Η συγκινητική ιστορία μιας βιομηχανικής περιοχής ταυτισμένης με τους αγώνες της εργατιάς και την περιβαλλοντική μόλυνση, που πλέον έχει αποδοθεί στους κατοίκους ως ελεύθερος χώρος πολιτισμού και ψυχαγωγίας.
Γυμνά βιομηχανικά κτίσματα στέκονται στην ακροθαλασσιά εδώ και δεκαετίες, με την αρμύρα να σιγοτρώει τα ντουβάρια και ό,τι έχει απομείνει από τα μηχανήματα στο εσωτερικό τους.
Σε αυτό το σημείο, επί 90 χρόνια χτυπούσε η καρδιά της βαριάς βιομηχανίας. Με το πέρασμα των χρόνων κάποια κτίρια έπεσαν και άλλα κατεδαφίστηκαν για λόγους ασφάλειας. Ο χρόνος σταμάτησε, ο τόπος έμεινε βουβός, θα έλεγε κανείς σε διαμαρτυρία όσων είχε υποφέρει για ενενήντα χρόνια. Εδώ είναι η Δραπετσώνα, που υπήρξε η καρδιά της εργατιάς, η πηγή των φτηνών εργατικών χεριών. Εδώ εργάζονταν άνθρωποι από όλη την Αθήνα και τον Πειραιά.
Η ιστορία ξεκινά το 1909 με την υπογραφή του καταστατικού ίδρυσης της μεγαλύτερης βιομηχανίας στα Βαλκάνια, της Ανωνύμου Ελληνικής Εταιρίας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (ΑΕΕΧΠΛ), ενώ τον Οκτώβριο του 1910, δόθηκε το εναρκτήριο λάκτισμα για τη λειτουργία του εργοστασίου στη Δραπετσώνα. Το σημείο που επιλέχτηκε για την ανέγερση της βιομηχανίας μόνο τυχαίο δεν ήταν. Ακριβώς πάνω στο κύμα, στον προλιμένα του Πειραιά, με άμεση πρόσβαση στη θάλασσα για τη διευκόλυνση της διακίνησης των προϊόντων σε Ελλάδα και εξωτερικό. Τα επόμενα χρόνια και προκειμένου να μειωθεί το κόστος παραγωγής δημιουργήθηκε ένα εργοστάσιο υαλουργίας και λίγο αργότερα μπήκε σε λειτουργία και μια μονάδα παραγωγής γεωργικών φαρμάκων. Γύρω από το εργοστάσιο Λιπασμάτων ξεδιπλώθηκε πολύ σύντομα μια πόλη, που μεγάλωσε με τον ερχομό των Μικρασιατών προσφύγων το 1922.
Σε αυτόν τον βιομηχανικό πυρετό, η ζωή, η υγεία και η σωματική ακεραιότητα των εργατών έχουν μικρή αξία για το ισχυρό κεφάλαιο. Οι συνθήκες εργασίας στο εργοστάσιο είναι απάνθρωπες, με τους τραυματισμούς, τους θανάτους και τις αρρώστιες να σφυροκοπούν τη φτωχολογιά. Όμως τίποτα δεν σταματά την παραγωγή, κανένας θάνατος δεν αναχαιτίζει την ακόρεστη όρεξη για κέρδος.
Μέσα σε αυτό κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, οι άνθρωποι που εργάζονταν στα Λιπάσματα κατέφταναν καθημερινά από κάθε γωνιά του Πειραιά και της Αθήνας για το δύσκολο μεροκάματο, για το πικρό ψωμί. Οι μπουρούδες σήμαιναν την έναρξη και τη λήξη της βάρδιας και τα φουγάρα κάπνιζαν ασταμάτητα νυχθημερόν. Υπολογίζεται, ότι το 1936 οι εργάτες του εργοστασίου ανέρχονταν σε 4.000 και τη δεκαετία του 1950 κατά διαστήματα έφταναν τους 7.000.
Το 1946, το εργοστάσιο περνάει στην ιδιοκτησία του Πρόδρομου Αθανασιάδη Μποδοσάκη, και εντάσσεται στο Σχέδιο Μάρσαλ και ενώ το ιδιοκτησιακό καθεστώς άλλαξε, δεν συνέβη το ίδιο με τις συνθήκες και τους όρους εργασίας. Έτσι, όπως και όλα τα προηγούμενα χρόνια, οι εργαζόμενοι συνέχισαν τον αγώνα για να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο μερίδιο από τον πλούτο που οι ίδιοι παρήγαγαν αλλά και για αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας.
Χαρακτηριστικά, το 1947 η απεργία του γυαλάδικου (φωτογραφία πάνω) κράτησε 46 μέρες και του βοηθητικού προσωπικού 20 μέρες. Τα διαχρονικά αιτήματα των εργατών ήταν καλύτερο περιβάλλον, αυξήσεις, προσλήψεις, 8ωρο. Η απάντηση της εργοδοσίας ήταν απολύσεις, τρομοκρατία και στρατολόγηση απεργοσπαστών, ενώ έχουν σημειωθεί θάνατοι και εξαφανίσεις σε επεισόδια κατά τη διάρκεια των απεργιών. Τη δεκαετία του 1980, με την αποβιομηχάνιση, άρχισε η παρακμή του εργοστασίου, ενώ η δολοφονία του Μποδοσάκη Αθανασιάδη το 1988 σήμανε την αρχή του τέλους. Το 1992 το «γυαλάδικο» κλείνει οριστικά και το 1999 ήρθε ο αμετάκλητος επίλογος.
Τα χρόνια που ακολούθησαν πολλά έχουν ειπωθεί για τη συγκεκριμένη έκταση, με τους τοπικούς φορείς να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τα επίπεδα μόλυνσης. Για χρόνια, οι επίσημες μελέτες αρνούνταν την ρύπανση που επέφερε στο λεκανοπέδιο, όχι μόνο η ΑΕΕΧΠΛ αλλά και οι γειτονικές της, όπως η ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, ωστόσο δεν χρειάζονται μετρήσεις για να αποδειχθεί το αυτονόητο. Ας μην ξεχνάμε ότι τη χρυσή εποχή της βιομηχανίας οι τσιμινιέρες και οι αγωγοί δεν σταματούσαν να αποβάλλουν ανεξέλεγκτα τα δηλητηριώδη απόβλητά τους σε στεριά και θάλασσα, απαξιώνοντας τις ανησυχίες και τις διαμαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής που εντάθηκαν κατά τη δεκαετία του ‘80. Ως συγχωροχάρτι για τα περιβαλλοντικά εγκλήματα που έγιναν εις βάρος όλων των επόμενων γενιών, προβαλλόταν το αφήγημα ότι η βιομηχανία προϋπήρχε των κατοικιών.
Σήμερα, η πολύπαθη έκταση των Λιπασμάτων έχει διαμορφωθεί σε Πολυχώρο Πολιτισμού με παιδικές χαρές, θέατρο, καφετέρια και παγκάκια. Λίγα δέντρα εδώ κι εκεί και το έδαφος στρωμένο με γαρμπίλι. Τα παιδιά τρέχουν γύρω από τα απομεινάρια του εργοστασίου που στέκουν περήφανα, με τα σημάδια του χρόνου να μαρτυρούν τα 112 χρόνια τους. Το πανύψηλο φουγάρο ορθώνεται στον ουρανό- ορόσημο της εποχής που έφυγε, καρφί στην ιστορία της εργατιάς, πληγή στοπεριβάλλον του Πειραιά και οι κάτοικοι της περιοχής, ελπίζουν το χιλιοτραγουδισμένο γεράνι, να βρει ξανά τη θέση του στα περβάζια και τις αυλές των σπιτιών.
Ακολουθήστε το zeitgeist.gr για να ενημερώνεστε πρώτοι για νέα θέματα και να στηρίξετε την ποιοτική δημοσιογραφία. Ένα like στο banner που βλέπετε κάτω αρκεί!