Η βαριά πόρτα στο στενό κτίσμα απέναντι από την (παλιά) Λυρική Σκηνή κρύβει θησαυρούς και συνοδεύεται από αστικούς θρύλους για στοές, δράκους και μυστικιστικές τελετές. Η πραγματική ιστορία εδώ, στο Zeitgeist.gr.
Οι περαστικοί το προσπερνούν δίχως να κοιτάζουν, οι εργαζόμενοι τριγύρω δεν ακουμπούν το βλέμμα επάνω του, ο δήμος Αθηναίων έχει επιλέξει να το αγνοεί. Η βαριά σιδερένια πόρτα δεν ανοίγει ποτέ, το παράθυρο δεν φωτίζεται τα βράδια. Οι λίγοι που γνωρίζουν το παρελθόν και τις φήμες γύρω από το κτίριο, κοντοστέκονται για μια στιγμή μπροστά από τη βανδαλισμένη πόρτα, με την ελπίδα κάποτε να επισκεφτούν το εσωτερικό του και να γευτούν λίγο από το μυστήριο που διαχέει.
Ο επισκέπτης αν κοιτάξει χαμηλά θα θαυμάσει το ψηφιδωτό πάτωμα, και αν κοιτάξει ψηλά θα μείνει έκθαμβος από την περίτεχνη οροφή, δύο στοιχεία που παρά την φθορά και την κακοποίηση που έχουν υποστεί διατηρούν ακόμα την ομορφιά τους. Οι τοίχοι φθαρμένοι, τα ξυλόγλυπτα θαμπά, αποκαμωμένα από την αδιαφορία που τα περιβάλει. Ο θάλαμος βοά τέχνη, φωνάζει ιστορία μα κανείς δεν ακούει. Εγκατάλειψη. Τα λίγα τετραγωνικά, πάλλονται σαν ζωντανός οργανισμός προσδίδοντας κάτι άπιαστο, μυστηριακό και δίνουν τροφή στον αστικό μύθο.
Αυτό το κτίσμα, με πλάτος μόλις 3 μέτρα, είναι μια προέκταση του κεντρικού κτηρίου που βρίσκεται επί της οδού Μαυρομιχάλη 6, το σημερινό Μουσείο Λοβέρδου, γνωστό και ως Μέγαρο Τσίλλερ. Σε αυτό το νεοκλασικό Μέγαρο έζησε ο σπουδαίος Γερμανός αρχιτέκτονας, Ερνέστος Τσίλλερ, μέχρι το 1912 όταν το αγόρασε ο τραπεζίτης Διονύσιος Λοβέρδος, ο οποίος ήταν φιλότεχνος και συλλέκτης έργων τέχνης.
Σύμφωνα με όσα είναι γνωστά, το στενό κτίσμα υπήρχε από την εποχή του Τσίλλερ και δεν είναι μεταγενέστερη προσθήκη. Το οικόπεδο στο οποίο χτίστηκε η οικία του αρχιτέκτονα είχε ακανόνιστο σχήμα με τη στενή λωρίδα γης να δίνει πρόσβαση επί της Ακαδημίας. Έτσι, ο Τσίλλερ εκμεταλλεύτηκε τη δίοδο και κατασκεύασε έναν διάδρομο μήκους εικοσιπέντε μέτρων και πλάτους τριών, σε μια ευθεία γραμμή σαν ζωοδότρια φλέβα, που οδηγούσε στο μέγαρο.
Στη συνέχεια, ο Λοβέρδος αγόρασε το οίκημα για κατοικία, αλλά χρειαζόταν χώρο για να στεγάσει την τεράστια συλλογή του. Μετασκεύασε το διώροφο μακρόστενο κτίσμα και το μετέτρεψε σε τμήμα του μουσείου για τη σημαντικότερη συλλογή μεταβυζαντινής θρησκευτικής τέχνης της χώρας που περιλαμβάνει εκατοντάδες εικόνες, χειρόγραφα, ξυλόγλυπτα, εκκλησιαστικά άμφια, έργα μεταλλοτεχνίας, φορητές εικόνες, πίνακες ζωγραφικής, σπάνια βιβλία, ψηφιδωτά, είδη λαϊκής τέχνης, ακόμα και ένα ξυλόγλυπτο τέμπλο. Το διώροφο κτίσμα της οδού Ακαδημίας 58α φιλοξενούσε μέρος της συλλογής και οδηγούσε σε αίθουσες με άλλα εκθέματα.
Τα εγκαίνια έγιναν το 1930 και σε αυτόν τον χώρο ο Λοβέρδος οργάνωνε τακτικά δεξιώσεις, εκθέσεις, συναντήσεις με την υψηλή κοινωνία της εποχής που προσερχόταν να θαυμάσει τη μοναδική συλλογή. Το 1934, μόλις τέσσερα χρόνια από την ίδρυση του μουσείου, ο Λοβέρδος πέθανε, σε ηλικία 56 ετών. Στη διαθήκη του όριζε ότι η συλλογή θα περνούσε στην κατοχή της συζύγου και των θυγατέρων του και μετά από τον θάνατό τους, στο ελληνικό δημόσιο. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το μουσείο παρήκμασε και έτσι το 1979 οι κληρονόμοι αποφάσισαν να το δωρίσουν, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος των εκθεμάτων και το κυρίως κτήριο επί της οδού Μαυρομιχάλη στο Βυζαντινό Μουσείο. Ωστόσο, αν και τα εκθέματα έτυχαν της δέουσας προσοχής, δεν συνέβη το ίδιο και με το μέγαρο. Μετά το 1979, λειτούργησε για λίγο ως βεστιάριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που βρίσκεται απέναντι από την είσοδο της Ακαδημίας 58α ενώ λίγο αργότερα μια μεγάλη πυρκαγιά παραλίγο να το καταστρέψει ολοσχερώς.
Διαβάστε επίσης
Ανθρακωρυχεία Καλογρέζας: Ιστορία με κάρβουνο και αίμα γραμμένη
Οι Pink Floyd επιστρέφουν 28 χρόνια μετά με ένα τραγούδι για την Ουκρανία
Πρόσφατα, μετά από πολύ κόπο και χρόνο, το μέγαρο Τσίλλερ ανακαινίστηκε και πλέον φιλοξενεί τη συλλογή Λοβέρδου σε έναν χώρο απαράμιλλης αισθητικής. Όμως, το μακρόστενο κτίριο της Ακαδημίας δεν είχε ανάλογη τύχη. Άγνωστο πότε ακριβώς, η δίοδος προς το μέγαρο χτίστηκε με τούβλα κόβοντας βίαια τον ομφάλιο λώρο, σε μια ενέργεια αποσιώπησης μέρους της ιστορίας.
Από την εγκατάλειψή του και μετά, πολλά έχουν ειπωθεί για αυτό το μοναχικό κτίσμα που ασφυκτιεί ανάμεσα στα δυο ψηλότερα, σε μια τιμωρία αναίτια. Η αισθητική του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο αδερφός του Διονύσιου Λοβέρδου, Σπυρίδωνας, υπήρξε υψηλόβαθμος τέκτονας της στοάς Παρθενών, έδινε επί χρόνια τροφή στις φήμες για αποκρυφιστικά γεγονότα και μυστικιστικές συναθροίσεις. Κάποιες θεωρίες κάνουν λόγο για καταπακτές, υπόγεια περάσματα και κρυφές πόρτες όμως τίποτα από αυτά δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Διαβάστε επίσης
Βόλτα στην Αθήνα του Μεσοπολέμου
Τα ονειρικά ψηφιακά κολάζ του Guillermo Flores
Ο γρύπας που κοσμούσε την είσοδο εξωτερικά για χρόνια, ενίσχυσε το θρύλο κάνοντας την φαντασία να καλπάζει και τη συνωμοσιολογία να οργιάζει. Μετά την υπόθεση των σατανιστών της Παλλήνης το 1993, η παρουσία του μεταλλικού γλυπτού προκαλούσε το αίσθημα μερίδας πολιτών και δημοσιογράφων εγείροντας ενστάσεις ως προς τη χρήση του κτιρίου και υποστήριζαν θεωρίες τέλεσης σατανιστικών τελετών στο εσωτερικό του. Έτσι, ο γρύπας αποκαθηλώθηκε και έκτοτε βρίσκεται πεταμένος σε μια γωνιά του θαλάμου να σκουριάζει, από έναν παραλογισμό της ανθρώπινης φαντασίας και της κακής δημοσιογραφίας.
Παρά τον βανδαλισμό, την αδιαφορία και τη λεηλασία, τα λίγα αυτά τετραγωνικά διατηρούν ακόμα κάτι από το σπινθήρισμα της παλιάς τους αίγλης. Τα ξεθωριασμένα χρώματα στα ψηφιδωτά και στην οροφή, τα φθαρμένα γύψινα, τα τραυματισμένα ξυλόγλυπτα, μαρτυρούν ότι κάποτε υπήρξαν αντικείμενα θαυμασμού από την αφρόκρεμα της κοινωνίας και τους γνήσιους λάτρεις της τέχνης. Μαρτυρούν επίσης, το πολιτιστικό έγκλημα της εγκατάλειψης και της απαξίωσης μιας μοναδικής κληρονομιάς.
Ακολουθήστε το zeitgeist.gr για να ενημερώνεστε πρώτοι για νέα θέματα και να στηρίξετε την ποιοτική δημοσιογραφία. Ένα like στο banner που βλέπετε κάτω αρκεί!