Πατριαρχία, ρατσισμός, σεξισμός, βία και κακοποίηση από τη μεγάλη μας μουσική παράδοση και δη τη λαϊκή των 70s και των 80s, που εξέθρεψαν και καλλιέργησαν γενιές και γενιές ανθρώπων.
Διευκρίνιση: Δεν τρέφουμε αρνητικά συναισθήματα για αυτά τα τραγούδια, ούτε θεωρούμε ότι κάποιος έγινε εγκληματίας ή ρατσιστής επειδή τα άκουσε, τα τραγούδησε ή τα χόρεψε κάποτε. Θα ήταν αστείο να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο. Τα έργα της Τέχνης, άλλωστε, αντανακλούν το τι συμβαίνει στον κόσμο και το πώς σκέφτεται η κοινωνία σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Και είναι λάθος και ετεροχρονισμός να κρίνουμε τις αντιλήψεις των ανθρώπων με βάση τα σημερινά δεδομένα και τον τρόπο ζωής τους. Μπορούμε, όμως, μέσα από αυτά να καταλάβουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τους άλλους. Πάντα με την επίγνωση ότι η κατάληξη ριζωμένων αντιλήψεων σε αρνητικές πράξεις είναι μια πολυπαραγοντική και μακρά διαδικασία που εξαρτάται από το οικογενειακό περιβάλλον, την εκπαίδευση, τη νομοθεσία, τον χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου, τη θρησκεία, και αρκετά άλλα. Με το πνεύμα αυτό θυμόμαστε τραγούδια που αναπαράγουν στερεότυπα που υποβιβάζουν και διαχωρίζουν τους ανθρώπους και τα φύλα, χωρίς φυσικά οι δημιουργοί τους να είχαν τέτοιες προθέσεις. Ήταν απλώς παιδιά της εποχής τους.
Θέλω τα ώπα μου – Αννα Φόνσου (1966)
Από την ταινία «Όλοι οι Άνδρες είναι οι ίδιοι», σε σενάριο και σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου που μαντέψτε, υπογράφει και αυτούς τους υπέροχους σεξιστικούς στίχους, που τραγούδησε με περισσό νάζι η μεγάλη ελληνίδα ηθοποιός και για δεκαετίες συνώνυμο του sexiness. Γιατί είναι ωραίο να θέλεις «τις τσάρκες, τις μάσες και τις ξάπλες» σου, αλλά και τη «σφαλιάρα», από τον άνθρωπο που αγαπάς; Αυτό μάλλον παραπάει και θυμίζει κακοποίηση. Αλλά αν υπάρχει αγάπη, θα έλεγε ένας άνδρας παλαιάς κοπής, τότε επιβάλλεται, ειδικά αν το έτερον ήμισυ λέει «σαχλαμάρες», όπως αναφέρεται στο τραγούδι.
Ο αράπης – Γιώργος Ζαμπέτας (1965)
Πώς είπατε; «Το ταμ-ταμ που χτυπάει ο αράπης, ο μαύρος, ο σκύλος, ο αράπαρος»; Σοβαρά τώρα; Ένα τραγούδι σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, του επονομαζόμενου και «Τσάντα», που εύκολα και δικαιολογημένα μπορεί κάποιος να χαρακτηρίσει ρατσιστικό. Ένα τραγούδι συνυφασμένο με το γλέντι, τις Απόκριες, το ξεφάντωμα, δεκαετίες πριν η πολιτική ορθότητα προτρέψει να αποκαλούμε τους μαύρους, «ανθρώπους πλούσιους σε μελανίνη», και ο νόμος, ορθώς, να απαγορέψει τέτοιες εκφράσεις.
Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω – Γρηγόρης Μπιθικώτσης (1955)
Αυτό ακριβώς που εννοούν κάποιοι άντρες, όταν μιλάνε για παλαιά ήθη, παραδοσιακά, παντελονάτα. Διότι είμεθα άντρες κυρία μου, και αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να μεθάμε, να ξενυχτάμε, να κωλογυρνάμε και λόγο δεν δίνουμε. Η ζεϊμπεκιά τα εξηγεί ωραία: «Είμαι άντρας και το κέφι μου θα κάνω και θα πιω και δυο ποτήρια παραπάνω…και θα πω και μια κουβέντα παραπάνω». Άλλωστε, «η γυναίκα πρέπει να ’ναι πάντα υπό…σ’ ό,τι πιω, σ’ ό,τι χορέψω, σ’ ό,τι πω». Η μουσική είναι του Μάνου Χατζιδάκι και οι στίχοι του Αλέκου Σακελλάριου, του «πατριάρχη» του ελληνικού κινηματογράφου.
Της γυναίκας η καρδιά – Στράτος Διονυσίου (1983)
Ανισόρροπες οι γυναίκες, διπολικές, τριπολικές και δεν συμμαζεύεται. Τη μία έτσι, την άλλη αλλιώς, λέει ο μέγας λαϊκός τροβαδούρος του έρωτα και προειδοποιεί τους διαβάτες και τους ταξιδιώτες «ποτέ γυναίκα στη ζωή να μην πιστέψεις». Διότι «της γυναίκας η καρδιά είναι μια άβυσσος, πότε κόλαση και πότε ο παράδεισος». Ένα τραγούδι για ποιοτικούς καψούρηδες από τον Σπύρο Γιατρά (στίχοι) και τον Αλέκο Χρυσοβέργη (μουσική). Αλλά υπάρχει και ένα καλύτερο τραγούδι από το ίδιο ερμηνευτή (ακολουθεί).
Και λέγε – λέγε – Στράτος Διονυσίου (1981)
Ο τραγουδιστής του έρωτα και ιδιαίτερα αγαπημένος του γυναικείου κοινού Γιάννης Πάριος υπογράφει αυτούς τους απόλυτα σεξιστικούς στίχους, που δικαιολογούν τη βία κατά των γυναικών. Η πανηγυρική έναρξη δίνεται με ένα «Κι ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς», το οποίο εμπλουτίζεται στο δεύτερο κουπλέ με το «το ξύλο της χρονιάς, μου φαίνεται πως θέλεις» και καταλήγει πάλι με το «ύστερα λένε πως φταίει ο φονιάς» , για όσους δεν κατάλαβαν. Η μουσική πάντως του Θανάση Πολυκανδριώτη δεν είναι καθόλου επιθετική, ίσα – ίσα, πρόκειται για ένα τσιφτετέλι που έχουν χορέψει εκατομμύρια άνθρωποι.
Άσε με να σ’ αγαπάω – Λίτσα Διαμάντη (1977)
Ένα τραγούδι που θα ‘κανε κάθε φεμινίστρια να σκίσει τα ρούχα της από οργή και θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλες διαδηλώσεις. «Άσε με κάθε στιγμή στην αγκαλιά σου να πεθαίνω, άσε με να με σκοτώνεις και να λέω “ανασαίνω”, άσε με εσύ να φταις κι εγώ συγγνώμη να ζητάω, άσε με, άσε με, άσε με να σ’ αγαπάω». Υπογραφή Μάρω Μπιζάνη (και όχι κάποιος άντρας).
Κανελόριζα – Δόμνα Σαμίου (παραδοσιάκο μικρασιάτικο)
Έρχεται από τις απαρχές των σμυρναίικων και έχει γνωρίσει αρκετές διασκευές, ακόμη και από τον Τζίμη Πανούση. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι το αντικείμενο του πόθου είναι μια δωδεκάχρονη «κόρην αγαπώ, ξανθή και μαυρομάτα , δώδεκα, δώδεκα ετών…», το οποίο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τα σεξουαλικά ήθη της εποχής μας φυσικά. Μήπως μπορούσε, θα πει κάποιος, να δικαιολογηθεί από τα ταμπού εκείνης της εποχής; Μεγάλη κουβέντα. Και όχι, ας μην πει κάποιος ότι μπορεί η δωδεκάχρονη να ήταν ρομά. Στο μεταξύ κάποια στιγμή γίνεται καλύτερο -χειρότερο δηλαδή- με την οικολογική κορύφωση «φούντα της μηλιάς, τα μήλα φορτωμένη, τ’ άκουσα, τ’ άκουσα κι εγώ, πάω να κόψω μήλα».
Διαβάστε επίσης
10 διάσημα τουρκικά τραγούδια που είναι ελληνικά
10 επικά λαϊκά τραγούδια που είναι σχεδόν ροκ