Είναι κάτι σαν δόγμα, αλλά οι μοντέρνοι καιροί ζητούν αποδείξεις. Ακούμε συχνά από τους αθλητικούς συντάκτες την έκφραση «το ποδόσφαιρο είναι ο βασιλιάς των σπορ». Υπάρχουν τρεις, τουλάχιστον, λόγοι που αυτό ισχύει.
Οι αθλητικοί τεκμηριώνουν την πρωτοκαθεδρία του στις συγκινήσεις που μόνο το ποδόσφαιρο μπορεί να προσφέρει και στις αναπάντεχες ανατροπές όταν μπαίνει γκολ στο τελευταίο λεπτό, ή πηγαίνουν την κουβέντα στον Πελέ, τον Μαραντόνα, τον Κρόιφ και τους λοιπούς θρύλους. Το επιχείρημα είναι συνήθως το εξής: Αφού οι περισσότεροι άνθρωποι λατρεύουν το ποδόσφαιρο στον πλανήτη, άρα αυτό είναι το κορυφαίο σπορ. Μιλάμε πάντα για ομαδικά, για να μην ξεχνιόμαστε, όχι για ατομικά σπορ. Κι, όμως, τα στατιστικά δεδομένα και οι έρευνες δημοφιλίας δεν επιβεβαιώνουν ακριβώς κάτι τέτοιο. Το ποδόσφαιρο δεν έχει παράδειγμα τους διπλάσιους οπαδούς από ό,τι έχει το μπάσκετ. Αλλά ούτε πολλούς περισσότερους από το κρίκετ. Και τα δύο έχουν περίπου 2.5 δισεκατομμύρια οπαδούς το καθένα, ενώ το ποδόσφαιρο έχει περίπου 3 δισεκατομμύρια. Τα εν λόγω νούμερα απαντούν στο ερώτημα «ποια είναι τα τρία πιο αγαπημένα σας αθλήματα;». Ενώ το χόκεϊ επί χόρτου π.χ. έχει περίπου 2 δισεκατομμύρια οπαδούς, που ορκίζονται ότι αυτό είναι το πιο συναρπαστικό άθλημα. Άρα, με τα νούμερα δεν βγαίνει. Σκεφτείτε, μόνο σε Ινδία, Πακιστάν και την τριγύρω Ασία, σε μια περιοχή με άνω των 2 δισεκατομμυρίων κατοίκων (τρεις φορές περισσότερο από την Ευρώπη δηλαδή) το κρίκετ είναι το πιο δημοφιλές άθλημα, ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς των σπορ. Προφανώς, η αλλαγή οπτικής γωνίας αλλάζει τα δεδομένα. Άρα; Δεν είναι δηλαδή το ποδόσφαιρο ο βασιλιάς; Χμμ. Δεν εννοώ αυτό. Θα επιχειρήσω μια διαφορετική ερμηνεία, βασισμένη όχι σε ποσοτικά, αλλά σε ποιοτικά μεγέθη.Το ποδόσφαιρο είναι το πιο συναρπαστικό ομαδικό άθλημα για τρεις βασικούς λόγους τόσο άρρηκτα συνδεδεμένους μεταξύ τους όσο οι επικαλαμίδες με τη θερμαντική αλοιφή και τις βιδωτές τάπες.
Είναι το μοναδικό σπορ όπου ο αδύναμος έχει στατιστικά τουλάχιστον 30% πιθανότητες να μην χάσει από τον ισχυρό (να φέρει ισοπαλία ή να κερδίσει), τις περισσότερες από οποιοδήποτε άλλο σπορ. Στο μπάσκετ και στο βόλεϊ είναι λιγότερο από 1% πιθανό να συμβεί κάτι τέτοιο! Αυτό από μόνο του, το Δαβίδ εναντίον Γολιάθ με νικητή όχι σπανίως τον πρώτο, καθιστά το ποδόσφαιρο ανεπανάληπτο. Έτσι, και η ανυπόληπτη Ελλάδα μπορεί να πάρει το Euro (2004), η ασήμαντη Λέστερ να κερδίσει την Premier League (2016) και η άγνωστη Στεάουα (1986) να κατακτήσει το κύπελλο Πρωταθλητριών με αντίπαλο την Μπαρτσελόνα, για να θυμηθούμε μερικές, μονάχα, τρανταχτές και ανέλπιστες εκπλήξεις που έχουν συμβεί τις τελευταίες δεκαετίες σε κορυφαίο επίπεδο. Και μάλιστα, οι εκπλήξεις θα ήταν πολύ περισσότερες αν οι διαιτητές ήσαν δίκαιοι και δεν έπαιρναν το μέρος του ισχυρού όποτε αυτός χρειαζόταν λίγο σπρώξιμο. Αυτό το «στο ποδόσφαιρο όλα μπορούν να συμβούν» ισχύει όντως και είναι αυτό που το κάνει τόσο συναρπαστικό και αγαπητό. Διότι όλοι, μα όλοι, μπορούν να ελπίζουν στη νίκη.
Ο δεύτερος λόγος είναι το ότι είναι το πλέον πολυπαραγοντικό άθλημα, άρα και το πιο απρόβλεπτο. Οι πιθανοί συνδυασμοί που μπορούν να προκύψουν από την αλληλεπίδραση των 22 αρχικά παικτών (που μπορεί να φτάσουν και τους 30 μέσα στο παιχνίδι, με τις αλλαγές) είναι απεριόριστοι. Κάποιοι θα βρεθούν στη μέρα τους, κάποιοι άλλοι όχι. Κάποιοι θα πάθουν διάταση στο πρώτο λεπτό και αυτό θα ρίξει την απόδοσή τους, κάποιοι άλλοι θα δεχτούν κίτρινη στα πρώτα λεπτά και υπό το φόβο της αποβολής θα παίξουν πιο προσεχτικά. Ο προπονητής μπορεί με μια κίνηση να αλλάξει την τροπή και με μια χρυσή αλλαγή να πάρει τη νίκη. Στο μεταξύ το κρύο ή η ζέστη, το κοντοκουρεμένο χορτάρι ή το λασπωμένο τερέν, ο κόσμος στις εξέδρες, όλα αυτά επηρεάζουν τους ποδοσφαιριστές και όλοι ξέρουμε πώς μια καυτή έδρα («Τούμπα, Ιράν, Καμπότζη, Βιετνάμ» έλεγε ένα σύνθημα) ανεβάζει ψυχολογικά τους δικούς μας και καταρρακώνει τους αντιπάλους. Για να μη μιλήσουμε για μια λανθασμένη διαιτητική απόφαση, που μπορεί να φέρει τούμπα την εξέλιξη ενός αγώνα. Αρκεί μία έκλαμψη, μια «κίνηση μεγάλου παίκτου» ή μια στραβοκλωτσιά για να κερδηθεί ένα παιχνίδι. Για αυτό και μόνο στο ποδόσφαιρο -πουθενά αλλού- λέμε ότι μπορεί να κερδίσεις ένα παιχνίδι με μισό – μηδέν, δηλαδή με μια υποψία φάσης.
Το πιο σημαντικό, όμως, από όλα είναι το πώς βιώνεται το άθλημα εντός των αγωνιστικών χώρων. Ε, λοιπόν, βιώνεται ακριβώς το ίδιο, ανεξαρτήτως επιπέδου, χώρας, φυλής. Είτε παίζεις στη Γ’ Εθνική είτε στο Καμπιονάτο είτε στο τοπικό είτε στο Euro το βίωμα, δηλαδή η χαρά, η λύπη, η απογοήτευση, ο ενθουσιασμός, ο πόνος της κλωτσιάς και η κομμένη ανάσα της υπερπροσπάθειας, ο οργασμός του γκολ και ματαίωση της χαμένης ευκαιρίας, είναι το ίδιο για όλους. Δεν έχει σημασία που ο ένας παίρνει μερικά εκατομμύρια το χρόνο και ο άλλος ούτε καν τα ναύλα του. Αυτά θα τα σκεφτεί πριν ή μετά. Μέσα το ζουν με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια ικμάδα, κύτταρο, ψυχή. Έτσι, ενώ όλα τα αθλήματα μπορεί να τα παρακολουθήσει κάποιος, μόνο στο ποδόσφαιρο νιώθει ότι μπορεί πραγματικά να συμμετάσχει, να γίνει μέρος του, να φανταστεί πώς θα έκανε εκείνος το σουτ ή πώς θα απέκρουε. Είτε είναι άμπαλος είτε έχει τα κιλά του είτε είναι «μισοπλέμονος», το ποδόσφαιρο είναι φιλόξενο για όλους τους απλούς, καθημερινούς, συνηθισμένους ανθρώπους που μπορούν λίγο να κλωτσήσουν. Έχει φιγούρες που μπορείς να ταυτιστείς μαζί τους, που είναι περίπου σαν εσένα. Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές είναι μέσου σωματότυπου, αθλητικοί αλλά δεν ξεχωρίζουν σε μια παραλία σε σχέση με έναν απλό άνθρωπο που είναι fit. Αυτή η συνάφεια σε κάνει να νιώθεις το ποδόσφαιρο κομμάτι από το είναι σου είτε παίζεις είτε απλώς το παρακολουθείς στην TV. Όλα τα υπόλοιπα σπορ είναι περισσότερο θέαμα. Το ποδόσφαιρο είναι βίωμα πρώτιστα. Ζεις και αναπνέεις μέσα από αυτό, ακόμη κι αν δεν μπορείς να ανέβεις μια ανηφόρα και δεν χρειάζεται να παίζεις στην Εθνική Βραζιλίας για να πανηγυρίσεις σαν τρελός. Μπορείς να το κάνεις ακόμη και στο τοπικό πρωτάθλημα του χωριού σου ή στο Πρωτάθλημα Τύπου.