Αν πετύχει ο γάμος σου, θα γίνεις ευτυχισμένος, αν δεν πετύχει, θα γίνεις φιλόσοφος, έχει πει ο Σωκράτης. Στατιστικώς, η δεύτερη περίπτωση στην Ελλάδα έχει περίπου 50% πιθανότητες. Χώρα των φιλοσόφων αφού!
Όλο και περισσότεροι Έλληνες και Ελληνίδες περνούν κάθε χρόνο την πόρτα των δικηγορικών γραφείων για να ζητήσουν και να λάβουν τελικά διαζύγιο. Αν και για ορισμένους η βασικότερη αιτία διαζυγίου είναι ο ίδιος ο γάμος, εύκολα μπορεί κάποιος να παρατηρήσει ότι τα διαζύγια ξεκίνησαν να αυξάνονται όταν απλοποιήθηκε η διαδικασία έκδοσης (στις αρχές του ’80) και καθιερώθηκε το συναινετικό διαζύγιο. Έτσι, ενώ μέχρι το 1984 ο ολικός δείκτης διαζυγίων, ανά 100 γάμους, βρισκόταν στο επίπεδο των 8 διαζυγίων και κάτω, από το 1984 μέχρι και το 1992 ο ίδιος δείκτης κυμαίνεται μεταξύ 8 και 10 διαζυγίων, τη διετία ‘93 – ’94 σταθεροποιείται στα 10 διαζύγια και απογειώνεται μετά το 1995, για να φτάσει το 2005 στα 24 διαζύγια ανά 100 γάμους. Ακολουθεί μία έκρηξη όλη την επόμενη δεκαετία, όπου το αντίστοιχο μέγεθος ξεπερνάει τα 40 διαζύγια ανά 100 γάμους. Που βρισκόμαστε σήμερα, στο 2018 για την ακρίβεια, όπου έχουμε τα τελευταία διαθέσιμα και επεξεργάσιμα στοιχεία; Χονδρικά, για τους 7500 γάμους και σύμφωνα συμβίωσης που έγιναν στο έτος, είχαμε περί τα 14.000 διαζύγια, ενώ το 2017 πάνω από 19.000 διαζύγια. Με ενσωμάτωση και επεξεργασία στατιστικών στοιχείων της τελευταίας δεκαετίας, αυτά μεταφράζονται χονδρικά στο ότι ένας στους δύο γάμους θα καταλήξει κάποια στιγμή σε διαζύγιο, κάτι που εξ ορισμού δεν μπορεί παρά να αποτελεί αρνητικό γεγονός για τους χωρισμένους, συναισθηματικά, κοινωνικά και οικονομικά. Το θετικό είναι ότι τα περισσότερα διαζύγια στην Ελλάδα εκδίδονται πλέον συναινετικά, απαλύνοντας κάπως τις κακές εντυπώσεις και αποφεύγοντας την ψυχική φθορά μιας αντιδικίας. Δικαστική αντιπαράθεση προηγείται μόλις σε ένα από τα τέσσερα διαζύγια που εκδίδονται και σπανίως σε περιπτώσεις όπου το ζευγάρι δεν έχει παιδιά ή μεγάλη περιουσία. Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί;Τα περισσότερα διαζύγια τα ζητούν οι γυναίκες. Οι λόγοι που επικαλούνται οι σύζυγοι προκειμένου να εγκαταλείψουν νόμιμα την κοινή κλίνη, είναι λίγο – πολύ γνωστοί. Οι ελληνίδες κατηγορούν τους άνδρες για παραστρατήματα, αδιαφορία, αυταρχική συμπεριφορά, καταπίεση. Οι έλληνες κατηγορούν τις γυναίκες επίσης για παραστρατήματα, γκρίνια κατά συρροή, αδιαφορία, σπατάλες και αδυναμία να αντεπεξέλθουν στους ρόλους της μητέρας και της συζύγου. Μάλλον, όμως, όλα αυτά δεν αποτελούν παρά προφάσεις. Συνήθως, υποβόσκουν χρόνια εσωτερικά προβλήματα που σχετίζονται με τα κριτήρια επιλογής συντρόφου (συναισθηματική ανωριμότητα), τους διαφοροποιημένους κοινωνικούς ρόλους των γυναικών (σε σχέση με παλαιότερα), την απουσία σύμπνοιας για τη διάσωση του γάμου, τα οικονομικά προβλήματα, την πληθώρα ερωτικών ευκαιριών και φυσικά, την απλοποίηση και την επιτάχυνση των διαδικασιών έκδοσης διαζυγίου. Κάπως έτσι, η Ελλάδα συμπορεύεται και στατιστικά με τις ανεπτυγμένες χώρες, το όνειρο δημιουργίας μιας υγιούς οικογένειας μετατρέπεται σε εφιάλτη.
Το σωστό, βέβαια, δεν είναι να μιλάμε για αριθμό γάμων και διαζυγίων, αλλά για το πόσοι γάμοι είναι καλοί γάμοι, υπάρχει δηλαδή ένας σχετικός βαθμός ευτυχίας. Εκεί, λοιπόν, ο πασίγνωστος ψυχαναλυτής Ματθαίος Γιωσαφάτ και συγγραφέας του best seller «Να παντρευτεί κανείς ή να μην παντρευτεί;» υποστηρίζει ότι μόνο ένα 5% με 10% των γάμων είναι πραγματικά ευτυχισμένοι και δεν υπάρχουν συγκρούσεις. Στο ερώτημα, όμως, αν ο γάμος εξαφανιστεί κάποια στιγμή ως θεσμός, η απάντησή του είναι αρνητική: «Δεν νομίζω ότι θα εξαφανιστεί. Είναι δύσκολος, αλλά οι άνθρωποι έχουν ανάγκη μια ρουτίνα όπου θα έχουν στενή επαφή με κάποιον. Όσο μεγαλώνεις έχεις ανάγκη. Εγώ τη γυναίκα μου την έχω χωρίσει 3872 φορές μέχρι τώρα. Που σημαίνει ότι κάθε μέρα μαλώνεις, λες θα την αφήσω, θα βρω μιαν άλλη. Αλλά την έχω ανάγκη. Το βράδυ αν η καρδιά μου έχει πρόβλημα ποιος θα φωνάξει το 166; Άρα έχει φόβο ο άνθρωπος, που όσο μεγαλώνει γίνεται μεγαλύτερος και ειδικά εκεί στα 40-45 όταν ξεκινά η κρίση της μέσης ηλικίας». Υπάρχει βέβαια και η ακριβώς αντίθετη άποψη. «H ζωή είναι μικρή, πάρτε διαζύγιο!», ανέφερε η διαφημιστική καμπάνια ενός δικηγορικού γραφείου στο Σικάγο πριν λίγα χρόνια.