Σχόλια και εντυπώσεις από την ανατρεπτική παράσταση του περασμένου Μάιου, που είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε και που θα βλέπαμε ξανά ευχαρίστως.
Επανέρχεται για λίγες παραστάσεις -για όσους προλάβουν επί της ουσίας- μια παράσταση ευφυής, προβοκατόρικη, ρεαλιστική αλλά και με γερές δόσεις σουρεαλισμού, που κινείται στο οργισμένο εύρος σκέψης της Λένας Κιτσοπούλου, η οποία γράφει, σκηνοθετεί και κρατάει και τον πιο εμβληματικό ρόλο από την εργογραφία του Τσέχωφ (τη Μάσα), την ισοπεδώνει σε μια δημιουργική προσαρμογή όχι και πολύ καθωσπρέπει. Πρόκειται για μια παράσταση, για την οποία οι φαν της Κιτσοπούλου θα απολαύσουν στον ύψιστο βαθμό, καθώς αυτή τη φορά δεν έχει αφήσει την οργή να χαλάσει την υπέροχη πραγματικότητα της σουρεαλιστικής μας χώρας.
Όσοι (παρ)ακολουθούν την Κιτσοπούλου γνωρίζουν ότι το πλαίσιο αναφοράς της είναι ό,τι και όσα ζούμε σήμερα, με έναν κοίταγμα που δεν μπορείς να είσαι σίγουρος πότε σοβαρολογεί ή τρολάρει (μάλλον και τα δύο, ταυτόχρονα), αλλά που δίχως αμφιβολία τσουρουφλίζει και ζεματάει σαν τα αποκαΐδια των καλοκαιρινών πυρκαγιών. Ίσως γιατί αυτή είναι η γεύση που αφήνουν όσα συμβαίνουν γύρω μας: μιας παρακμής που σου καίει τον εγκέφαλο. Σε αυτή τη δουλειά, όμως, η παρακμή είναι τόσο διασκεδαστική που δεν χρειάζεται κάποιος να πιθανολογεί για το νόημα που υποβόσκει. Όλα είναι μπαμ και κάτω, εύληπτα και κατονοητά, αρκεί να μη διακατέχεσαι από το σύνδρομο του έργω και λόγω εξύβριση. Η Κιτσοπούλου άλλωστε αρέσκεται να ιντριγκάρει (προσβάλει, τρολάρει, ενοχλεί – βάλτε όποιο σχετικά ρήμα θέλετε) το κοινό, σαν άλλος Τζίμης Πανούσης, που δεν δίσταζε να εισβάλλει στην προσωπική σφαίρα των θεατών του.
Η πτώση μας θα είναι εκκωφαντική, αλλά τουλάχιστον θα το διασκεδάσουμε
Αυτό κάνει και σε αυτήν την παράσταση, και το κάνει εξαιρετικά επιτυχημένα και διασκεδαστικά, μέσα από ένα παραλήρημα σκηνικής εξωστρέφειας, όπου ως άλλη life coach καλεί το κοινό να χειροκροτήσει, να ανέβει, να δείξει ενθουσιασμό. Αλλά και που ως κυνική των μοντέρνων καιρών δεν διστάζει να το προσβάλει, να το χλευάσει και να του πει την ωμή αλήθεια, για τη βλακεία που το δέρνει. Να του επιδείξει ότι αυτή η δήθεν νοσταλγία της δεκαετίας του ’80 και του ’90 δεν είναι παρά η απόδειξη της σημερινής αλλοτρίωσης και παρακμής, μέσα από ένα λαμέ σκυλάδικο που οι θαμώνες ένιωθαν -με τον τρόπο τους- και άμα λάχει σκότωναν επειδή αγαπούσαν. Και τελικώς να τα φέρει όλα αυτά στο τώρα, όπου η κακοποίηση, η έκρηξη της βίας, η αμορφωσιά, η παρακμή, έχουν χτυπήσει κόκκινο και που ασφαλώς όλα συνδέονται με τη σύγχρονη ασυνάρτητη και αιωρούμενη ελληνική πραγματικότητα, που πια δεν είναι ούτε φολκλόρ ούτε vintage ούτε αστεία. Διότι υπάρχει ένα όριο, μετά από το οποίο το γελοίο καθίσταται τραγικό. Κάτι που η Κιτσοπούλου, μαζί με ένα εξαιρετικό επιτελείο ηθοποιών – χαρακτήρων αποτυπώνει με απίστευτη οξυδέρκεια, κάνοντάς σε να γελάς -με τα χάλια μας- και να απολαμβάνεις κάθε στιγμή αυτήν τη μεταμοντέρνα επιθεώρηση. Η οποία κλείνει με ένα παρωδιακό σκετς κυριακάτικης εκπομπής στο χωριό, όπου κάποιοι ισχυρίζονται ακόμη ότι εκεί, μέσα στη ζεστή αγκαλιά της παράδοσης, κατοικεί το πιο αυθεντικό, το πιο αγνό, κομμάτι της Ελλάδας. Το ποιο;
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Λένα Κιτσοπούλου
Σκηνικά – Κοστούμια: Μαγδαληνή Αυγερινού
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Φωτογραφίες: Πάνος Δάβιος
Ηθοποιοί: Λένα Κιτσοπούλου, Τζένια Κονταράτου, Γιάννης Κότσιφας, Πάνος Παπαδόπουλος, Θοδωρής Σκυφτούλης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη.
Παραστάσεις: Από τις 14 Οκτωβρίου 2024 κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00
Διάρκεια: 120 λεπτά
Θέατρο Τέχνης, Φρυνίχου 14, Πλάκα