Σχόλια και κριτική για την παράσταση που παίζεται αυτήν την περίοδο στο θέατρο Πόρτα, με την Μαρία Κίτσου να θριαμβεύει στον «ομώνυμο» ρόλο.
Ο Αυστραλός, αλλά κοσμογυρισμένος και πολίτης του κόσμου, Σάιμον Στόουν, ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, αποτελεί ένα πολυσυζητημένο πρόσωπο στον αγγλοσαξονικό κόσμο την τελευταία δεκαετία, για όλους τους σωστούς λόγους: επιδεικνύει τρομερή έφεση στο να διασκευάζει κλασικά έργα και να τα μεταφέρει στο σήμερα, χωρίς να επανερμηνεύει το κείμενο, αλλά εμπνεόμενος από αυτό και γράφοντας τη δική του πρόζα. Το έχει κάνει ήδη με Τσέχοφ, Ίψεν, Μπρεχτ και το 2016 το έκανε στο Λονδίνο με το εμβληματικό έργο του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, τη Γέρμα, έργο που τον καταξίωσε και παίχθηκε με μεγάλη επιτυχία και στη Νέα Υόρκη για καιρό. Δικαίως, γιατί το εν λόγω έργο του Στόουν (πρώτη φορά ανεβαίνει στην Ελλάδα), δείχνει μια νέα κατεύθυνση στο πώς το Θέατρο μπορεί σήμερα να ξαναπεί παλιές ιστορίες, χωρίς να τις αποδομήσει, χωρίς το ναρκισσιστικό και φιγουρατζίδικο άγγιγμα του σκηνοθέτη να τις ισοπεδώνει.
Το κλασικό έργο του Λόρκα αφηγείται την ιστορία μιας στείρας γυναίκας που ζει σε μια αγροτική περιοχή στην Ανδαλουσία στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Στα ισπανικά, Yerma σημαίνει «στείρα». Ο διακαής της πόθος για τη μητρότητα της γίνεται εμμονή που την οδηγεί τελικά σε ένα αποτρόπαιο έγκλημα, στο οποίο την ωθούν τα ήθη και τα πιστεύω της κοινωνίας της.
Έναν αιώνα μετά, το έργο του Στόουν αφηγείται την ιστορία μιας μοντέρνας, φεμινίστριας και ακτιβίστριας δημοσιογράφου που κάποια στιγμή, εκεί γύρω στα 35, αποφασίζει ότι θέλει (πρέπει;) να αποκτήσει παιδί. Αυτή ισχυρίζεται ότι το βιολογικό της ρολόι είναι που την κινητοποιεί -κάτι που πλέον πολύ λίγοι επιστήμονες δέχονται ότι συμβαίνει- εμείς μπορούμε να θεωρήσουμε ότι εκείνο που έρχεται από μέσα της, μπορεί να (και) έχει κοινωνικές αλλά και ψυχολογικές ποιότητες. Όπως και να ‘χει, ματαίως, καθώς ούτε ύστερα από δεκάδες εξωσωματικές δεν θα τα καταφέρει, δοκιμάζοντας τις αντοχές της, τον αυτοσεβασμό της και τελικώς, την ύπαρξή της. Η σύγχρονη Γέρμα, που στο έργο αποκαλείται Εκείνη (μια τυχαία γυναίκα δηλαδή) θέλει απελπισμένα να αποκτήσει παιδί, κάτι που αποδεικνύεται όχι μόνο αδύνατο αλλά και καταστροφικό. Όλη αυτή η προσπάθεια, που κρατάει χρόνια και την παρακολουθούμε να εκτυλίσσεται εμπρός μας, πυροδοτεί εντάσεις και ματαιώσεις, διαλύει τις ισορροπίες του ζευγαριού και νομοτελειακά και τη σχέση. Το ίδιο προβληματικός είναι και ο στενός περίγυρός των δύο άλλοτε ερωτευμένων. Η μητέρα της σύγχρονης Γέρμα δεν την αγκάλιασε ποτέ και ήταν σχεδόν πάντα απούσα όταν εκείνη χρειαζόταν συναισθηματική στήριξη. Ενώ, η γεμάτη ανασφάλειες αδελφή της αδυνατεί να τη βοηθήσει, καθώς ανέχεται να ζει σε μια τοξική σχέση που την υποσκάπτει. Ο, δε, επιτυχημένος σύζυγός της, στέλεχος επιχειρήσεων, λείπει τον πιο πολύ καιρό και παρότι βρίσκεται συνεχώς υπό πίεση, ξέρει να βρίσκει τις ”διαφυγές” του. Σε αντίθεση με Εκείνη, που ο σκοπός της τεκνοποιίας γίνεται εμμονή και μοναδική της σκέψη.
Σπιντάτο και διαλογικό, μινιμαλιστικό και παρατηρητικό, με σεκάνς κινηματογραφικής λογικής, όπου πάντοτε μία κρίσιμη σκηνή θα προχωρήσει λίγο ακόμη το δράμα και θα του προσδώσει νέες διαστάσεις, το έργο του Στόουν συμπυκνώνει ό,τι συμβαίνει σήμερα στη μέση σχέση, στο γάμο της διπλανής μας πόρτας, στο ηλικιακό φάσμα 35 – 50. Τίποτα από όσα περιγράφει δεν αποτελούν εξαιρέσεις, δεν είναι υπερβολικό ή ξένο. Μάλλον τον κανόνα εκφράζει, που αποτυπώνει τη δυσλειτουργία των σύγχρονων σχέσεων. Όχι, δεν είναι ένα έργο για τα διλλήματα που αντιμετωπίζει η σύγχρονη γυναίκα (καριέρα ή οικογένεια;) ούτε ισχυρίζεται ότι την ολοκλήρωση μιας γυναίκας τη φέρνει η τεκνογονία και η «αρετή της μητρότητας». Κάθε άλλο. Είναι που η μηχανιστική και ωφελιμιστική αντίληψη της ευτυχίας μπορεί μερικές φορές να σκοντάψει στη βιολογία. Είναι που οι συμβατικές κοινωνικές επιταγές έχουν χρεοκοπήσει εδώ και καιρό.
Εγώ που κανείς δεν δέχεται να θυσιάσει για χάριν του άλλου (και η μαμά της και ο σύζυγος και η ίδια έχουν το αμετακίνητο πλάνο τους), άφθονος ναρκισσισμός εκατέρωθεν (η σύγχρονη Γέρμα δεν συζητάει καν να υιοθετήσει παιδί διότι βιώνει τη στειρότητά της ως ναρκισσιστικό πλήγμα), ψέματα (ο παμπόνηρος σύζυγος δεν της είναι πιστός, αλλά και εκείνη τον απατά κάποια στιγμή), αυταπάτες («θα τα κάνουμε όλα να δουλέψουν»), ψυχοπαθολογία, οπορτουνισμός (η ανεξάρτητη και γενικώς «αντί-» ηρωίδα δεν διστάζει να βγάλει τα άπλυτα της οικογένειάς της στη φόρα για να κερδίσει μερικά κλικ παραπάνω), αθεράπευτα τραύματα και δυσκολίες επικοινωνίας αδούλευτων ανθρώπων. Αλλά και μια στείρα κοινωνική συνθήκη που δεν ευνοεί τη γυναίκα που θέλει να αποκτήσει και να μεγαλώσει παιδιά, και ταυτόχρονα να κάνει και καριέρα, αν δεν έχει υποστήριξη.
Το μεστό και πλήρους νοήματος έργο αγγίζει με σεβασμό ο πολύπειρος σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Κοιτάζει πολυπρισματικά τους χαρακτήρες, αποδέχεται τις «φάσεις» τους και πετυχαίνει να δώσει τη συνθετότητά τους. Καθοδηγεί τον ικανότατο θίασο εξισορροπώντας τις συναισθηματικές εντάσεις: Μπορείς να ταυτιστείς, να συγκινηθείς, χωρίς να θυσιάσεις τους κοινωνικούς προβληματισμούς σου. Το συναίσθημα δεν εκβιάζεται, ούτε μπροστά στην κορύφωση του δράματος και η δραματουργία ωριμάζει με τον χρόνο και σε κερδίζει σταδιακά -αρκεί να μην έχεις αμυντική στάση και lack of empathy. Αφήνει αποχρώσεις ενδείξεις γιατί τα πράγματα εξελίσσονται έτσι και σχολιάζει υποδόρια. Παράδειγμα, η ψυχοπαθολογία της κεντρικής ηρωίδας δεν οφείλεται στη διαφαινόμενη ακληρία της, αλλά στον τρόπο που εκείνη μεγάλωσε: χωρίς συναίσθημα, χωρίς πραγματική αγάπη. Δεν επιχειρεί, τέλος, να «κλέψει» την παράσταση από τη δικαιωματική πρωταγωνίστρια. Έτσι, καταφέρνει να στήσει μια σπουδαία παράσταση, που ανοίγει θέματα και προκαλεί συζητήσεις.
Χωρίς να υστερεί κανείς από τους ηθοποιούς, καταλύτης είναι η Μαρία Κίτσου. Υποδύεται αριστοτεχνικά τις διαφορετικές εκφάνσεις που μπορεί να βιώσει μια σύγχρονη, νέα γυναίκα, διατηρώντας την τραγική υπόσταση που κουβαλάει ο μύθος του Λόρκα. Από τον ενθουσιασμό της blogger που μάχεται την πατριαρχία, μέχρι την υποταγμένη μεσοαστή γυναίκα που βάζει σκοπό της ζωής της το να κάνει παιδί ακόμη και…με τον πρώην της (θα μπορούσε να πει κάποιος, και με τον πρώτο τυχόντα) η απόσταση είναι απλώς μερικά χρόνια. Όλα τα ψέματα του κόσμου θα τα ζήσει πάνω στη σκηνή. Όταν, δε, παίρνει φωτιά για να οδηγήσει το δράμα στη σπαρακτική λύση του, τότε αντιλαμβάνεται ο καθένας τις ανεξάντλητες ερμηνευτικές της ικανότητες.
Ειδική μνεία στα σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού που αποτυπώνει τις εποχές του έρωτα, της αγάπης και της καρποφορίας μιας σχέσης, με υψηλή τεχνολογική αισθητική που δεν στερείται ποίησης, σε μια συνολικά εξαιρετική παράσταση.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Κοραλία Σωτηριάδου, Δημήτρης Κιούσης
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος
Σχεδιασμός βίντεο: Παντελής Μάκκας
Σχεδιασμός φωτισμών: Χριστίνα Θανάσουλα
Επιμέλεια κίνησης: Ξένια Θεμελή
Παίζουν:
Εκείνη: Μαρία Κίτσου
Τζον: Ιωσήφ Ιωσηφίδης
Έλεν: Ασπασία Κράλλη
Μαίρη: Τατιάνα Πίττα
Βίκτωρ: Χάρης Χαραλάμπους-Καζέπης
Ντες: Μαριάννα Μαριγώνη
Κάθε Τετάρτη 20:00, Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο 21:00 και Κυριακή 19:00
Κλείστε το εισιτήριο σας εδώ