Πεπ Γκουαρντιόλα εναντίον Κάρλο Αντσελότι. Ρεάλ Μαδρίτης εναντίον Μάντσεστερ Σίτι. Άνθρωποι εναντίον μηχανών. Ποιος θα επικρατήσει; Σε λίγες μέρες θα ξέρουμε…
Η κλήρωση στους «8» του Champions League έβγαλε αντιμέτωπους τη Ρεάλ Μαδρίτης και τη Μάντσεστερ Σίτι (τα παιχνίδια θα γίνουν 9 και 17 Απριλίου). Ή, μάλλον, λάθος. Τον Κάρλο Αντσελότι με τον Πεπ Γκουαρντιόλα. Οι δυο τους είναι μεγαλύτερα μεγέθη και από τις ομάδες που προπονούν. Κάτι έχει να μας πει η ιστορία του ποδοσφαίρου για τον έναν και τον άλλο. Κι οι δυο είναι προπονητές, αλλά καμία σχέση. Ο Κάρλο είναι με τον άνθρωπο. Ο Πεπ με τον μηχανισμό.
Μεταφερόμαστε στις αρχές δεκαετίας του ’70, όταν στο ολλανδικό ποδόσφαιρο είχε τεθεί ένα μεγάλο δίλημμα από τον μεγαλύτερο προπονητή όλων των εποχών για τη χώρα της τουλίπας (μακαρίτη πια) Ρίνους Μίχελς: Στο ποδόσφαιρο τι προέχει; Ο μηχανισμός ή ο άνθρωπος; «Μα, ο μηχανισμός», απάντησαν οι ειδικοί της εποχής. «Εγώ παίρνω τον δικό μου δρόμο, για μένα προέχει ο άνθρωπος», είχε δηλώσει ο συμπαθέστατος Ρίνους. Αποτέλεσμα: αυτός ήταν ο δημιουργός της μεγάλης Εθνικής Ολλανδίας «βασίλισσα δίχως στέμμα» της δεκαετίας του ‘70, που έπαιξε δυο φορές τελικό Μουντιάλ (το ’74 έχασε από τη Δυτική Γερμανία 2-1 και το ’78 από την Αργεντινή 3-1) και το ’88 πήρε το ευρωπαϊκό (2-0 την ΕΣΣΔ).
Τι είχε κάνει τότε ο αξεπέραστος στην ψυχολογία Ρίνους Μίχελς; Έπρεπε στην Εθνική Ολλανδίας να παντρέψει ποδοσφαιριστές του Αγιαξ και της Φέγενορντ, κάτι που φάνταζε ακατόρθωτο. Ο Κρόιφ, ας πούμε, ό,τι καλύτερο έχει βγάλει μέχρι σήμερα το ολλανδικό φούτμπολ, δεν ήθελε να βλέπει ούτε ζωγραφικό τον Βαν Χάνεγκεμ της Φέγενορντ, μάλιστα, είχε βάλει βέτο να μην κληθεί. Ο Νέεσκενς, μέγας παίκτης και «τρεχαντήρι» δεν ήθελε να παίζει δεξί χαφ.
Ο Μίχελς τους συγκέντρωσε στο προπονητικό κέντρο και ρωτούσε τον καθέναν ξεχωριστά: «Εσύ νέε μου, που θέλεις να παίζεις»; Και τον έβαζε εκεί που ήθελε! Ο άνθρωπος είχε συντρίψει τον μηχανισμό, αφού η Ολλανδία παρουσίασε ίσως το καλύτερο ποδόσφαιρο όλων των εποχών, παρόλο που αρκετοί θεωρούν τη Βραζιλία του ’70 σαν την καλύτερη. Σάμπως και ο τότε τεχνικός της Εθνικής Βραζιλίας Μάριο Ζαγκάλο, τα ίδια δεν είχε κάνει; Κι αυτός είχε καλέσει πέντε παίκτες που στην ομάδα τους φορούσαν το «10». Πελέ, Ζαϊρζίνιο, Ριβελίνο, Τοστάο, Ζέρσον. Βρήκε τον τρόπο κι τους έριξε στο φιλότιμο, ότι η Σελεσάο βασιζόταν αποκλειστικά στον καθένα και ας πήγαινε στο διάολο ο αριθμός της φανέλας.
Από τότε το ποτάμι του χρόνου κατάπιε και τον Μίχλες και τον Ζαγκάλο και ανέδειξε τους μηχανισμούς που είναι υπεράνω του ανθρώπου – ποδοσφαιριστή. Του Γκουαρντιόλα, ας πούμε. Όλοι τον προσκυνούν, εκτός από έναν Ιταλό φινετσάτο και παραδοσιακό που μονίμως μασάει τσίχλα κατά τη διάρκεια των αγώνων. Τον Κάρλο Αντσελότι της Ρεάλ Μαδρίτης, μακράν πρώτο σε ευρωπαϊκές διακρίσεις.
Όλοι οι σύγχρονοι προφέσορες της μπάλας θεωρούν ότι οι ποδοσφαιριστές είναι μηχανές που κουρδίζονται και παίζουν όπως θέλει ο προπονητής -λίγο τους απασχολεί το συναισθηματικό στοιχείο, ο άνθρωπος, δηλαδή. Ο προπονητής έχει επιβάλει παντού τη δικτατορία του. Ποιος θα αντισταθεί στον Μουρίνιο, τον Γκουαρντιόλα και τα υποκατάστατά τους; Το ποδόσφαιρο για αυτούς είναι ανώτερα μαθηματικά, τριγωνομετρία, ημίτονα, συνημίτονα και επιπεδομετρία και τετραγωνικές ρίζες. «Ο Γκουαρντιόλα εξαφανίζει τις προσωπικότητες των παικτών», τα λόγια του άλλοτε παίκτη της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Πατρίς Εβρά. Μήπως ο Μαρτίνς το ίδιο δεν έκανε με τον Φορτούνη στον Ολυμπιακό; Γιατί δεν υπηρετούσε τον μηχανισμό, ήταν η αιτία. Το «σύστημα». «Βρείτε έναν τρόπο η μπάλα να φτάσει στον Μπενζεμά κι αυτός, ξέρει τι θα την κάνει», είπε ο Αντσελότι στους παίκτες της Ρεάλ. Δικαιώθηκε. Ο Μπενζεμά του έδωσε άπειρες κούπες. Τώρα το λέει για τον Μπέλιγχαμ και τον Βινίσιους.
Μετά από 20 χρόνια μελέτης πάνω στο ποδόσφαιρο, ο μέγας Γάλλος στράικερ Ζυστ Φονταίν, πρώτος σκόρερ στο Μουντιάλ του ’58 στη Σουηδία με 13 γκολ (ακατάρριπτο ρεκόρ) είχε αποφανθεί ότι το 67% του όλου που βλέπουμε στο γήπεδο τη σήμερον ημέραν, είναι έργο του προπονητή και το υπόλοιπο αφορά στους αυτοσχεδιασμούς του παίκτη. Εκείνο που δεν μέτρησε ο Φονταίν -αδύνατο να το κάνει- ήταν η διάθεση των ποδοσφαιριστών να υπηρετήσουν τον μηχανισμό που στήνουν οι προπονητές. Διότι, πλέον, σταματάμε να μιλάμε για μπάλα, αλλά για δουλειά…