Με αφορμή την κυκλοφορία ενός βιβλίου για τους Oasis επιστρέφουμε στην Αγγλία των 90s όπου η Cool Britannia δεν ήταν τόσο κουλ για οικονομικούς μετανάστες και φυλετικές μειονότητες…
Τον Αύγουστο του 1994 οι Βρετανοί Oasis κυκλοφόρησαν το πρώτο άλμπουμ τους, το εκπληκτικό «Definitely Maybe» στην Creation Records. Θεωρήθηκε το σημαντικότερο άλμπουμ βρετανικού συγκροτήματος της δεκαετίας του 1990 και μέχρι σήμερα (τέλη του 2021) έχει πουλήσει περίπου 2,4 εκατ. αντίτυπα σε κάθε μορφή στο Ηνωμένο Βασίλειο και πάνω από 8 εκατ. παγκοσμίως. Το άλμπουμ θεωρείται η κομψή, ενήλικη βρετανική απάντηση στο άγριο, εφηβικό grunge που μεσουρανούσε εκείνη την περίοδο στις ΗΠΑ αλλά και ως μια από τις πλέον φωτεινές εκδοχές της βρετανικής μουσικής στη μετά το punk εποχή.
Πολύ περισσότερο όμως από ένα μουσικό άλμπουμ, το Definitely Maybe θεωρήθηκε ένα διαμάντι από το soundtrack μιας ολόκληρης εποχής, της «Cool Britannia», ένα κοινωνικό και πολιτιστικό ρεύμα. Ήταν μια εποχή ευφορίας για το Ηνωμένο Βασίλειο που άφηνε πίσω του τον Θατσερικό όλεθρο της φτώχειας, της ανεργίας και της κατάθλιψης της δεκαετίας του 1980. Είναι η εποχή της επανάκαμψης ενός μοντέρνου Εργατικού Κόμματος, του New Labour, το οποίο με τον (κι επισήμως πλέον…) ψευταρά Τόνι Μπλερ στο τιμόνι του, έβγαλε τη χώρα από τους ταραγμένους ωκεανούς του μονεταρισμού, στο (φαινομενικά) απάνεμο λιμάνι του σοσιαλδημοκρατικού Τρίτου Δρόμου.
Όπως συμβαίνει όμως σε όλες σχεδόν τις όμορφες ιστορίες οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ανάτασης, υπάρχουν και γκρίζες ζώνες κι εκεί διαβιούν αυτοί που βρίσκονται στη σκιά, αυτοί που δεν καλέστηκαν στο ξέφρενο πάρτι των 90s. Στην περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, αυτοί ήταν οι οικονομικοί μετανάστες και οι φυλετικές μειονότητες.
Το βιβλίο του Βρετανού κοινωνιολόγου Τζέισον Άρτνεϊ (Jason Arday) «Cool Britannia and Multi-Ethnic Britain: Uncorking the Champagne Supernova», το οποίο κυκλοφόρησε το 2021, είναι ένα έξοχο δείγμα κοινωνικής και πολιτιστικής μελέτης ενός μαύρου Βρετανού που μεγαλώνει τη δεκαετία του 1990, σε μια εποχή που η χώρα του βγαίνει από μια τραυματική εικοσάχρονη κυριαρχία των Συντηρητικών που διεύρυναν το χάσμα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Παρά την οικονομική και, κυρίως την κοινωνική, ανάταση της δεκαετίας του 1990, ο μεγαλοϊδεατισμός της πρώην αυτοκρατορίας συνέχιζε να δηλητηριάζει τον δημόσιο βίο. Ο ρατσισμός της βρετανικής κοινωνίας δεν επέτρεπε σε όλες τις κοινότητες να γευτούν το νέκταρ της Cool Britannia. Ο Τζέισον Άρτνεϊ αν και μετείχε της κοινωνικής και πολιτισμικής ανάτασης, αν κι έζησε τη ζάλη της δεκαετίας του ‘90, κάνοντας σήμερα τον απολογισμό του, διατηρεί αμφιβολίες για το κατά πόσον εκείνη η ανάπτυξη ήταν το ίδιο σημαντική για όλους.
Ο Άρτνεϊ χρησιμοποιεί την αυτό-εθνογραφία (auto-ethnography) για να ταξιδέψει πίσω στη δεκαετία του 1990: πρόκειται στην ουσία για την καταγραφή των αναμνήσεών του και τον σχολιασμό, μέσω αυτών των αναμνήσεων, της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας που αντιμετώπιζαν οι μειονότητες του Ηνωμένου Βασιλείου. Για αυτό και πήρε συνεντεύξεις από 80 πολίτες οι οποίοι το 1994 ήταν 20, 30, 40 και 50 ετών και συμπλήρωσε το υλικό του με τις αναμνήσεις του.
Πως όμως ένας μαύρος από το Λονδίνο συνδέθηκε με τέσσερις λευκούς από το Μάντσεστερ; Αν και στον περίγυρό του άκουγαν περισσότερο Bob Marley παρά Beatles, ο ίδιος αγάπησε τη μουσική των Oasis, παρά το γεγονός ότι, όπως υποστηρίζει στο βιβλίο του, οι στίχοι της μπάντας δεν αφορούσαν ούτε τον ίδιο, ούτε την οικογένεια και το κοινωνικό περίγυρό του ο οποίος εκείνο ακριβώς το διάστημα αντιμετώπιζε συχνά ρατσιστική βία.
Στο βιβλίο του δεν παραλείπει να αναφερθεί στη δολοφονία του μαύρου εφήβου Steven Lawrence το 1993 στο νότιο Λονδίνο και στην αναφορά της Metropolitan Police το 1999 όταν και ολοκληρώθηκε, ζητούσε επίμονα από την πολιτική ηγεσία μηδενική ανοχή απέναντι στις ρατσιστικές συμμορίες.
«Νομίζω ότι μερικές φορές υπάρχει μια συλλογική αμνησία σε ότι αφορά τη δεκαετία του ‘90» ανέφερε ο Τζέισον Άρτνεϊ σε πρόσφατη συνέντευξη του με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του στο περιοδικό New Humanist και εξήγησε: «Νομίζω πως όταν οι άνθρωποι αναφέρονται στη δεκαετία του 1990 μιλάνε με μια ευφορία, με μια πολύχρωμη οπτική, αλλά για τους μαύρους και τις άλλες μειονότητες, τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Πρέπει να επανατοποθετήσουμε τον τρόπο σκέψης μας για την εποχή εκείνη, διότι ήταν μια φρικτή εποχή για τους μαύρους».