο στην πολιτική αλλά σε κάθε πτυχή της ζωής, ξεκινώντας από τις βαθύτερες, όπως είναι τα αισθήματά μας και η ικανότητά μας να τα εκφράζουμε.
H ίδια η γλώσσα μάς βοηθά να διακριβώσουμε το πρόβλημα που την αφορά. Το όνομα λέγεται επίσης termine [όρος], μια λέξη, που σύμφωνα με τη λατινική της καταγωγή [terminus], παραπέμπει σε ένα όριο (confine), σε ένα τέλος (fine), σε μία οριοθέτηση, σε έναν περι-ορισμό (de-finizione)· ο όρος περι-ορίζει (de-finisce) ακριβώς εφόσον θέτει ένα όριο, ένα τέλος με την έννοια της ολοκλήρωσης. Λοιπόν, το ερώτημά μου είναι: πού τελειώνει η ομιλία μας; Πού τελειώνει η αναπνοή που βγαίνει από το στόμα μας με τη μορφή λέξεων;
Το όνομα λέγεται επίσης και vocabolo [λέξη] από το λατινικό vox, vocis με την προσθήκη της κατάληξης bólo, από το ελληνικό βόλος, που σημαίνει «εκτόξευση». Όπως ο δισκοβόλος εκτοξεύει τον δίσκο, και το θυμιατήρι [turibolo] το θυμίαμα (στα λατινικά tus, turis), έτσι και η λέξη εκτοξεύει τη φωνή. Ωστόσο, εσείς, προς τα πού θα εκτοξεύσετε τη φωνή σας; Οι ήχοι που παράγετε όταν μιλάτε, πού κατευθύνονται; Στοχεύουν στο να δείξουν κάτι; Ή θέλουν να τραυματίσουν και να υποτάξουν; Ή επιδιώκουν απλώς να κάνουν θόρυβο για να εξυψώσουν το εγώ σας; Πώς μιλάτε όταν μιλάτε; Τα λόγια σας είναι μηνύματα στην υπηρεσία της αλήθειας, βέλη που πληγώνουν, καθρέφτες στους οποίους κοιτάτε με επιμονή τον ίδιο σας τον εαυτό, ή είναι κάτι άλλο; Όλοι μας ξέρουμε από τίς πλέον στοιχειώδεις έννοιες της γεωμετρίας ότι ο συντομότερος δρόμος ανάμεσα σε δύο σημεία στον χώρο λέγεται ευθεία. Ο Κομφούκιος στόχευε στη διόρθωση της γλώσσας, στην οποία το πρώτο σημείο είναι ο νους και το δεύτερο είναι το αντικείμενο που θέλουμε να ονοματίσουμε: όσο πιο ευθεία και γραμμική είναι η γλώσσα τόσο περισσότερο είναι ακριβής και αληθής, αλλά και τόσο περισσότερο γεννά συνεπή σκέψη και αυθεντική ζωή. Γι’ αυτό ο Σωκράτης αγαπούσε και ασκούσε τη βραχυλογία, δηλαδή την περιεκτικότητα του λόγου. Όταν, αντιθέτως, η γραμμή ανάμεσα στο μυαλό και το νοούμενο αντικείμενο δεν είναι ευθεία, η σύνδεση γίνεται ελικοειδής και η γλώσσα δολιχοδρομεί περιπλανώμενη. Μια τέτοια περιπλανώμενη γλώσσα μπορεί να είναι και ευχάριστη, μπορεί να μας διασκεδάζει για την κωμικότητά της, μπορεί ακόμη και να μας γοητεύει χάρη στα λογοτεχνικά της θέλγητρα, όμως τελικά δεν οδηγεί πουθενά, αν όχι μόνο στο εγώ αυτού που την παράγει, και η ανάγκη μας για σχέση παραμένει ανικανοποίητη. Πιστεύω πως έχει συμβεί σε όλους να συνομιλούν επί μακρόν με κάποια άτομα και στο τέλος να νιώθουν πιο μόνοι από πριν. Όπως πιστεύω πως σας έχει τύχει να ακούσετε λόγια που ο ήχος τους σας αρέσει, αλλά που η σημασία τους σας είναι ακατανόητη. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να φτάσουμε στο σημείο να σκεφτούμε ότι δεν καταλαβαίνουμε επειδή δεν διαθέτουμε την υψηλή καλλιέργεια εκείνου που μιλάει και ενίοτε μπορεί κάτι τέτοιο να ισχύει, όμως πιο συχνά δεν έχουν έτσι τα πράγματα, γιατί όποιος έχει κάτι να πει, καταφέρνει πάντοτε να το μοιραστεί με τους άλλους, ενώ όποιος δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να πει, επιδεικνύει μόνο την ευρυμάθειά του, παράγοντας ομιχλώδη λεκτικά παιχνίδια. Έλεγε, πάντοτε, ο Κομφούκιος: ‘’Ο ευγενής άνθρωπος ελέγχει τον εαυτό του, ο κοινός άνθρωπος ελέγχει τους άλλους’’. Όποιος στοχεύει στην εσωτερική ευγένεια, διακρίνει τα όριά του και προσπαθεί να διορθώσει τον εαυτό του ξεκινώντας από την ίδια του τη γλώσσα, έτσι ώστε, μέσω της διόρθωσης των ονομάτων, κάθε λέξη να αντιστοιχεί στην εκτόξευση μιας φωνής που ολοκληρώνεται αγγίζοντας την πραγματικότητα και η οποία, γι’ αυτό, γεννά νόημα».