Πώς ο μουσικός Τύπος επηρέασε συνολικά την πολιτισμική ατμόσφαιρα στο Ηνωμένο Βασίλειο, μέσα από ένα νέο βιβλίο για το εκδοτικό φαινόμενο που κάποια στιγμή πήρε παγκόσμιες διαστάσεις και επηρέασε και την Ελλάδα.
Υπήρχε μια εποχή, αρκετά μακρινή πλέον, εκεί πίσω στη δεκαετία του ‘80, στην οποία μια από τις κύριες εβδομαδιαίες συνήθειές μου ήταν η βιαστική ανάγνωση του βρετανικού μουσικού Τύπου. Τον έβρισκα σε κεντρικά περίπτερα της Αθήνας και σε ορισμένα δισκάδικα, ενώ τα καλοκαιράκια τον συναντούσα στα πρακτορεία εφημερίδων και ξενόγλωσσου Τύπου στα μεγάλα νησιά του Αιγαίου. Κάποια περίοδο τον διάβαζα στη δουλειά μου, καθώς εργαζόμουν σε μεγάλο κεντρικό δισκάδικο που έφερνε μερικά από τα κορυφαία βρετανικά περιοδικά.
Τα έντυπα που παρακολουθούσα ήταν το «NME», το «Melody Maker» και (λιγότερο όμως) το «Sounds», ενώ υπήρχαν και οι πιο pop εκδοχές με τις οποίες όμως δεν ασχολιόμουν, όπως το «Smash Hits» που για ένα διάστημα είχε κυκλοφορήσει και σε ελληνική έκδοση.
Εκείνη την εποχή ο βρετανικός μουσικός Τύπος ήταν πραγματικά μια εκδοτική αυτοκρατορία ύφους κι αισθητικής και η δύναμή του στη διαμόρφωση της μουσικής πραγματικότητας ήταν …εξωπραγματική. Μερικοί από τους κορυφαίους δημοσιογράφους του Ηνωμένου Βασιλείου, συχνά πρώην δημιουργοί fanzines (μικρών ανεξάρτητων μουσικών εντύπων με punk αισθητική και underground διάθεση), βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της βρετανικής μουσικής δημοσιογραφίας και μέσα από τις σελίδες και τις στήλες εκείνων των εντύπων διαμόρφωσαν το soundtrack της καθημερινότητας δεκάδων εκατομμυρίων ακροατών, εντός κι εκτός Ηνωμένου Βασιλείου, αναγνωστών ή μη των εν λόγω εφημερίδων. Μεταξύ αυτών κι εγώ!
Ένας από τους κορυφαίους του βρετανικού μουσικού Τύπου ήταν ο Mark Sinker ο οποίος αποφάσισε κάποια στιγμή, πολλά χρόνια μετά την υποχώρηση των εφημερίδων και των περιοδικών από την πρωτοκαθεδρία της μουσικής πληροφόρησης, να συγκεντρώσει σ’ ένα βιβλίο απόψεις και αναμνήσεις μουσικογραφιάδων για εκείνη την υπέρλαμπρη εποχή.
Προηγήθηκε ένα διήμερο εκδηλώσεων στο Birkbeck College στο Λονδίνο το 2015, στο πλαίσιο του οποίου ο Mark Sinker συνάντησε και συνομίλησε με παλιούς συναδέλφους του, τόσο από το ΝΜΕ και το Wire στα οποία εργάζονταν αυτός, όσο κι από άλλα βρετανικά περιοδικά κι εφημερίδες. Οι συζητήσεις εκείνες, καθώς και κείμενα των δημοσιογράφων συγκεντρώθηκαν σ΄ έναν τόμο με τίτλο «A Hidden Landscape Once A Week», στο οποίο ο επιμελητής και συγγραφέας επιχειρεί να δώσει ένα περίγραμμα του πολιτιστικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε και κυριάρχησε ο βρετανικός μουσικός Τύπος από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80 -τη χρυσή δηλαδή περίοδό του. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, εκείνο το εντυπωσιακό κύμα μουσικών εφημερίδων, τζαζ περιοδικών, φεμινιστικών εντύπων κ.ά. συγκροτούσαν μια γλώσσα επικοινωνίας η οποία τείνει να εξαφανιστεί πλέον αφού αντικαθίσταται καθημερινά από την ψηφιακή γλώσσα του διαδικτύου.
Τα βρετανικά μουσικά περιοδικά που άνθισαν από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 είναι εκδόσεις που είχαν δημιουργηθεί πριν την έφοδο του rock στον μουσικό ουρανό της Αγγλίας. Το «Melody Maker», που ιδρύθηκε το 1926 ήταν το παλαιότερο από τα εβδομαδιαία μουσικά περιοδικά του Ηνωμένου Βασιλείου. Το 1952, το «New Musical Express» (NME), δημιουργήθηκε από τα περιοδικά «Accordion Times» και «Musical Express» και ήταν γνωστό για το pop singles chart πριν περάσει και αυτό στο χώρο του rock. To «Record Mirror» ιδρύθηκε το 1954 και το 1956 άρχισε να δημοσιεύει το επίσημο βρετανικό chart. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 εμφανίστηκε ένα κύμα εντύπων teenybop, ξεκινώντας με το «Boyfriend» του 1959 (κάθε εβδομάδα παρουσίαζε έναν νέο ποπ σταρ), αργότερα κυκλοφόρησαν τα «Mersey Beat» (1961), «Beat Monthly» (1963), «Big Beat», «Music Echo», «Rave» και «Fabulous» (όλα 1964).
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται αφηγήσεις μουσικών δημοσιογράφων, μέσα από τις οποίες αναπλάθεται μια εποχή και μια συνθήκη πληροφόρησης μάλλον άγνωστη σε όσους είναι κάτω των 30. Περιλαμβάνονται επίσης κρίσεις για την ποιότητα του μουσικού Τύπου στην Αγγλία καθώς και σκέψεις για τη συμβολή του στη διαμόρφωση του ευρύτερου πολιτισμικού πεδίου. Όπως είναι αναμενόμενο για κάθε βιβλίο που κυκλοφορεί στις μέρες μας και αφορά υποκουλτούρες και κινήματα στην Δύση, έτσι και το «A Hidden Landscape Once A Week», μεταφέρει στο σήμερα θέσεις, απόψεις και διαφωνίες για το πώς αντιμετώπισε ο μουσικός Τύπος τη δεκαετία του ‘80 τη γυναίκα στο rock, τους μαύρους και τις μαύρες στη δισκογραφική βιομηχανία αλλά και τους αναγνώστες συνολικά, οι οποίοι μέσα από τον μουσικό Τύπο αναζητούσαν την ταυτότητά τους και διαμόρφωναν τον χαρακτήρα τους.
Το βιτριολικό ύφος του βρετανικού μουσικού Τύπου, η συχνά αδικαιολόγητη εμμονή του με ορισμένους καλλιτέχνες και η προκλητική αδιαφορία του για άλλους, το απίστευτο hype που συνόδευε κάθε κριτική αλλά και τα πολύ κακά αγγλικά ορισμένων από τους γραφιάδες του (συχνά εσκεμμένα και με τρόπο που να προσομοιάζει τη διάλεκτο των δρόμων) είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά ενός εκδοτικού κινήματος που άφησε εποχή και σήμερα πλέον είναι αντικείμενο ιστορικής (κι όχι μόνο) έρευνας.
Γράφει χαρακτηριστικά ο επιμελητής της έκδοσης Mark Sinker: «Η ιστορία του βρετανικού μουσικού Τύπου στην εποχή που καλύπτει αυτή η ανθολογία, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 έως τα τέλη της δεκαετίας του ’80, είναι η μακρά ιστορία και η πολύπλευρη διαμάχη για την εξουσία και την πρόσβαση. Τι είναι καλό και ποιος το αποφασίζει; Ποιος θα έπρεπε να αποφασίζει και ποιος επιλέγει αυτούς που αποφασίζουν; Ποιες συνήθειες πρέπει να αμφισβητηθούν, ποιοι κανόνες πρέπει να ισχύουν – πότε το κουτσομπολιό και η εμπάθεια προξενούν κακό; Ποιος ξέρει τι, ποιος μιλάει με ποιον – ποιος πληρώνει για όλα αυτά και ποιο είναι το μερίδιό του;».
Έχοντας περάσει και εγώ από ορισμένα εμβληματικά μουσικά έντυπα των 80s και κυρίως των 90s, όπως το «Heavy Metal» (πριν γίνει «Metal Hammer»), η εφημερίδα και μετέπειτα περιοδικό «ΟΖ», τα περιοδικά «Music Life» και «Sonic» για να θυμηθώ μερικά μόνο από εκείνα, διαπιστώνω ότι, πράγματι, ο βρετανικός μουσικός Τύπος που λατρέψαμε, μια γλώσσα επικοινωνίας κι ένας κώδικας πληροφόρησης που δημιούργησε αρκετές γενιές ακροατών, δίνει στις μέρες μας τη θέση του σε μια άλλη αλφαβήτα που μιλιέται πλέον από εκατομμύρια αν όχι δισεκατομμύρια ανθρώπους. Η καγκελόπορτα της μουσικής ενημέρωσης έπεσε και η δημοκρατία της έκφρασης φαίνεται πως εξαφάνισε όλο το hype των (καλοπληρωμένων ενίοτε) γραφιάδων που ανέβαζαν και κατέβαζαν συγκροτήματα και καλλιτέχνες…