Μια άγνωστη αλλά εξόχως διδακτική ιστορία για την Kodak, τους μαύρους των ΗΠΑ και τους τρόπους που έχει η τεχνολογία να απεικονίζει τα πράγματα διαφορετικά από ό,τι είναι.
Η Sarah Lewis, επίκουρη καθηγήτρια στο Harvard University, με γνωστικό της αντικείμενο την Ιστορία της Τέχνης και της Αρχιτεκτονικής, μάθημα το οποίο διδάσκει στο Τμήμα Αφρικανικών και Αφρο-Αμερικανικών Σπουδών του διάσημου πανεπιστημίου, είχε κληθεί πριν μερικά χρόνια να δώσει μια διάλεξη στο πλαίσιο εκδήλωσης που διοργάνωνε ένα αμερικανικό περιοδικό. Καθώς ετοιμάζονταν στο πόντιουμ και έριχνε μια τελευταία ματιά στον υπολογιστή προβάροντας την ομιλία της, ο υπεύθυνος της οπτικοακουστικής κάλυψης του αμφιθεάτρου που εκείνη τη στιγμή ρύθμιζε στην κονσόλα ήχο, εικόνα και φωτισμό, την πλησίασε και της είπε διακριτικά ότι το σακάκι της ήταν λευκότερο από το πρόσωπό της κι αυτό ίσως να δημιουργούσε κάποιο πρόβλημα στον φωτισμό της. «Εντάξει. Αλλά όλα όμως εδώ μέσα είναι λευκότερα από το πρόσωπό μου. Είμαι μαύρη βλέπεις…», απάντησε χαμογελώντας.
Θυμήθηκα το περιστατικό διαβάζοντας πρόσφατα ένα εξαιρετικό βιβλίο για τις πτυχές της τεχνολογίας και για το αν η τεχνολογία από μόνη της είναι φορέας εξουσίας, διαχωρισμού και ταξικότητας. Ο Βρετανός καλλιτέχνης, δημοσιογράφος και συγγραφέας James Bridle, ο οποίος τα τελευταία χρόνια ζει στην Αθήνα, κυκλοφόρησε το 2019 μια μεγάλη έρευνα γύρω από την εξέλιξη των τεχνολογιών και την εφαρμογή τους στην ανθρώπινη καθημερινότητα. Γραμμένο πριν από την πανδημία, το βιβλίο «Νέα Σκοτεινή Εποχή» (Εκδόσεις Μεταίχμιο) θα σοκάρει τον αναγνώστη που αντιμετωπίζει με απόλυτη συγκατάβαση την τεχνολογία αλλά κι όσους επιμένουν να θεωρούν ότι η τεχνολογία δεν έχει ιδεολογικό πρόσημο ή ταξική χροιά. Μεταξύ των πολλών ιστοριών που μαρτυρούν την ολοένα αυξανόμενη κυριαρχία της τεχνολογίας, της κατά το δοκούν χρήσης της από αυτούς που την ελέγχουν και του σαφούς ιδεολογικού φορτίου που μερικές φέρει πάνω της, είναι το ιστορικό ανέκδοτο με το καλιμπράρισμα των φωτογραφικών μηχανών και του φωτογραφικού φιλμ της αμερικανικής εταιρείας Kodak. Μια αληθινή, πικρή ιστορία.
Ο Bridle μας θυμίζει μια όχι και τόσο γνωστή ιστορία από την αμερικανική τεχνολογική εποποιία του 20ου αιώνα. Η Kodak, ένας θρύλος του αμερικανικού επιχειρείν αλλά και μια από τις κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας για πολλές δεκαετίες, δεχόταν για κάποια χρόνια, εκεί πίσω στη δεκαετία του 1960, παράπονα από πελάτες της για την τονικότητα του φιλμ που παρήγαγε. Επρόκειτο στην πλειονότητά τους για Αφροαμερικανούς γονείς που φωτογράφιζαν τα παιδιά τους σε τελετές αποφοίτησης από σχολεία και πανεπιστήμια. Οι φωτογραφίες λάσπωναν -κατά τη γνώριμη σε φωτογράφους και γραφίστες φράση- κυρίως επειδή δεν αποδίδονταν σωστά η τονικότητα του μαύρου. Η Kodak όμως αδιαφόρησε εντέχνως. Λίγο αργότερα, η εταιρεία δέχτηκε παράπονα από αμερικανικές σοκολατοβιομηχανίες οι οποίες διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν μπορούσε να αποδοθεί σωστά στο φιλμ της Kodak η απόχρωση της σοκολάτας κατά τη διάρκεια φωτογραφίσεων για διαφημιστικές καταχωρίσεις. Όταν στις αντιδράσεις των βιομηχανιών σοκολάτας προστέθηκαν, το ίδιο διάστημα, οι ανάλογες διαμαρτυρίες βιομηχανιών κατασκευής επίπλων (αυτές γκρίνιαζαν ότι δεν μπορούσαν να πιάσουν τους τόνους σε σκουρόχρωμα σαλόνια, γραφεία και βιβλιοθήκες), τότε η Kodak έσκυψε στο πρόβλημα, το πάλεψε και το έλυσε. Η φωτογράφιση των μαύρων προσώπων πέρασε σε μια νέα φωτεινότερη εποχή. Τελικά η τεχνολογία μπορούσε να εξυπηρετήσει, από σπόντα όμως, ιδεολογικούς σκοπούς.
Αυτήν την περίοδο, οι κατακτήσεις της τεχνολογίας φαίνονται τόσο σημαντικές για την ίδια την επιβίωσή μας, η αμφισβήτησή τους όμως από διάφορες πλευρές ενδέχεται να μας αποκαλύψει πτυχές που ίσως να μην μπορούμε να διακρίνουμε με γυμνό μάτι. Όπως τότε, το ‘60 που η Kodak δεν μπορούσε (ή δεν ήθελε;) να δει ότι το φιλμ που παρήγαγε και για το οποίο ήταν παγκοσμίως γνωστή, δεν έκανε για τους ανθρώπους με μαύρο πρόσωπο.
Φωτογραφία θέματος: Alen MacWeeney (περίπου το 1977). ©Τhe New York Public Library Digital Collections.