Μια παράσταση για τις ανθρώπινες σχέσεις και την υποκρισία, που είναι πάντα επίκαιρη αν και γράφτηκε το 1666.
Μια παράσταση για τις ανθρώπινες σχέσεις, τη δύναμη ή την αδυναμία του ανθρώπου να μιλήσει με λόγια ειλικρινή αλλά και το πάθος που αποστρέφει το βλέμμα από τα ελαττώματα του αγαπημένου προσώπου παίζεται αυτήν την περίοδο στο Θέατρο Θησείον, στο κέντρο της Αθήνας. Πρόκειται για την παράσταση «Ο Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, ένα έργο πάντα επίκαιρο που κατακεραυνώνει την υποκρισία. Η παράσταση, ξεκινά απρόσμενα από τον χώρο υποδοχής του θεάτρου όπου οι δύο πρωταγωνιστές είναι ανακατεμένοι με τους θεατές, λίγο πριν περάσουν στις θέσεις τους για να παρακολουθήσουν την παράσταση, στην οποία έχουν ενσωματωθεί μεταμοντέρνα στοιχεία τοποθετώντας έτσι τα γεγονότα σε οποιαδήποτε εποχή, αν και το έργο έχει γραφτεί το 1666.
Ο Αλσέστ, είναι ένας πικρόχολος, εκκεντρικός, πεσιμιστής αλλά περισσότερο από κάθε τί είναι ένας πολύ ερωτευμένος άνθρωπος. Η δράση του «Μισάνθρωπου» δομείται επάνω σε δύο άξονες: αφενός την προσπάθεια του πρωταγωνιστή να μείνει μόνος με το αντικείμενο του πόθου του (και πόθου πολλών άλλων), τη Σελιμέν, για να της αποσπάσει «ομολογία» πίστης και αποκλειστικότητας και αφετέρου την εξέλιξη μιας δίκης, που εκτυλίσσεται εκτός σκηνής, στην οποία ο Αλσέστ είναι κατηγορούμενος. Μέχρι το τέλος του έργου, η ήττα του και στις δύο υποθέσεις, θα είναι συντριπτική. Μέχρι ο Αλσέστ να φτάσει στην συντριβή, το κοινό παρακολουθεί την κοινωνική συναναστροφή στην αυλή της κοσμικής χήρας Σελιμέν που βρίσκεται στις παρυφές της Αυλής του Βασιλιά. Ανταγωνισμός, κεκαλυμμένη εχθρότητα, επιτήδευση και την υποκρισία, χαρακτηρίζουν τις σχέσεις των πρωταγωνιστών. Τα περισσότερα πρόσωπα του έργου, δικάζουν τους γύρω τους και συνδέονται με ανθρώπους τους οποίους συχνά κατηγορούν για ανηθικότητα ή ανοησία και γελοιότητα.
Η σκηνοθέτρια Μαρία Μαγκανάρη σημειώνει σχετικά: «Η έννοια της ευχαρίστησης φαίνεται να είναι κεντρική στο έργο. Ευχαρίστηση που απαρνιόμαστε (σαν τον Αλσέστ) ή αναζητάμε (σαν την Σελιμέν), που δεν είναι ποτέ αρκετή, ευχαρίστηση μέσω του λόγου, της αντιδικίας, της χλεύης, του κουτσομπολιού, της ερωτοτροπίας (γιατί πραγματική, σωματική ηδονή δεν συναντάμε πουθενά στο έργο). Και τι περίεργο! Η πρώτη αίσθηση που έχει κανείς από την έμμετρη αριστουργηματική μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη, είναι και πάλι η ευχαρίστηση. Η ευχαρίστηση του ίδιου του ηθοποιού μέσω του λόγου. Η ευχαρίστηση του θεατή που ακούει. Τα γλωσσικά επίπεδα του έργου αποκαλύπτουν με μοναδικό τρόπο τα πρόσωπα και τις σχέσεις, και η μετάφραση δικαιώνει πλήρως την παράδοξη συνύπαρξη: το υψηλό δίπλα – δίπλα με το ποταπό, το λόγιο μαζί με το λαϊκό, το ευγενές παρέα με το αγοραίο.
Όταν δουλεύουμε πάνω σε κλασικά έργα, δουλεύουμε και πάνω στη συλλογική μνήμη. Ζώντας σε μια χώρα που αγαπάει τις Αυλές αλλά και τα Δικαστήρια, για την κατανόηση και πλαισίωση του έργου ίσως δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στην (άγνωστη για μας) Γαλλία της εποχής του Λουδοβίκου. Η Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 και κυρίως του ’90, των Ειδικών Δικαστηρίων, της ιδιωτικής τηλεόρασης και του Μεγάρου Μουσικής, αλλά και του περίφημου Εκσυγχρονισμού που ακολούθησε, δημιουργεί έναν ωραίο (και αστείο) χώρο για να στήσουμε το δικό μας έργο».
Η ταυτότητα της παράστασης:
Σκηνοθεσία: Μαρία Μαγκανάρη
Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη
Σκηνικά: Φιλάνθη Μπουγάτσου
Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος
Μουσική: Πέτρος Μάλαμας,
Παίζουν με αλφαβητική σειρά: Βαγγέλης Αμπατζής, Μαρία Γεωργιάδου, Πάολα Καλλιγά, Σύρμω Κεκέ, Γιάννης Κλίνης, Κώστας Κορωναίος, Κώστας Κουτσολέλος, Μαρία Μαγκανάρη
Παραστάσεις & εισιτήρια εδώ
Θέατρο Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες, Τουρναβίτου 7, Αθήνα.