Τα αληθινά κίνητρα του πιο γνωστού προδότη της Ιστορίας δεν έχουν ξεκαθαρίσει επαρκώς. Νέες θεολογικές θεωρίες σε συνδυασμό με την κλασική ξεδιαλύνουν τα πράγματα.
Παρότι τα Ευαγγέλια παρέχουν πολλές πληροφορίες για την πράξη, ούτε οι θεολόγοι ούτε οι Πατέρες της Εκκλησίας ούτε οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς συμφωνούν μεταξύ τους. Η κλασική θεωρία θέλει τον Ιούδα να είναι φιλάργυρος, δόλιος, αλλά και ζηλωτής Εβραίος, θεωρώντας τον Ιησού ως έναν κοσμικό Μεσσία που θα απαλλάξει το Ισραήλ από τη Ρωμαϊκή κυριαρχία. Επιπλέον, το Ευαγγέλιο του Ιωάννη δεν παρουσιάζει τον Ισκαριώτη με τον πιο κολακευτικό τρόπο, οπότε τα παραπάνω ακούγονται εύλογα. Επιπρόσθετα, στα Ευαγγέλια αναφέρεται ότι ο Ιούδας κατελήφθη από τον Σατανά και για αυτό και φέρθηκε προδοτικά, ενώ κάποιοι θεολόγοι υποστηρίζουν σε σχέση με αυτό, πώς επειδή όσο περνούσε ο καιρός αντιλαμβανόταν ότι δεν μπορούσε να μιμηθεί το πρότυπο του δασκάλου του ανέπτυξε έχθρα έναντί του.
Ωστόσο, εδώ υπάρχουν κάποιες ενστάσεις. Ο Ιούδας ανήκε στους 12 Αποστόλους, ήταν δηλαδή στο στενό κύκλο του Ιησού και επί 3 χρόνια τον ακολουθούσε παντού ως μέλος της διακονίας του. Ήταν μάλιστα αυτός που διαχειριζόταν το κοινό ταμείο. Δεν είναι λίγο σκανδαλώδης η ιδέα ότι ένας άντρας που περνούσε κάθε μέρα του μαζί με τον Ιησού, ξαφνικά όχι μόνο θα του έστρεφε την πλάτη, αλλά θα τον πρόδιδε κιόλας; Μία νέα θεολογική άποψη που συζητείται σε κύκλους της Δύσης, κυρίως, είναι ότι ο Ιούδας προέβη στην αποτρόπαια πράξη, επειδή πίστευε ότι ο Χριστός δεν θα επέτρεπε να τον πιάσουν, πολύ, δε, περισσότερο δεν θα δεχόταν την καταδίκη του σε θάνατο. Έχοντας δει τον Ιησού να ανασταίνει νεκρούς και να κάνει θαύματα, να καταργεί τα σύνορα ζωής και θανάτου, έχοντας ακούσει τη διδασκαλία του αλλά και τις υποσχέσεις του για τη Βασιλεία των ουρανών, θεωρούσε ότι ακόμη και αν τον συνελάμβαναν, ακόμη και αν τον έριχναν στην πιο σκοτεινή φυλακή σιδηροδέσμιο, εκείνος θα αντιδρούσε με ένα ακόμη θαύμα και με την υπερκόσμια δύναμή του θα δραπέτευε και δεν θα πάθαινε κακό. Έτσι, θα έμεναν και τα τριάντα αργύρια στον Ιούδα, όπως θα μπορούσε να σκεφτεί και ένας καλός λογιστής (που άλλωστε ήταν ο Ιούδας).
Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και μία δεύτερη θεωρία. Σύμφωνα με αυτή, ο Ιούδας προσπάθησε να λειτουργήσει ως ενδιάμεσος μεταξύ των Φαρισαίων και του Ιησού, χωρίς όμως να έχει τεθεί ποτέ το ζήτημα εξόντωσής του. Πάλι πιστεύοντας ότι μια τέτοια περίπτωση για έναν Θεό δεν υφίστατο (να θανατωθεί), είχε την αντίληψη ότι έτσι βοηθούσε, κατά κάποιον τρόπο, τον μεταξύ τους διάλογο, ώστε από κοινού οι Εβραίοι να αποτάξουν τα δεσμά των Ρωμαίων. Ως γνωστόν, ο Ιούδας άνηκε σε μια ομάδα ζηλωτών που ήθελαν απελπισμένα να ανατρέψουν τους καταπιεστές τους και να αποκαταστήσουν το έθνος τους. Χρειάζονταν έναν χρισμένο βασιλιά για να τους οδηγήσει σε αυτήν την εξέγερση και αυτός θα μπορούσε να είναι ο Ιησούς, καθώς προσέλκυε τα πλήθη και ήταν σαφές ότι είχε επιλεγεί από τον Θεό ή ήταν Θεός. Ήταν επίσης ξεκάθαρο ότι έκανε θαύματα και όλοι τον είχαν ακούσει να μιλάει για ένα νέο βασίλειο. Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ακόμη ότι ο Ιούδας ήταν απογοητευμένος από τον Ιησού λόγω του ότι δεν έδειχνε πρόθυμος να διεκδικήσει κοσμική εξουσία. Έτσι πίστευε ότι η σύλληψη του θα μπορούσε να τον αναγκάσει να ξεκινήσει την επανάσταση και ότι θα έκανε τις εξελίξεις γρηγορότερες.
Τα παραπάνω θα μπορούσαν να εξηγήσουν το σοκ του Ιούδα, όταν ο Ιησούς καταδικάστηκε σε θανατική ποινή. Αν απλώς είχε υλοποιηθεί το σχέδιό του, θα έπαιρνε τα 30 αργύρια και δεν θα είχε τύψεις. Αντιθέτως, πριν ξημερώσει προσπάθησε να τα επιστρέψει, αλλά μάταια. Τελικώς τα πέταξε μπροστά στα πόδια των αρχιερέων που όμως δεν τα δέχτηκαν. Όταν αντιλήφθηκε ότι ο θάνατος του Χριστού ήταν προϋπόθεση για την Ανάσταση του ανθρώπινου γένους -την ελευθέρωση από τα δεσμά της αμαρτίας- και ότι ο Κύριος δεν θα έκανε κάτι για να τον αποφύγει, τότε οι αφόρητες τύψεις του τον οδήγησαν στην αυτοκτονία, συναισθανόμενος το έγκλημα που είχε επιτελέσει.