Σχόλια και εντυπώσεις για την παράσταση που δίχασε κοινό και κριτικούς και που ταυτόχρονα άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση για τη θέση του Αρχαίου Δράματος στον 21ο αιώνα.
Ο επί σειρά ετών διευθυντής της βερολινέζικης Φολκσμπίνε (Θέατρο του Λαού) ήρθε για πρώτη φορά στην Επίδαυρο για να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή της «Μήδειας». Το σκηνικό είναι πια γνωστό ακόμη και σε εκείνους που δεν παρακολούθησαν την παράσταση, το καυτό διήμερο 22 και 23 Ιουλίου: Αντίσκηνα, σκουπίδια, καπιταλιστικά σύμβολα, brands, labels και σωροί από πλαστικά μπουκάλια και δοχεία νερού. Μια γιγαντοοθόνη μετέφερε τη δράση real time που διαδραματιζόταν σε ένα κοντέινερ που έμοιαζε με κακόφημο μπαρ, μέσα από μονοκάμερα πλάνα, πέρα από τη δράση που εκτυλισσόταν στο χώρο της ορχήστρας. Πέντε «Μήδειες» (Στεφανία Γουλιώτη, Σοφία Κόκκαλη, Μαρία Ναυπλιώτου, Αγγελική Παπούλια, Ευδοκία Ρουμελιώτη), πέντε περσόνες της τραγικής φιγούρας, που ο σκηνοθέτης μελέτησε σε βάθος, ξεκινώντας από τον Ευριπίδη, συνεχίζοντας με Χάινερ Μίλερ, Αρθούρο Ρεμπό, αλλά και μαρτυρίες εξόριστων γυναικών από τον ελληνικό εμφύλιο. Η γυναίκα που προδόθηκε, που πέρασε η μπογιά της, η γυναίκα – τρόπαιο, η γυναίκα που άφησε την πατρίδα της για έναν άνδρα, αυτά είναι ορισμένα από τα πρόσωπα της γυναίκας που σκότωσε τα παιδιά της. Στο έργο που παρέδωσε ο Κάστορφ, μέσω αυτής της αποτρόπαιης πράξης η Μήδεια καταλήγει να σκοτώνει τον ίδιο της τον εαυτό (δύο άλλες Μήδειες επί σκηνής), σε μια απονενοημένη πράξη που δεν μπορούσε να αποφύγει, όχι για λόγους προσωπικής ψυχοπαθολογίας, αλλά κοινωνικών συσχετισμών και αδιεξόδων, μια πράξη που τελικά παραδίδεται σε εμάς ως επαναστατική και ρηξικέλευθη.
Από την άλλη, οι άνδρες της ιστορίας (Αινείας Τσαμάτης, Νικόλας Χανακούλας, Νίκος Ψαρράς), σύμφωνα με τον Κάστορφ, είναι ιμπεριαλιστές που κυνηγούν το χρήμα και τη δόξα, το χρυσόμαλλο δέρας, και που οι αξίες τους εστιάζουν στην απόκτηση δύναμης.
Ο σκηνοθέτης και το επιτελείο του έθεσαν τον πήχη ψηλά, βάζοντας στο τραπέζι μια σειρά από θέματα που ξεκίναγαν από την πατριαρχία, πέρναγαν από τον ελληνικό εμφύλιο και έφταναν μέχρι την καπιταλιστική δυστοπία που βιώνουμε, την κλιματική αλλαγή, την προσφυγική κρίση, την έμφυλη βία, τα Social Media, τη δύναμη της εικόνας και του φαίνεσθαι και τη διαχρονικώς υποβαθμισμένη και αλλοτριωμένη θέση της γυναίκας. Μια κριτική δηλαδή ερμηνεία του μύθου της Μήδειας, μέσα από τα διαβάσματα και τη ματιά του σκηνοθέτη.
Όλο αυτό, βέβαια, εξ ορισμού δεν ήταν εύκολο εγχείρημα. Ωστόσο, όπως ανυπόστατες και άδικες είναι οι αρνητικές κρίσεις για την παράσταση, έτσι υπερβολικές είναι και οι αποθεωτικές κριτικές. Και δεν είναι μόνο οι εκατοντάδες θεατών που αποχώρησαν -όχι μόνο από το πάνω διάζωμα, αλλά και από το κάτω-, αλλά και το χλιαρό χειροκρότημα του τέλους, από τις χιλιάδες θεατών που παρέμειναν στωικά για πάνω από τρεις ώρες και υπό συνθήκες ακραίου καύσωνα, που υποδηλώνουν ότι η παράσταση δεν μπόρεσε να επικοινωνήσει σε βάθος -με ένα υπολογίσιμο μέρος του κοινού, τουλάχιστον.
Η βασική δυσλειτουργία του έργου δεν ήταν η αποδόμηση και το άνοιγμα του αρχαίου μύθου στα σύγχρονα διακυβεύματα, αλλά η προσπάθεια να μιλήσει για τόσα πολλά και σημαντικά ζητήματα ταυτόχρονα και με καταιγιστικό ρυθμό. Το έκανε αρκετές φορές επιτυχημένα, κάποιες λίγες φορές άστοχα, τις περισσότερες φορές, όμως, πυκνά, «busy» και χωρίς ανάσες με αποτέλεσμα το έργο να μη λειτουργεί απόλυτα και παρά τις εκπληκτικές ερμηνείες των ηθοποιών, που υπηρέτησαν πλήρως το σκηνοθετικό όραμα. Από το επικών διαστάσεων και φιλοδοξιών έργο απουσίαζε η αρετή του μέτρου. Ο βερμπαλισμός και η υπερβολή δεν ήταν δυνατόν να λειτουργήσουν θετικά επί τόσο μακρό διάστημα, παρά το ρεσιτάλ υποκριτικής και το provoke attitude του Κάστορφ που προσπαθούσε να κρατήσει το κοινό σε εγρήγορση, αυτοσαρκαζόμενος ενίοτε: «Τι έγινε, έφυγαν όλοι οι θεατές ή μείνανε και κάποιοι;» αναγνωρίζοντας και ο ίδιος το πόσο απαιτητική είναι η παράστασή του. Αλλά κι αυτό δεν αρκούσε, για μια παράσταση που χτυπούσε τον καπιταλισμό και τις ΗΠΑ με παρωχημένο, είναι αλήθεια, τρόπο και μανιχαϊστική λογική, σε μια περίοδο ρωσικής εισβολής και κινεζικού αυταρχισμού.
Ωστόσο, για μας το ζητούμενο δεν είναι αν η Μήδεια ήταν μία καλή ή απλώς μία ενδιαφέρουσα παράσταση. Αλλά, το πώς αλλάζει και προς τα που κατευθύνεται η αρχαία τραγωδία, υπό την επίδραση των ιδεολογικών και κοινωνικών κινημάτων και προταγμάτων του καιρού μας. Η εν λόγω παράσταση αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα των ζυμώσεων που πραγματοποιούνται στους παγκόσμιους θεατρικούς κύκλους και ουσιαστικά ανοίγει τη συζήτηση για τα καλά. Τα σχετικά ερωτήματα είναι σημαντικά και δεν είναι λίγα. Αναφέρουμε πέντε από αυτά:
- Μπορούν οι αρχαίοι μύθοι (αλλά και η κλασική λογοτεχνία) να μεταφέρονται αυτούσια στο σήμερα, τη στιγμή που βρίθουν πατριαρχικών και σεξιστικών νοημάτων; Βοηθάει κάτι τέτοιο στην εξέλιξη του πολιτισμού μας;
- Είναι δυνατόν κείμενα που άντεξαν 20 και πλέον αιώνες να αποδομούνται έτσι απλά, με «αιρετικό» και «βλάσφημο», όπως ισχυρίζονται κάποιοι, τρόπο; Ή, όπως κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν, με περισσό ναρκισσισμό και εγωπάθεια;
- Με ποιους όρους, με ποιες αρχές και σε ποιους χώρους μπορεί να γίνεται το ξαναδιάβασμα και ο επαναπροσδιορισμός της θεατρικής Ιστορίας; Είναι η Επίδαυρος, ο κατάλληλος χώρος για να γίνεται κάτι τέτοιο;
- Με βάση ποιο θεατρικό κοινό πρέπει να εξελιχθεί το θέατρο στον 21ο αιώνα; Με εκείνους που θέλουν να παραμείνουν στην παραδοσιακή, κλασική (και άντε ελαφρώς πειραγμένη εκδοχή), είναι συνήθως μιας κάποιας ηλικίας και αντιστέκονται στην αλλαγή, ή με βάση εκείνους που ψάχνονται, αναμοχλεύουν, διαβάζουν, αναιρούν και διαφωνούν με τις συμβατικές αξίες;
- Πώς αντιλαμβανόμαστε τις έννοιες «συμπερίληψη», «αειφορία», «παράδοση» και «πρόοδος» σε σχέση με το Αρχαίο Δράμα;
Οι απαντήσεις στα παραπάνω δεν είναι ούτε εύκολες ούτε προφανείς. Υπάρχει όμως μια αρχή από την οποία δύσκολα μπορούμε να ξεφύγουμε: Μπορεί να γίνει οτιδήποτε θέλει ένας δημιουργός, φτάνει το έργο να λειτουργεί, να ρέει, να προσλαμβάνεται από το κοινό, να αρέσει, να συγκλονίζει αυθόρμητα -όχι υπό το πρίσμα της αυτοφαντασίωσης του συμμετέχω σε κάτι προχώ (που πολλές φορές δεν είναι τίποτα άλλο από μια δηθενιά), ούτε της πλύσης εγκεφάλου που γεφυρώνει χάσματα και ασάφειες. Αλλά ακόμη και αυτό να μη συμβεί –διότι για παράδειγμα το κοινό δεν είναι επαρκώς εκπαιδευμένο και θεατρικά ώριμο-, μπορεί αυτό να αποτελεί επιχείρημα απόρριψης ή απαξίας για ένα έργο; Ασφαλώς, ο πιο αξιόπιστος κριτής της ποιότητας ενός έργου Τέχνης είναι ο χρόνος και η αντοχή σε αυτόν, αλλά και αυτό, όπως έχει αποδειχθεί πολλάκις, είναι κάτι σχετικό και ενίοτε άνωθεν υπαγορευόμενο. Ποιος θα αποφασίσει λοιπόν; Ο χρόνος, το κοινό, οι πρωτοπόροι της σκηνοθεσίας όπως ο Κάστορφ, όσοι κάνουν θόρυβο στα Social Media;
Υπάρχει όμως ένα συμπέρασμα από όλα αυτά. Το θέατρο αλλάζει διεθνώς. Σε επίπεδο κειμένων, σκηνοθεσίας, φόρμας, υποκριτικής, κοινού. Το προς τα που θέλουμε να πάει, θα μπορούσε στο πλαίσιο της Επιδαύρου και μόνον εκεί (λόγω της ιστορικής κληρονομιάς και τον εμβληματικό χαρακτήρα του χώρου), να αποτελέσει καρπό διαβούλευσης, απόφασης και συμφωνίας, οριοθετημένα και χαρτογραφημένα, ώστε κανείς να μη χάσει τη θέση του στην κερκίδα και η αρετή της συμπερίληψης να αγκαλιάζει και τον μέσο όρο…