Ο Δημήτρης Καραντζάς οδηγεί τους εμβληματικούς χαρακτήρες του έργου του Αντόν Τέχωφ σε μια διαδρομή εμβάθυνσης της Τέχνης και της ανθρώπινης ύπαρξης.
Αγία Πετρούπολη, 1896. Το πρώτο ανέβασμα του «Γλάρου» του Άντον Τσέχωφ είναι μια μεγαλειώδης αποτυχία. Δυο χρόνια αργότερα, το έργο παριστάνεται στο «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας, το κοινό αναγνωρίζει στο πρόσωπο του Τσέχωφ έναν μεγάλο δραματουργό και ο ιπτάμενος γλάρος γίνεται το έμβλημα του συγκεκριμένου θεάτρου.
Πλέον, ο «Γλάρος» είναι ένα έργο κλασικό, δηλαδή ένα έργο άχρονο, που αφορά τους πάντες ανεξάρτητα από εποχές και τόπους. Η συνεχής διάψευση των ονείρων και η ακλόνητη πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον, είναι το κοινό στοιχείο των ηρώων του, αλλά και όλων των ανθρώπων. Η Μάσα φορά μαύρα, γιατί πενθεί για τη ζωή της, είναι δυστυχισμένη που δεν την αγαπά ο Τρέπλιεφ ο οποίος φιλοδοξεί να γίνει συγγραφέας και είναι ερωτευμένος με τη Νίνα. Εκείνη όμως προτιμά τον καταξιωμένο συγγραφέα και σύντροφο της Αρκάντινα, τον Τριγκόριν, και ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός. Η Αρκάντινα, πρωταγωνίστρια του θεάτρου, συντρίβεται καθώς χάνει τον Τριγκόριν. Ο Μεντβεντένκο αγαπά τη Μάσα που τον περιφρονεί. Ο φιλάσθενος Σόριν θρηνεί για τη χαμένη νιότη του και τα λογοτεχνικά του όνειρα που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν. Η Πωλίνα πονά για τη ζωή που δεν έζησε με τον γιατρό Ντορν. Ο Τριγκόριν ταλανίζεται από τα βάσανα της δημιουργίας και «σκοτώνει» την ψυχή της Νίνας. Καθένας χωριστά θέλει αυτό που δεν μπορεί να έχει και όταν προσπαθεί να δημιουργήσει κάτι καινούργιο, τσακίζεται σαν χτυπημένος γλάρος. Και όλοι μαζί μάχονται ενάντια στην ρουτίνα, κυριεύονται από καταδικασμένους έρωτες και αφοσιώνονται στην τέχνη.
Η παράσταση που είδαμε στο θέατρο Προσκήνιο είναι χωρισμένη σε δυο μέρη που λειτουργούν ταυτόχρονα συνθετικά και αντιθετικά. Στο πρώτο μέρος ο σκηνικός χώρος επεκτείνεται ανάμεσα στους θεατές: βλέπουμε ταυτόχρονα τη σκηνή αλλά και τα παρασκήνια και την αποθήκη του θεάτρου. Όλα τα δομικά υλικά, σκηνικά, κομμάτια ξύλου, τελάρα, σπασμένες καρέκλες, ηθοποιοί, φώτα, είναι εκεί. Πρέπει να βρεθούν άλλες φόρμες στην τέχνη, λέει ο Τρέπλιεφ. Ένας καινούργιος τρόπος επικοινωνίας. Μόνο στην τέχνη ή μήπως και στην ίδια τη ζωή; Στο δεύτερο μισό η ατμόσφαιρα και τα σκηνικά αλλάζουν. Βλέπουμε μια κλασική απεικόνιση του επαρχιακού ρωσικού σπιτιού. Όλα έχουν αλλάξει αλλά οι αδιέξοδες ζωές, η ρουτίνα, ο πόνος, η συντριβή, η μάχη του παλιού με το καινούργιο, είναι ακόμη εδώ.
Η παράσταση που έστησε ο Δημήτρης Καραντζάς πάλλεται από ζωή παρόλο που ξεκινά και τελειώνει με πυροβολισμό. Μια ευφυής προσέγγιση του έργου που σε οδηγεί στα σπλάχνα της δημιουργίας μέσα από μια διαδρομή που είναι συνταρακτική. Από την πρώτη σκηνή που ο Τρέπλιεφ μετακινεί αντικείμενα στήνοντας ένα καινούργιο σκηνικό (ένα νέο όραμα;), μέχρι την διάψευση των προσδοκιών των ηρώων, τη ματαίωση, τον θάνατο του γλάρου, τις ήττες, την συντριβή, ο θεατής νιώθει ότι κοιτάζει τη δική του ζωή που σέρνεται όπως η ουρά του φορέματος της Αρκάντινα. Μια απόλυτα επιτυχημένη ανάγνωση του έργου με εμβληματικές σκηνές όπως εκείνη του ξέφρενου χορού στις όχθες της λίμνης και τη μεταμόρφωση της Νίνας σε έναν τεράστιο νεκρό γλάρο σαν σάρκινο γλυπτό.
Ο Καραντζάς είναι ένας νέος σκηνοθέτης, 36 ετών σήμερα, που τολμά και ρισκάρει, άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε όχι -κάτι που συμβαίνει συνήθως μέσα στην ίδια παράσταση. Παράδειγμα, οι «Πέρσες» του Αισχύλου, που ανέβηκαν στην Επίδαυρο το 2022 και παίχτηκαν με μεγάλη επιτυχία και σε άλλα εμβληματικά θέατρα της χώρας, αλλά και το της φετινής σεζόν «Το Σπίτι», που ανέβηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών το περασμένο Φθινόπωρο. Παραστάσεις με θετικά αλλά και αρνητικά στοιχεία, που έδωσαν ένα αποτέλεσμα που για κάποιους ήταν άνισο, άνευρο ή ακόμη και ρηχό, παρότι πολύ ενδιαφέρον ανά στιγμές. Ειδικά για τον Τσέχωφ, η οπτική του στις «Τρεις αδελφές» παλαιότερα έριχνε το βάρος στα νευρωτικά χαρακτηριστικά των ηρωίδων, και δημιουργούσε μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που στην προσπάθεια της ανάδειξης μια ισοπεδωτικής καθημερινότητας εξάλειφε τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων. Στη παράσταση του «Γλάρου», ωστόσο, ο Καραντζάς με έναν εξαιρετικό θίασο ηθοποιών (όπως πάντοτε, θα συμπλήρωνε κάποιος) και μια ομάδα πολύ καλών συνεργατών, δημιουργεί κάτι βαθύ και ουσιαστικό. Σίγουρα, είναι η καλύτερη παράσταση Τσέχωφ από εκείνες με τις οποίες έχει καταπιαστεί («Τρεις Αδελφές», «Θείος Βάνιας») και αξίζει να τη δει κάποιος. Όταν, μάλιστα, ξεφύγει από την ανάγκη να εντυπωσιάσει ή να ξεχωρίσει με θεαματικές προσεγγίσεις που στερούνται βάθους και ασφαλώς, όσο επέρχεται η ηλικιακή και επαγγελματική ωριμότητα, θα μπορεί να προσφέρει τη φρέσκια του ματιά με όλο και πιο ολοκληρωμένο και άρτιο τρόπο.
Η ταυτότητα της παράστασης
«Ο Γλάρος» του Άντον Τσέχωφ
Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Συνεργασία στη σύνθεση – Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Σκηνικό: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Διανομή:
Θεοδώρα Τζήμου: Αρκάντινα
Μανώλης Μαυροματάκης: Τριγκόριν
Αινείας Τσαμάτης: Τρέπλιεφ
Δήμητρα Βλαγκοπούλου: Νίνα
Νατάσα Εξηνταβελώνη: Μάσα
Φιντέλ Ταλαμπούκας: Ντόρν
Δρόσος Σκώτης: Σόριν
Μαρία Φιλίνη: Πωλίνα
Γιώργος Ζυγούρης: Μεντβεντένκο
Θέατρο Προσκήνιο
Κλείστε το εισιτήριό σας εδώ