Όλα όσα πρέπει να ξέρετε για το λευκό τζίνι του αλκοόλ και να κάνετε ένα βήμα παραπέρα από το δημοφιλες τζιν τόνικ, όσο υπέροχο και αν είναι αυτό.
Το τζιν είναι αποτέλεσμα διπλής ή τριπλής απόσταξης από δημητριακά (σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι), στα οποία προστίθενται αρωματικές ουσίες όπως φλούδες λεμονιού, φλούδες πορτοκαλιού, κανέλλα, μοσχοκάρυδο, πικραμύγδαλα, άνηθος, μάραθος, κάρδαμο, κόλιανδρος και άνθη. Κυριότερο μυρωδικό, όμως, είναι το juniper berry (o ραγοστρόβιλος του άρκινθου, ενός είδους κέδρου), που του δίνει και τη χαρακτηριστική του πικρή γεύση.Πατρίδα του θεωρείται η Ολλανδία και απαντάται ήδη από το 17ο αιώνα, η Βρετανία όμως έμελλε να είναι η χώρα που το ανέδειξε και το ενέταξε στη συστηματική παραγωγή. Χάρη στην παρασκευή του αποκλειστικά από φυσικά υλικά και στη διαδικασία καθαρισμού του αλκοόλ του (η οποία περιλαμβάνει τα λιγότερα χημικά οργανικά έλαια από οποιοδήποτε άλλο ποτό -ακόμη κι από εκείνη του κρασιού), το τζιν δεν προκαλεί hangover. Καλύτερο τζιν θεωρείται εκείνο που προέρχεται από απόσταξη καλαμποκιού.
Διακρίνεται σε 4 κατηγορίες: Το London dry gin είναι ξηρό, αρωματικό και έχει περιεκτικότητα αλκοόλ 40% – 50%. Εδώ ανήκουν τζιν όπως Tanqueray, Beefeater, Gordon’s, Bombay Sapphire και είναι ιδανικό για Dry Martini. Το Plymouth gin είναι πιο αρωματικό ως και φρουτώδες, και παράγεται μόνο σε ένα αποστακτήριο της πόλης Πλίμουθ. Η περιεκτικότητά του σε αλκοόλ κυμαίνεται ανάμεσα στο 43% και το 45% και ταιριάζει περισσότερο στα κοκτέιλ. Στη (δυσεύρετη) κατηγορία Old Tom gin βρίσκουμε ελαφρά και γλυκά αποστάγματα. Τέλος, υπάρχει και ο δανέζικος τύπος τζιν (Genever ή Hollands) που διαφοροποιείται στο χρώμα (ανοιχτό μελί), καθώς παράγεται από βυνοποίηση όπως και το ουίσκι.
Το τζιν τόνικ, το πιο εύκολο κοκτέιλ που μπορεί να απολαύσει κάποιος, γεννήθηκε όταν οι Βρετανοί στρατιωτικοί του Στέμματος που στάθμευαν στην Ινδία το 19ο αιώνα, για να μειώσουν την πικρίλα της κινίνης που χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο για την ελονοσία, είχαν την ιδέα να διαλύσουν και να τη μαλακώσουν μαζί με δόση gin μαζί με ζαχαρωμένο ανθρακούχο νερό.
Παρότι ξεκίνησε σαν ένα ευτελές ποτό των καταγωγίων, από τον 19ο αιώνα και μετά άρχισε να θεωρείται ποτό αξιώσεων και σύντομα έγινε το ποτό της αριστοκρατίας. Hταν το αγαπημένο ποτό του Λόρδου Βύρωνα, του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, αλλά και του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Πλέον όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται το γιατί, ενώ οι bartenders το έχουν καταστήσει κατεξοχήν αφετηρία έμπνευσης.
Τα τζιν έχουν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους στη βοτανικότητα, την ένταση, τα αρώματα. Αυτός είναι και ο λόγος που οι mixologists χρησιμοποιούν διαφορετικό gin για διαφορετικό κοκτέιλ, ενώ συχνά προσαρμόζουν τον χαρακτήρα των κοκτέιλ σε αυτό του τζιν που χρησιμοποιούν (π.χ. γαρνίρουν με αγγούρι ή με πέταλα τριαντάφυλλου το Hendricks που έχει τέτοια αρώματα) και επινοούν διαφορετικά κοκτέιλ ανάλογα με την ετικέτα.
Τα οικουμενικά κοκτέιλς με τζιν που μπορεί κάποιος να απολαύσει είναι μετρημένα στα δάχτυλα των δύο χεριών. Εμβληματικά το Dry Martini (ευχαριστούμε τον Τζέιμς Μποντ), το Negroni, το Gimlet, το Tom Collins ή το απολύτως ντελιτσιόζο Ramos Gin Fizz (gin, χυμός λεμονιού και λάιμ, σιρόπι ζαχαροκάλαμου, άνθη πορτοκαλιάς, βανίλια, ασπράδι αβγού, crème fraîche και eau de Seltz).
Μια έρευνα που έγινε από το Πανεπιστήμιο της Bangor σε συνεργασία με το King’s College του Λονδίνου, στην οποία πήραν μέρος 30.000 άτομα από 21 χώρες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όσοι πίνουν gin είναι πιο σέξι από τους άλλους. Δεν είναι περίεργο.