Η Κυριακή πάντα κρύβει μέσα της μια επιστροφή. Δεν έχει σημασία αν επιστρέφεις από νοητό ή πραγματικό ταξίδι. Απλά, επιστρέφεις από αυτό που ξεκίνησε το απόγευμα μιας Παρασκευής. Ακόμη και η επιστροφή του Ασώτου, που έχει να κάνει με ευρύτερη περιπλάνηση, είναι πάντα κυριακάτικη.
Ξημέρωμα Κυριακής είναι η επιστροφή του μουσικού από την πίστα που έπαιζε όλη νύχτα. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες μέρες, την Κυριακή δεν θα κοιμηθεί. Θα επιστρέψει στο καφέ-στέκι του για να απολαύσει το κυριακάτικο πρωινό μακριά από τους δυνατούς ήχους, μόνο με ανθρώπινες φωνές γύρω του. Την ίδια μέρα θα επιστρέψει στις παρτιτούρες της κλασικής μουσικής που σπούδασε, αλλά στην πορεία εγκατέλειψε για να καταφέρει να επιβιώσει.
Επιστροφή ξημερώματα Κυριακής, μετά από σαββατιάτικη έξοδο και για τον θαμώνα του κέντρου όπου παίζει ο παραπάνω μουσικός, και παρόλο που πέρασε όλη τη νύχτα άυπνος, ο πρωινός κυριακάτικος ήλιος δεν τον αφήνει να κοιμηθεί αμέσως. Φυσικά, η αργοπορία του στον ύπνο δεν θα του στερήσει τη μεσημεριανή επιστροφή στο πατρικό για το κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι που πάντα φτάνει στην κορύφωσή του με το αγαπημένο του χειροποίητο γλυκό. Από τότε που άφησε το πατρικό του, το κυριακάτικο τραπέζι έχει πάρει άλλη αξία για εκείνον, πολύ σπουδαιότερη από το γευστικότατο φαγητό. Είναι φορές που επιστρέφουν αναμνήσεις γευμάτων από την εποχή που ήταν ακόμη παιδί και άλλες που σκέπτεται ότι θα μπορούσε απλά να κάθεται και να χαζεύει τα μέλη της οικογένειας και το πόσο ίδιες παραμένουν οι συνήθειές τους σε όλα τα κυριακάτικα τραπέζια, στο πέρασμα του χρόνου.
Επιστροφή από το χωριό ή το εξοχικό, από την παλιά Εθνική Οδό ή από τον παράδρομο της Εθνικής, και πάντα πολύ αργά το βράδυ της Κυριακής, για να απολαύσεις τις ωραίες μέρες της εξοχής, όσο γίνεται περισσότερο. Όλη η οικογένεια στριμωγμένη στο μικρό οικογενειακό όχημα. Από το ραδιόφωνο ακούγεται κάθε Κυριακή η απευθείας μετάδοση των αγώνων από την ΕΡΑ. Ο εκφωνητής συνδέεται με όλα τα γήπεδα της Ελλάδας εναλλάξ, ενώ ακούγονται οι φωνές και τα συνθήματα του κόσμου. Eίναι η εποχή που από τις εξέδρες ακούγεται συχνά η κόρνα με τη μελωδία των Ντιουκς. Κάποιες άλλες Κυριακές, κάθε τέσσερα χρόνια, από το ίδιο ραδιόφωνο μεταδίδονται άλλοι αγώνες, πολιτικοί αυτή τη φορά. Η κόρνα των Ντιουκς παραμένει ίδια. Όμως το μικρότερο αδερφάκι δεν ενοχλείται και γέρνει στον ώμο σου για έναν άβολο ύπνο. Την είσοδο στην πόλη σηματοδοτούν οι πολυκατοικίες, στο πλάι της εθνικής οδού, με τα φώτα των διαμερισμάτων να εκπέμπουν πάντα θαλπωρή, λες και ανάβουν σαν φάροι από μακριά για να σε προϋπαντήσουν.
Επιστροφή στο λιμάνι του Πειραιά, μετά από διακοπές σε κάποιο νησί των Κυκλάδων. Σε αντίθεση με το ταξίδι προς το νησί, το ταξίδι της επιστροφής διήρκεσε ελάχιστα, προκαλώντας τους μια γλυκιά απογοήτευση, ή ίσως μελαγχολία, σκεπτόμενοι ότι θα μπορούσαν να περάσουν λίγο περισσότερο χρόνο μαζί, πίνοντας ουζάκια στα ταβερνάκια του νησιού ή βολτάροντας στο λιμάνι. Παρ’ όλα αυτά, γελούν πολύ, ενώ κοιτάζονται συνεχώς μέσα στα μάτια. Φτάνουν στον σταθμό του ηλεκτρικού και επιβιβάζονται στο τραίνο. Στέκονται όρθιοι, σχεδόν κολλητά ο ένας με τον άλλον. Τα γέλια έχουν σταματήσει. Εκείνος κοιτάζει έξω από το παράθυρο, συνεπαρμένος από τα συναισθήματα του ταξιδιού, χωρίς να έχει αντιληφθεί το φωτεινό βλέμμα της που τον λούζει. «Πόσο ερωτευμένη ένοιωθα εκείνη τη στιγμή! Δεν μπορείς να φανταστείς…» είπε κάποτε. Κι ήταν πάλι σε κυριακάτικη επιστροφή.