Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης επέστρεψε στην Τηλεόραση με τρεις ελληνικές σειρές – διαμάντια, μοιράζεται ανέκδοτες ιστορίες από την καριέρα του και σχολιάζει τα όσα αρνητικά συμβαίνουν γύρω μας.
Κινούμενος με την κάμερά του αριστοτεχνικά ανάμεσα στην εμπορικότητα και την ποιότητα, έχει συνδέσει το όνομά του με ορισμένες από τις πιο επιτυχημένες δραματικές τηλεοπτικές σειρές στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης («Ψίθυροι Καρδιάς», «Άγγιγμα Ψυχής», «Μη μου λες αντίο», «Η αγάπη ήρθε από μακριά»). Πρόσφατα, επέστρεψε με τις μεταφορές τριών λογοτεχνικών διαμαντιών της ελληνικής πεζογραφίας, που προβάλλονται στο Ertflix και στην ΕΡΤ. Τρεις σειρές που αναδίδουν την ατμόσφαιρα και τα ήθη μιας άλλης εποχής. Πρόκειται για το αριστούργημα του Γεωργίου Βιζυηνού, «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», το ηθογραφικό και ιστορικό διήγημα «Βαρδιάνος στα σπόρκα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και τις «Κρίσιμες Στιγμές» της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Στο zeitgeist.gr αφηγήθηκε ορισμένα από τα πιο συναρπαστικά κομμάτια της ζωής του, σε μια μεγάλη -από κάθε άποψη- συνέντευξη.
Πότε έρχεται η πρώτη επαφή με τον κινηματογράφο;
Στην ηλικία των εννέα, όταν η γιαγιά μου με πήγε στο στούντιο όπου γυριζόταν η ταινία «Η λίμνη των στεναγμών», με τον Κατράκη και την Ειρήνη Παπά. Είχα μείνει έκθαμβος!
Με ποια αφορμή σας πήγε στο στούντιο;
Η γιαγιά μου ήταν μητέρα της Ειρήνης Παπά. Έτσι, πήγαμε στο στούντιο για να δω τη διάσημη θεία μου. Αυτό ίσως με επηρέασε υποσυνείδητα. Την ίδια χρονιά, ο παππούς μου μού έκανε δώρο μια μηχανή προβολής 8mm και 3 – 4 βουβές ταινίες της εποχής με Τσάρλι Τσάπλιν, Μπάστερ Κίτον κ.ά. Μιλάμε για εκεί γύρω στο 1960 που νοίκιαζες ταινίες από επαγγελματίες που διέθεταν τέτοιες μηχανές και έκαναν προβολές σε παιδικά πάρτυ. Η μηχανή προβολής έγινε μανία μου.
Τελικά, σπουδάσατε σκηνοθεσία στη Σχολή Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Πώς βιώσατε εκείνη την επαναστατική εποχή;
Άγρια! Την έζησα τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Ήμουν ανεξέλεγκτος. Αναλογιζόμενος σε τι δοκιμασίες έβαζα τους παππούδες μου με τους οποίους μεγάλωσα, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ κακό παιδί. Θυμάμαι να με περιμένουν τα βράδια, χωρίς να ξέρουν αν θα επιστρέψω. Βλέπετε, με κάποιους φίλους είχαμε νοικιάσει μια γκαρσονιέρα και κάποιες φορές κοιμόμουν εκεί.
Ήταν η εποχή των πάρτυ;
Ναι, μεθύσια, πάρτυ, κοπέλες. Ωραίες εποχές. Αλλά και στην Αγγλία, ήταν μια εποχή επαναστατικότητας. Μιλάμε για το 1970, όταν βρισκόταν σε εξέλιξη ο πόλεμος του Βιετνάμ εναντίον του οποίου γίνονταν διαδηλώσεις, ενώ ήταν και η εποχή των μεγάλων μουσικών συγκροτημάτων, Beatles, Rolling Stones κ.λπ. Ήταν μια πανδαισία δημιουργικότητας στην Ευρώπη.
Θυμάστε έντονα κάτι από εκείνη την ανήσυχη εποχή, ως περιστατικό;
Από διαδήλωση θυμάμαι ένα σπαρταριστό γεγονός. Βρισκόμασταν χιλιάδες άτομα έξω από την αμερικάνικη πρεσβεία, σε απόσταση εκατό μέτρων. Απέναντί μας ήταν παρατεταγμένοι οι έφιπποι άγγλοι αστυνομικοί, με κάτι τεράστια άλογα και με γκλομπ σαν γιαταγάνια! Είχαμε οδηγία από τους διοργανωτές της διαδήλωσης να καθίσουμε κάτω γιατί το άλογο δεν πατάει άνθρωπο. Οι αστυνομικοί λοιπόν τι έκαναν; Άφηναν τα άλογα να κοπρίσουν εκεί και μετά τα πήγαιναν δύο μέτρα πιο πίσω. Μετά πάλι κοπριά και όλο πιο πίσω. Έτσι δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε και να καθίσουμε κάτω ούτε φυσικά να φτάσουμε στην αμερικάνικη πρεσβεία!
Ένα άλλο περιστατικό με αστυνομικό: Μέσα στην έξαρση μιας διαδήλωσης, βρίσκομαι δίπλα σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο χτυπώντας το καπό με το χέρι. Με πλησιάζει ένας Εγγλέζος αστυνομικός με το γνωστό φλέγμα και ακολουθεί ο διάλογος:
–Is this your vehicle, sir?
-No
-Then, fuckaway!
Με την απόλυτη βρετανική ευγένεια, μου είπε δηλαδή «άντε γ@μηθείτε». Όσο για συναυλίες, θυμάμαι ένα συγκρότημα που εξαφανίστηκε, οι Tyranosaurus Rex. Αποτελούταν από δύο άτομα και είχε μια ιδιαίτερη μουσική που με γοήτευε.
Αυτά που διδαχτήκατε στο Λονδίνο, τι διαφορές είχαν με όσα συναντήσατε στην Ελλάδα; Στο Λονδίνο ήταν μια πρακτική σχολή. Κάθε τρίμηνο κάναμε ένα φιλμάκι, ξεκινώντας με διάρκεια ενός λεπτού, ανεβαίνοντας κάθε φορά. Σαν εισαγωγική, έπρεπε να παραδώσουμε φιλμ τριών λεπτών, το οποίο γύρισα εδώ στην Ελλάδα με φίλους. Στο φιλμ παίξανε συμμαθητές μου. Ένας από αυτούς που γνώριζε μουσική, έγραψε σύνθεση! Το σενάριο ήταν απλό. Μια γυναίκα πλένει τα πιάτα, ενώ ο άντρας της διαβάζει εφημερίδα. Όσο εκείνη πλένει, τόσο εκείνος διαβάζει, ώσπου παίρνει το μαχαίρι και τον σφάζει. Ήταν απλό και φεμινιστικό. Όσο για τις διαφορές, στην Αγγλία δεν είχαμε γνώση των συνθηκών εργασίας. Δεν είχαμε ευκαιρία να δουλέψουμε κάπου σαν τρίτοι, τέταρτοι βοηθοί για να δούμε πώς γίνεται η δουλειά. Απλώς, κάναμε δικές μας ασκήσεις στη σχολή, όπως διαφημιστικά, ντοκιμαντέρ, ταινίες με μικρές υποθέσεις. Ερχόμενος στην Ελλάδα, δεν γνώριζα την καθημερινότητα της παραγωγής, με σχεδόν ολέθρια αποτελέσματα.
Δηλαδή;
Δηλαδή, την τελευταία χρονιά στη σχολή, για τη διπλωματική, μας έδιναν 100.000 δραχμές για παραγωγή. Δημιουργούνταν γκρουπ των έξι φοιτητών, με τον καθένα να έχει αναλάβει μια ειδικότητα, όπως σκηνοθέτης, διευθυντής φωτογραφίας, ενδυματολόγος κ.λπ. Η πρότασή μου για εκείνο το καλοκαίρι, ήταν να έρθουν όλοι στο σπίτι της γιαγιάς μου, στο Χιλιομόδι Κορινθίας, όπου θα είχαμε άφθονα κηπευτικά να τρώμε, θα γυρίζαμε την ταινία μεγάλου μήκους και θα επιστρέφαμε στη σχολή για το post production. Μιλάμε για το 1970. Μου σύστησαν έναν βοηθό σκηνοθέτη, τον οποίον προσλάβαμε. Βρήκε ηθοποιούς, γίνονταν συμφωνίες, φτιάχναμε κοστούμια κ.λπ. Μέχρι που ο συγκεκριμένος μού συστήνει έναν παραγωγό που ενδιαφερόταν να βάλει λεφτά στην ταινία. Στη συνάντησή μας έλεγε ότι θέλει να βάλει επιπλέον 400.000 δραχμές για να γίνει μισό εκατομμύριο το συνολικό κεφάλαιο και η ταινία να γίνει 35mm, έγχρωμη. Ενθουσιάστηκα!
Υπογράφουμε συμβόλαιο, του ενεχυριάζω μια επιταγή 100.000 δραχμών ως εγγύηση, κι εκεί αρχίζει η περιπέτεια γιατί αυτός δεν σκόπευε να βάλει ούτε δραχμή, παρά μόνο να φάει τις 100.000, ελπίζοντας ότι εμείς θα κωλώναμε και δεν θα μπορούσαμε να ολοκληρώσουμε την ταινία. Τελικά, κατορθώσαμε να ξεκινήσουμε, συναντώντας συνεχώς εμπόδια από εκείνον, όπως να μη μας στέλνει τα απαραίτητα φιλμ. Όμως βρισκόμασταν στη δικτατορία. Ξαφνικά, έρχεται η Ε.Τ.Ε.Κ.Τ. που την είχε στείλει ο «παραγωγός» και μου λένε ότι απαγορεύεται να δουλεύουν ξένοι άνθρωποι εδώ. Εξήγησα ότι οι άνθρωποι ήταν φοιτητές, αλλά ήταν ανένδοτοι, έπρεπε να φύγουμε ή να πάρω ελληνικό συνεργείο. Οι φίλοι μου έφυγαν για να μη μου κόψουν την τύχη. Ήρθε κανονικό συνεργείο και η δουλειά σώθηκε από τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Αντωνάκη, ο οποίος έβαλε πραγματικά πλάτη για την ολοκλήρωση της ταινίας, όχι όμως ανώδυνα, γιατί όταν τελείωσαν τα εκατό χιλιάρικα, ο επιτήδειος «παραγωγός» μού έκανε εξώδικο για διακοπή των γυρισμάτων. Όμως τα χρήματα είχαν ξοδευτεί. Εγώ του έκανα αγωγή, η οποία εκδικάστηκε λίγο μετά τη χούντα. Αυτός ήταν μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, υποκοσμιακός τύπος που καμία σχέση δεν είχε με παραγωγή ταινιών. Τελείωσαν λοιπόν τα γυρίσματα και ήρθε η ώρα να επιστρέψω στην Αγγλία. Όμως, τότε ακριβώς μου διέκοψαν την αναβολή που είχα από τον στρατό.
Ο λόγος;
Δύο συμφοιτητές μου από την Αγγλία έκαναν ένα αντιδικτατορικό ντοκιμαντέρ με τίτλο «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών», και τους εξυπηρέτησα με τη δική μου άδεια λήψεως σκηνών, μιας κι εκείνοι δεν μπορούσαν να εκδώσουν δική τους. Κατορθώσανε να ολοκληρώσουν τη δουλειά και φύγανε, αλλά αυτό έγινε αντιληπτό, κι έτσι μου διέκοψαν την αναβολή. Πριν πάω φαντάρος, πρόλαβα να ολοκληρώσω την ταινία μου, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Έκανα «αντιφεστιβάλ» μόνος μου, μαζί με μια ταινία μικρού μήκους, «Το Πακέτο» του Θανάση Ρακιντζή. Με στήριξαν σημαντικοί άνθρωποι τότε που ήρθαν στην προβολή, όπως οι Μάνος Χατζιδάκις, Οδυσσέας Ελύτης και ο Τάσσος, ο χαράκτης. Μάλιστα, είχαν υπογράψει προκειμένου να δοθεί άδεια για την προβολή της ταινίας, χωρίς να γνωρίζουν εμένα ή τη συγγένειά μου με την Ειρήνη Παππά. Έτσι, παίχτηκε η ταινία στη Θεσσαλονίκη, αν και στη συνέχεια τη λογόκριναν και απαγορεύτηκε, για περίπου έξι μήνες. Αυτή ήταν η ιστορία του «Βαρθολομαίου», της πρώτης μου ταινίας (1973).
Μιλήστε μας για τις τρεις μίνι σειρές που ετοιμάσατε για την ΕΡΤ…
Είναι τρία διηγήματα, το καθένα αποτελούμενο από τέσσερα επεισόδια. Πρόκειται για το «Βαρδιάνος στο σπόρκα» του Παπαδιαμάντη, το «Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» του Βιζυηνού και τις «Κρίσιμες Στιγμές» της Γαλάτειας Καζαντζάκη.
Πώς προέκυψαν αυτές οι επιλογές;
Να σας πω. Καταρχάς, ο «Βαρδιάνος στα σπόρκα» λόγω της θλιβερής συγκυρίας και επικαιρότητας, γιατί αφορά σε μια πανδημία χολέρας του 1862 που είχε ενσκήψει στην Ευρώπη και επεκτάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και στην Αίγυπτο. Δεν είναι μόνο η συγκυρία των γεγονότων και η παραλληλία των πραγμάτων που βλέπουμε στο 1862 με τα σημερινά. Είναι και οι χαρακτήρες των ανθρώπων, όπως τους παρουσιάζει ο Παπαδιαμάντης, που πρόκειται για σημερινούς αναγνωρίσιμους χαρακτήρες της διπλανής μας πόρτας. Αυτό είναι που με γοήτευσε σε αυτό το διήγημα.
Το διήγημα «Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου» το θεωρώ κορυφαίο της ελληνικής λογοτεχνίας, το οποίο προσομοιάζει στον Οιδίποδα Τύραννο. Η μάνα ψάχνει τον φονιά του γιου της, την ίδια στιγμή που τον έχει στην αγκαλιά της και τον θεραπεύει, χωρίς να το γνωρίζει. Ο Οιδίποδας Τύραννος χωρίς όμως την ερωτική σχέση. Έχει κάνει γιο της τον φονιά, ο οποίος ούτε κι εκείνος γνωρίζει ότι είναι ο φονιάς, και συνεχίζουν να ψάχνουν μαζί τον ένοχο. Όπως ακριβώς ο Οιδίποδας και η Ιοκάστη ψάχνουν να βρουν τον ένοχο για τον λοιμό, μη γνωρίζοντας ότι ο ένοχος είναι ο ίδιος.
Το τρίτο διήγημα, οι «Κρίσιμες Στιγμές» της Γαλάτειας Καζαντζάκη, εξελίσσεται στην Κατοχή και έχει σαν θέμα το πώς ένα ζευγάρι μεγαλοαστών, από την αρχική θέση τους με την οποία αποδέχονται κάποιες καταστάσεις, συνειδητοποιούνται και συμμετέχουν στην αντίσταση, καταλαβαίνοντας ότι μπορούν να κάνουν πολλά πράγματα. Είναι ένα υπαρξιακό ερώτημα που παραμένει έντονα επίκαιρο.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίσατε στην καριέρα σας;
Ήταν τον Μάρτιο του 2020, όταν σταμάτησαν τα γυρίσματα λόγω κορωνοϊού. Μας έμενε λιγότερο από ένας μήνας γυρίσματα, όταν κλείσαμε. Ήταν τραγικό. Με έπιασε απελπισία ότι δεν θα τελείωνε η σειρά.
Μιλώντας για στιγμές πρόκλησης, πίσω, στη δεκαετία του ‘90, όταν γυρίζατε το «Άγγιγμα ψυχής», είχατε αντιρρήσεις από την Εκκλησία; Αν θυμάμαι καλά, είχατε κάνει μια συνάντηση και με τον μακαριστό Χριστόδουλο.
Όχι, καμία αντίρρηση δεν είχαμε. Με τον Χριστόδουλο συναντηθήκαμε για να μας δώσει άδεια γυρισμάτων σε ναούς.
Παρ’ όλα αυτά, δεδομένου ότι η σειρά πραγματευόταν τον έρωτα ενός ιερωμένου με μια νέα γυναίκα, δεν είχατε αντιδράσεις από τον κλήρο;
Ίσα ίσα, είχαμε την ευκαιρία να συνεργαστούμε με τον μακαριστό Θεόκλητο, τότε μητροπολίτη Ιωαννίνων, ο οποίος άνοιξε ναούς και μοναστήρια για γυρίσματα, και υπήρξε σύμβουλός μας επί θεολογικών θεμάτων. Ήταν πραγματικά αρωγός, μαζί με τον εκλιπόντα θεολόγο και ποιητή Ματθαίο Μουντέ που υπήρξε μεγάλος θεατρόφιλος. Και οι δύο μάς δίδαξαν τη φιλοσοφία της Ορθοδοξίας, πέραν του εκκλησιαστικού και του κανονιστικού δρώμενου. Μάλιστα, θυμάμαι τον Θεόκλητο, όταν ήμασταν σε δίλημμα με τους σεναριογράφους για το αν ο ιερωμένος του έργου θα έπρεπε να κάνει έρωτα με την ηρωίδα ή όχι, η θέση του ήταν εκπληκτική. Είπε ότι εκείνον θα τον ικανοποιούσε να μην κάνουν έρωτα, αλλά άφησε επάνω μας την απόφαση, σύμφωνα με το τι εξυπηρετούσε τις ανάγκες του έργου μας.
Υπήρξε σκηνή ερωτικής πράξης. Σωστά;
Ναι. Μάλιστα, είχα αγωνία για το πώς θα σκηνοθετούσα την ερωτική συνεύρεση του ζευγαριού και τελικά, δημιούργησα τον κατάλληλο φωτισμό για να προβάλλονται μόνο οι σκιές στον τοίχο την ώρα της συνεύρεσης. Πάντως, η Εκκλησία δεν είχε αντιρρήσεις γιατί, καταρχάς, ο ήρωας δεν ήταν ένας ιερωμένος που κυνηγούσε τον ποδόγυρο. Είχε μια σοβαρότητα, ένα δίλημμα και μια δοκιμασία που περνάει ένας ιερωμένος. Με τελική κατάληξη την επιστροφή του στο μοναστήρι. Αυτή ήταν η ουσία του έργου. Ο λόγος που κάναμε αυτή τη σειρά ήταν να δείξουμε έναν άνθρωπο που εμμένει στις δικές του αξίες. Αρχικά, είχαμε δίλημμα για την ιδιότητα του ήρωα, αν θα ήταν πολιτικός, ιερωμένος ή οτιδήποτε άλλο. Τελικά, αποφασίσαμε να είναι ιερωμένος που περνάει από όλους τους πειρασμούς που μπορεί να δεχθείς από την καθημερινότητα, αλλά δεν καταλύει τις αρχές του, κάτι που άρεσε πολύ στην Εκκλησία.
Τελευταία, βλέπουμε μια ανάταση στην τηλεοπτική μυθοπλασία, μετά από μια δύσκολη δεκαετία.
Πάντα υπήρχε η μυθοπλασία. Σίγουρα, κάποια χρόνια ήταν πολύ συρρικνωμένη, όμως δεν έπαψε να υπάρχει. Από την περσινή χρονιά έχει αρχίσει μια αναθέρμανση της μηχανής, ενώ η είσοδος της ΕΡΤ στο τηλεοπτικό τοπίο κάνει μεγάλη διαφορά και βάζει τον πήχη ψηλότερα. Επίσης, είναι καλό που φέτος επέλεξε να κάνει κλασικά ελληνικά λογοτεχνήματα, συν των περσινών σειρών που συνεχίζει. Νομίζω ότι η ΕΡΤ βγαίνει δυνατά με μια άλλη πρόταση, μετά από δεκαετή απουσία από τα σήριαλ. Μετά τον «Καρυωτάκη», το επόμενο σήριαλ που έβγαλε ήταν η «Ζωή εν Τάφω». Η μια σειρά από την άλλη έχουν δέκα χρόνια διαφορά.
Γιατί νομίζετε ότι υπήρξε τόσο μεγάλο διάλειμμα;
Νομίζω ότι οφείλεται στην ευθυνοφοβία των διοικούντων στο να αναθέτουν δουλειές σε εξωτερικές παραγωγές. Φοβόντουσαν την κριτική περί διασπάθισης του δημόσιου χρήματος, τι θα πει ο κόσμος κ.λπ. Αυτό το έζησα αρκετά σκληρά με το «Ουζερί Τσιτσάνης» που προοριζόταν για σειρά της ΕΡΤ, αλλά μετά αποφασίσαμε να το κάνουμε ταινία, αφού είχαμε κάνει όλη τη δουλειά. Ενώ ήμασταν έτοιμοι να υπογράψουμε τα συμβόλαια, έκαναν πίσω από την τότε διοίκηση της ΕΡΤ φοβούμενοι κάποια δημοσιεύματα που γράφτηκαν για το πόσα λεφτά θα πάρει ο Μανουσάκης. Γενικά, υπήρχε φόβος από την κίτρινη δημοσιογραφία γύρω από την επένδυση.
Είναι απαραίτητο να πέσει χρήμα σε μια παραγωγή για να προκύψει καλό αποτέλεσμα;
Ακόμα και με ένα ευρώ γίνονται καλά πράγματα, φτάνει να είναι καλό το σενάριο. Εν αρχή ην ο λόγος, όπως λένε και οι γραφές. Οι «Τρεις χάριτες» ή οι «Απαράδεκτοι» που γυρίζονταν σε ένα δωμάτιο ήταν εξαιρετικές σειρές. Η πτώση της ποιότητας δεν οφείλεται μόνο στη συρρίκνωση του κεφαλαίου. Οφείλεται και στην πολιτιστική κρίση που διανύουμε, μαζί με την οικονομική, χωρίς να είμαι βέβαιος ποια προηγήθηκε της άλλης.
Πώς ορίζετε την πολιτιστική κρίση;
Ναι, υπάρχει κρίση στον πολιτισμό της καθημερινότητας, στο πώς συναλλασσόμαστε μεταξύ μας. Πόσο εγωιστές είμαστε και πόση διάρρηξη έχει υποστεί η κοινωνική αλυσίδα. Λειτουργούμε με μεγάλη εγωκεντρικότητα, χωρίς να υπολογίζουμε τον διπλανό μας. Αυτή η απόλυτη εγωκεντρικότητα είναι η πολιτιστική μας κρίση.
Να ελπίζουμε σε μια αναγέννηση της ελληνικής τηλεόρασης, από δω και πέρα;
Ασφαλώς να ελπίζουμε. Να πηγαίνει καλά η αγορά, να υπάρχει διαφήμιση για να έχουν έσοδα και τα ιδιωτικά κανάλια ώστε να αντεπεξέλθουν στις προκλήσεις του ανταγωνισμού και να κάνουν πιο ακριβές παραγωγές.
Διαβάστε επίσης
Νατάσα Τσακαρισιάνου: Έκανα καριέρα με τα ‘’όχι’’
Ηλίας Μαμαλάκης: «Έχω φάει καλύτερα σε tapas bar παρά σε τριάστερους σεφ»