Ιράκ, Ουκρανία, πόλεμος, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ακρίβεια, πληθωρισμός. Καταστάσεις που όχι μόνο συνδέονται μεταξύ τους, αλλά και απειλούν τον κόσμο μας με κατάρρευση.
Τις τελευταίες ημέρες τα ρεπορτάζ για την ενεργειακή κρίση στις ΗΠΑ παίρνουν δραματική μορφή καθώς η βενζίνη ξεπέρασε εκεί τα πέντε δολάρια το γαλόνι. Οι Αμερικανοί έχουν παγώσει καλοκαιριάτικα.
Με την τιμή της βενζίνης να σκαρφαλώνει στις ΗΠΑ το 1,3 δολάρια/λίτρο και στα 5 δολάρια το γαλόνι (γαλόνι= 3,8 λίτρα), τη μεγαλύτερη των τελευταίων δεκαετιών και με τον πληθωρισμό να ροκανίζει το εισόδημά του, ο μέσος Αμερικανός πολίτης μπαίνει σε μια εντελώς άγνωστη για αυτόν φάση, σε «αχαρτογράφητα ύδατα» όπως συνηθίζουν να αποκαλούν οι πολιτικοί στις μέρες μας ό,τι δεν γνωρίζουν.
Ο Πρόεδρος Μπάιντεν έσπευσε να επιρρίψει τις ευθύνες για τις τιμές στις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρίες οι οποίες, κατά τη γνώμη του, κερδοσκοπούν με το να μην αυξάνουν την παραγωγή τους. Τι είναι άραγε χειρότερο; Το πρόβλημα της τιμής των καυσίμων ή η λύση που προτείνει ο Πρόεδρος των ΗΠΑ;
Πριν από περίπου δύο δεκαετίες, ο Πολ Ρόμπερτς (Paul Roberts), μάχιμος ρεπόρτερ του Harper’s Magazine, του Rolling Stone, της Washington Post και του Newsweek, μελέτησε σε βάθος τα ενεργειακά ζητήματα της χώρας του αλλά και τις επιπτώσεις τους σε κάθε τομέα της ανθρώπινης δραστηριότητας και έγραψε ένα εκπληκτικό βιβλίο με τίτλο «The End of Oil- The Decline of the Petroleum Economy and the Rise of a New Energy Order» («Το Τέλος του Πετρελαίου», Εκδόσεις Πατάκη, 2005).
Εκεί ο Αμερικανός δημοσιογράφος και συγγραφέας ισχυρίζεται ότι οι συμπατριώτες του πάσχουν από «ενεργειακή αγραμματοσύνη», γιατί δεν έχουν συνείδηση πόση ενέργεια χρησιμοποιούν, από πού προέρχεται και ποιο είναι το πραγματικό της κόστος. Γνωρίζουν ασφαλώς την τιμή της, αλλά ουδέποτε μπήκαν στον κόπο να συνδέσουν την τιμή με τα όσα συμβαίνουν (ή δεν συμβαίνουν) στο παγκόσμιο σκηνικό. Κι όπως πιστεύει, η τιμή της ενέργειας σε μια δεδομένη στιγμή έχει μεγαλύτερη σχέση με τις γεωπολιτικές επιλογές όσων εμπορεύονται μορφές ενέργειας παρά με την -ούτως ή άλλως ιλιγγιωδώς καταστροφική- μανία των σύγχρονων κοινωνιών για κατανάλωση ενέργειας.
Στο Τέλος του Πετρελαίου ο Ρόμπερτς παρουσίαζε κι ανέλυε τρεις παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν την παγκόσμια πετρελαϊκή σκηνή εδώ και δεκαετίες αν κι αναγνώριζε την εμφάνιση ενός τέταρτου δυναμικού παράγοντα.
Οι τρεις παράγοντες που καθορίζουν τη γεωπολιτική του πετρελαίου είναι: α) η αμερικανική δίψα για καύσιμα, β) το (φθηνό) πετρέλαιο που ελέγχουν οι χώρες του ΟΠΕΚ και κυρίως η Σαουδική Αραβία και γ) η διεθνής τιμή του πετρελαίου. Ως τέταρτον (τότε) κι ιδιαίτερα ανερχόμενο παράγοντα αναγνώριζε τον άτυπο ανταγωνισμό ανάμεσα στη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία για το ποιος θα κάλυπτε με μεγαλύτερη συνέπεια και στις καλύτερες τιμές τις ανάγκες των αναδυόμενων οικονομιών όπως η Κίνα και η Ινδία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο αυτές χώρες είναι μεταξύ των αθέατων πρωταγωνιστών αυτής της ταραγμένης περιόδου που διερχόμαστε. Είναι οι χώρες- αινίγματα που προβληματίζουν γιατί δεν κάνουν και δεν λένε απολύτως τίποτα!
Ας δούμε όμως πως λειτουργεί για τον Ρόμπερτς η τιμή του πετρελαίου, κάνοντας παράλληλα τις απαραίτητες αναγωγές στη σημερινή κατάσταση. «Η τιμή του πετρελαίου είναι ο σφυγμός, το ηλεκτρικό φορτίο που θέτει σε κίνηση τη γεωπολιτική μηχανή. Η τιμή καθορίζει τη διεύθυνση και τη ταχύτητα ροής του διεθνούς χρήματος και της πολιτικής επιρροής. Η τιμή υπαγορεύει πόσο γρήγορα ή πόσο αργά αναπτύσσονται οι οικονομίες κι αν η ανάκαμψη προωθείται ή παραπαίει». Η διαπίστωση αυτή αποκτά ιδιαίτερο νόημα σήμερα που οι απότομες αυξήσεις τιμών πυροδοτούν παγκοσμίως τον πληθωρισμό.
Η αναστάτωση στις πετρελαϊκές αγορές την περίοδο του πρώτου Πολέμου του Κόλπου (σύμφωνα με τον Ρόμπερτς ήταν η πρώτη στρατιωτική σύγκρουση στην παγκόσμια ιστορία που αφορούσε αποκλειστικά στο πετρέλαιο, καθώς τόσο η εισβολή του Σαντάμ στο Κουβέιτ όσο και η απάντηση των ΗΠΑ είχαν κύριο στόχο τη διασφάλιση της ροής πετρελαίου και τον έλεγχο της τιμής του) είχαν και τότε αφυπνίσει το «λησμονημένο τέρας» όπως το χαρακτήριζε στο βιβλίο του ο Ρόμπερτς. Κάτι που συμβαίνει και σήμερα ως αντίκτυπος του πολέμου ανάμεσα στην Ρωσία και την Ουκρανία, και μάλιστα έχει ήδη μεταφερθεί από τη μονίμως ευάλωτη Ευρώπη στις ίδιες τις ΗΠΑ.
Και πάλι με αφορμή την κατάσταση που επικρατούσε πριν από δύο δεκαετίες, ο Ρόμπερτς προσπαθεί να καταλήξει σε συμπεράσματα τα οποία φαίνεται πως παραμένουν επίκαιρα μέχρι σήμερα. «Με το φιάσκο του Ιράκ είναι φανερό ότι ακόμη και η πιο ισχυρή στρατιωτική οντότητα στην ιστορία του κόσμου, οι ΗΠΑ, δεν μπορεί κατά τη βούλησή της να σταθεροποιήσει μια χώρα ή να την ‘κάνει’ να παράγει πετρέλαιο στέλνοντας απλώς στρατιώτες και τανκς», γράφει.
Είκοσι χρόνια μετά ένας νέος πόλεμος δια αντιπροσώπων στο κέντρο της Ευρώπης φαίνεται πως όχι μόνο πυροδοτεί το τέρας του πληθωρισμού, αλλά αδυνατεί να αποκαταστήσει τις ισορροπίες στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα. Αντίθετα, δημιουργεί νέα κύματα (ενεργειακού κι όχι μόνο) τρόμου που απειλούν να βουλιάξουν το κοινό καράβι μας…